Ελληνιστική αρχιτεκτονική

Στην ελληνιστική αρχιτεκτονική, στην αρχιτεκτονική 4ου π.Χ. αιώνα, συνδυάζονται ελληνικά και ανατολικά στοιχεία. Διαμορφώνονται οι αρχιτεκτονικές αντιλήψεις των ελληνιστικών χρόνων. Την εποχή αυτή συνηθίζονται και οι τρεις γνωστοί ρυθμοί της ελληνικής αρχιτεκτονικής, ο δωρικός, ο ιωνικός και ο κορινθιακός ρυθμός, όχι αμιγείς, όπως παλαιότερα, αλλά σε ποικίλους συνδυασμούς και συνθέσεις με στόχο το καλύτερο διακοσμητικό αποτέλεσμα.

Το κορινθιακό κιονόκρανο χρησιμοποιείται τώρα και στο εξωτερικό των οικοδομημάτων. Οι αναλογίες των κτιρίων αλλάζουν επίσης, έτσι ώστε τα τυπικά και λιτά οικοδομήματα των κλασικών χρόνων να δίνουν τη θέση τους σε «άτυπα» και πομπώδη με έντονο «ζωγραφικό» αντί του «πλαστικού» χαρακτήρα. Το εσωτερικό των ναών γίνεται όλο και πιο ευρύχωρο και οι κίονες των πτερών αραιότεροι, πράγμα που έχει αποτέλεσμα τη ζωηρότερη εναλλαγή φωτός-σκιάς και τον τονισμό του «ζωγραφικού» χαρακτήρα των κτιρίων.

Ελληνιστική Αρχιτεκτονική
Αναπαράσταση του Μαυσωλείου της Αλικαρνασσού

Μεγάλο όνομα της ελληνιστικής αρχιτεκτονικής υπήρξε ο Πυθεός από την Πριήνη της Μικράς Ασίας με πολύ γνωστό έργο του το Μαυσωλείο του Αλικαρνασσού, ένα μνημειακό ταφικό οικοδόμημα. Το Μαυσωλείο συνδύαζε ελληνικά (πτερό) και ανατολικά στοιχεία (πόδιο, πυραμιδοειδή στέγη) σύμφωνα με τις προτιμήσεις ασφαλώς του Κάρα δυνάστη Μαύσωλου που το παρήγγειλε.

Ο ναός της Αθηνάς Πολιάδος στην Πριήνη, υπόδειγμα ιωνικού ναού, έργο επίσης του Πυθεού, από το δεύτερο μισό του 4ου π.Χ. αιώνα, με τις μικρές διαστάσεις του και το αυστηρό και κρυστάλλινο σύστημα των αναλογιών του, φανερώνει τη γόνιμη σχέση του Πυθεού με τη αρχιτεκτονική παράδοση των κλασικών χρόνων. Την αρχαϊκή άλλωστε παράδοση συνεχίζουν με τις μνημειακές διαστάσεις τους ιωνικοί ναοί που άρχισαν να ανεγείρονται κατά τον 4ο π.Χ. αιώνα στη θέση των αρχαϊκών, όπως της Άρτεμης στην Έφεσο και του Απόλλωνα στα Δίδυμα, έργα του Παιωνίου (στα Δίδυμα εργάστηκε και ο Δάφνις).

Γνώστης ασφαλώς των επιτευγμάτων του Πυθεού και κύριος εκφραστής των τάσεων στην ελληνιστική αρχιτεκτονική, πιο συγκεκριμένα του 2ου π.Χ. αιώνα, ήταν ο Ερμογένης. Σύμφωνα με τον Βιτρούβιο, ο Ερμογένης υπήρξε ο εφευρέτης των ψευδεδίπτερων ιωνικών οικοδομημάτων, αν και ψευδεδίπτερα κτίρια υπήρχαν πιθανότατα από παλαιότερα. Ήταν επίσης ο μεγάλος θεωρητικός του ιωνικού ρυθμού. Ο Βιτρούβιος αναφέρεται εκτενώς στις αρχιτεκτονικές θεωρίες και απόψεις του Ερμογένη για τους εύστυλους, μετριόστυλους, πυκνόστυλους και σύστολους ιωνικούς ναούς.

Η σαφής προτίμηση του Ερμογένη στον ιωνικό ρυθμό ανταποκρίνεται ασφαλώς στη κλίση της ελληνιστικής αρχιτεκτονικής σε έργα «ζωγραφικού» και διακοσμητικού χαρακτήρα, καθώς και στην υιοθέτηση του ιλλουζιονιστικού σκιοφωτισμού ως συστατικού στοιχείου. Σε αυτό οφείλεται και η καθιέρωση των ψευδεδίπτερων οικοδομημάτων με τα ευρύτερα πτερά και τους μεγαλύτερους σκιασμένους χώρους.

Μεγάλη κατάκτηση στην ελληνιστική αρχιτεκτονική αποτελεί η ανέγερση όχι μεμονωμένων, αυτόνομων στην σύλληψη τους οικοδομημάτων αλλά αρχιτεκτονικών συνόλων με ενιαία αντίληψη του χώρου. Τα σύνολα αυτά τείνουν να αγκαλιάσουν τον επισκέπτη και τον προκαλούν να επισκεφτεί τα ενδότερα, όπου βρίσκονται τα κυρίως ιερά οικοδομήματα, οι ναοί με τους βωμούς. Η τάση αυτή, που ξεκίνησε ήδη από την κλασική εποχή με τα Προπύλαια της Ακρόπολης των Αθηνών, έχει γίνει κανόνας στην ελληνιστική εποχή. Χαρακτηριστικό δείγμα είναι το ιερό του Ασκληπιού στην Κω (στην μορφή του 2ου π.Χ. αιώνα).

Ο βωμός της Αθηνάς και του Δία στην Πέργαμο φανερώνει με τον πιο εύγλωττο τρόπο την αγάπη σε μνημειακές κατασκευές και εκφράζει χαρακτηριστικά τις φιλοδοξίες των ηγεμόνων της εποχής. Τέτοια μνημεία ήταν γνωστά στην ανατολική Ιωνία από τους αρχαϊκούς ήδη χρόνους, εκφράζοντας παρόμοιες ηγετικές τάσεις προβολής.

Η τράπεζα στο καθαυτό βωμό της Περγάμου βρισκόταν πάνω σε ένα πόδιο, στο οποίο οδηγούσαν είκοσι οκτώ βαθμίδες και περιβαλλόταν από ιωνικές κιονοστοιχίες. Μνημειακών διαστάσεων ζωφόρος με παράσταση Γιγαντομαχίας διακοσμούσε το πόδιο εξωτερικά, ενώ μία μικρότερη ζωφόρος με το μύθο του Τήλεφου περιέτρεχε τον τοίχο της εσωτερικής στοάς. Αγάλματα υψώνονταν πάνω στη στέγη των κιονοστοιχιών.

Με πληροφορίες από: Η τέχνη της αρχαίας Ελλάδας, (1050-50π.Χ.), Γ. Κοκκορού-Αλευρά, εκδ.Καρδαμίτσα

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *