Οργανικά δεμένες μεταξύ τους, η Ελληνική Χερσόνησος και η Μικρά Ασία, ανήκουν στον ίδιο γεωγραφικό χώρο της Εγγύς Ανατολής, που θεωρείται από γεωφυσική άποψη το πιο ευνοημένο σημείου του Παλαιού Κόσμου. Οι βαθιές διεισδύσεις του υγρού στοιχείου στην ξηρά, η πολύμορφη ακτογραφία και κυρίως η ανεπανάληπτη ποικιλία των γεωγραφικών και κλιματολογικών στοιχείων ή συνθηκών χάρισαν σε αυτήν την περιοχή του κόσμου όπου σμίγουν τρεις ήπειροι -Ευρώπη, Ασία, Αφρική- μια εκπληκτική ιδιομορφία.

Ελληνική Χερσόνησος
Όρια
Όλα τα γεωγραφικά και κλιματολογικά είδη αντιπροσωπεύονται σε μια χωρίς προηγούμενο σύνθεση αντιθέσεων, στο χώρο που εκείνεται ανάμεσα στην Ανατολική Μεσόγειο, την Προποντίδα και τον Εύξεινο, την Κασπία, τον Περσικό Κόλπο και την Ερυθρά Θάλασσα: από τις παγωμένες στέππες ως τις θερμές ερήμους, από τις μελαγχολικές όχθες της Κασπίας ως τα ηλιόλουστα ελληνικά νησιά, από τους αλπικούς ορεινούς όγκους και τα βαθύπεδα, ως τους μεγάλους κάμπους και τις μικρές περίκλειστες κοιλάδες. Στο μεγαλύτερο τμήμα αυτού του γεωγραφικού κύκλου επικρατεί το Μεσογειακό και θερμό εύκρατο κλίμα και μια εντυπωσιακή ποικιλία βροχοπτώσεων, βλαστήσης και ζωικού κόσμου.
Αλλά η αρχική θέση της Εγγύς και Μέσης Ανατολής στην ιστορική γεωγραφία οφείλεται κυρίως στη διαπίστωση ότι σε αυτήν την περιοχή αναπτύχθηκαν οι υψηλότεροι πολιτισμοί του αρχαίου κόσμου. Η Μεσόγειος είναι από πολιτιστική άποψη η σπουδαιότερη θάλασσα του κόσμου. Η μητρική αυτή λεκάνη που σχηματίζεται ανάμεσα σε τρεις ηπείρους έχει τα χαρακτηριστικά μιας απέραντης όασης. Μεγάλη η επίδραση της στο κλίμα των γύρω περιοχών και ακόμη σπουδαιότερος ο ρόλος της να συνδυάζει αντίθετα ρεύματα, να απαλύνει τις αντιθέσεις και να παρακινεί σε συνθέσεις.
Μολονότι δεν είναι πλούσια περιοχή θα προσελκύσει τον άνθρωπο με την ημεράδα της και με το μοναδικό κάλλος των τοπίων της. Ιδιαίτερα ευνοϊκός για τη ζωή ο παραμεσογειακός χώρος, θα προσφέρει σαν αντιστάθμισμα των περιορισμένων φυσικών πόρων το ιδανικό κλίμα του. Είναι το γλυκύτεροκ λίμα της γης. Εντοπίζεται, βέβαια, μια στενή λωρίδα κατά μήκος των ατελείωτων ακτών και εύκολα επισημαίνεται από το ευγενέστερο φυτό, το πιο τυπικά μεσογειακό, την ελιά.
Η ποικιλομορφία και ο συνδυασμός των αντιθέσεων που αποτελούν τα πιο χαρακτηριστικά γνωρίσματα του μεσογειακού τοπίου κορυφώνεται στον ελληνικό χώρο. Η Δυτική και η Ανατολική Μεσόγειος παρουσιάζουν διαφορετική εικόνα: Συμπαγής η Ιβηρική Χερσόνησος, πιο λεπτή η Ιταλική, μοναδικά πολύμορφη η Ελληνική Χερσόνησος. Εκτός όμως από την χαρακτηριστική αυτή κλιμάκωση, πίσω από την ανατολική λεκάνη της Μεσογείου εκτείνεται η μεγάλη ασιατική ήπειρος, ενώ πέρα από τη δυτική μόνο ο Ωκεανός.
Η Ελλάδα κατέχει θέση συνδέσμου στην Ανατολική λεκάνη της Μεσογείου. Γεωγραφικά αρθρώνει την Ευρώπη με την Ασία, κλιματολογικά αποτελεί κάτι ενδιάμεσο μεταξύ Μεσοποταμίας και Ιταλίας, κάτι ευρωπαϊκό μαζί και μεσογειακό, χωρίς όμως τίποτα «ασιατικό». Οι έντονες διαφορές της Πρόσω Ασίας με την υπόλοιπη ήπειρο στρέφουν της Εγγύς Ανατολή προς την Ευρώπη δια μέσου της Μεσογείου. Έπειτα η δυτική Μικρά Ασία και πολύ περισσότερο η παραλιακή της περιοχή, από τον Βόσπορο ως την Ταυρίδα, δεν διαφέρει καθόλου από γεωφυσική και κλιματολογική άποψη από την Ελλάδα: η ίδια περίπου πολύπλοκη ακτογραφία, η ίδια σχεδόν ορεογραφική διανομή, με λίγο χαμηλότερα βουνά, πολλές στενόμακρες κοιλάδες που καταλήγουν σε όρμους.
Οι κοιλάδες του Έρμου και του Μαιάνδρου θα γίνουν σπουδαίοι δρόμοι προς το Αιγαίο και θα τονώσουν τη διαφοροποίηση του παραλιακού χώρου από τα υψίπεδα του εσωτερικού, όπου αναπτύχθηκε ένας άλλος κόσμος. Μια ανεξάντλητη πηγή πολιτιστικής δημιουργίας και ανθρώπινων αποθεμάτων υπήρξε το νότιο τμήμα του Μικρασιατικού υψιπέδου, ένα από τα σπουδαιότερτα κέντρα για την ανάπτυξη των αρχέγονων πολιτισμών. Όπως ήταν φυσικό το κέντρο αυτό επηρέασε τις εξελίξεις στην Αιγαιΐδα από τα χρόνια ακόμη της Απότερης Προϊστορίας.
Ο ελληνικός χώρος του Ελληνικού Πολιτισμού, που ορίζεται προς Βορρά από τα Ακροκεραύνια ως την Κωνσταντινούπολη περιλαμβάνει τη δυτικά παραλιακή Μικρά Ασία και τα νησιά του Αιγαίου ως την Κρήτη, την Ρόδο και την Κύπρο και τα νησιά του Ιονίου. Επίκεντρο αυτού του χώρου υπήρξε η Κεντρική Ελλάς με την Πελοπόννησο, τα νησιά του Αιγαίου και την Κρήτη.
Στεριά και ποτάμια
Από την εποχή του σχηματισμού των Αλπικών πτυχώσεων, που στην Ελλάδα εμφανίζονται κυρίως με την οροσειρά της Πίνδου -αληθινή σπονδυλική στήλη της αφού καταλαμβάνει όλη την ΒΔ πλευρά της- και επεκτείνονται διά μέσου των βουνών της Πελοποννήσου, της Κρήτης και της Ρόδου προς την Μικρά Ασία, όπου καταλήγουν στον Ταύρο και τον Αντίταυρο.
Τα τέσσερα πέμπτα του εδάφους είναι ημιορεινά. Αυτό επηρέασε την κατανομή του πληθυσμού που συγκεντρώθηκε στα πεδινότερα εδάφη και παράλια. Αλλλά καθώς οι οροσειρές διατρέχουν τη χώρα με παράλληλη κατεύθνυση, κυρίως από τα βορειοδυτικά ως τα νοτιοανατολικά, διασταυρώνονται εδώ κι εκεί, περιτριγυρίζουν υψίπεδα ή χαμηλές λεκάνες δημιουργούν ή απομονώνουν ατέλειωτο αριθμό μικρών κοιλάδων και διαχωρίζουν στενές πεδινές ή λοφώδεις παραλιακές ζώνες, προσφέροντας στη χώρα ένα ανήσυχο ανάγλυφο, μια όψη τόσο ποικιλόμορφη που δεν συναντά κανείς σε άλλη περιοχή της Μεσογείου.
Η περιορισμένη έκταση της χώρας, η διάσπαση των ορεινών όγκων και οι απότομες βροχές δεν επέτρεψαν την δημιουργία ποταμών με έφθονα νερά. Ελάχιστοι είναι οι μεγάλοι ποταμοί και συνήθως πηγάζουν από μακριά έξω από τον ελληνικό χώρο. Πλωτός ποταμός στον ελληνικό χώρο κατά την αρχαιότητα ήταν ο Έβρος. Άλλα πλωτά ποτάμια δεν υπάρχουν.
Η σημασία όμως των περισσοτέρων για τις συγκοινωνίες ήταν μεγάλη. Οι κυριότεροι δρόμοι ακολουθούν τις ποτάμιες κοιλάδες. Από την Προϊστορία φαίνεται ότι ο Στρυμώνας ήταν μια φυσική οδός επικοινωνίας με την κεντρική Βαλκανική, τη χώρα του Δούναβη. Το ίδιο και ο Αξιός, ο μεγάλος ποταμός της Μακεδονίας. Ο Έβρος όριζε τον δρόμο που από την βορειοδυτική Μικρά Ασία οδηγούσε προς το επίπεδο της Σαρδικής, στην καρδιά της Χερσονήσου του Αίμου και από τα παράλια της αιγαιακής Θράκης ως τον Θερμαϊκό.
Η διάταξη των οροσειρών και η πολύμορφη κατάτμηση του εδάφους, τα μικρά ποτάμια και η πολυδαίδαλη ακτογραφία δυσκόλευαν πάντα τους μεγάλους στεριανούς δρόμους. Η Δυτική Ελλάδα δύσκολα επικοινωνούσε με την ευνοημένη Ανατολική, από όπου περνούσε ο μεγάλος αξονικός δρόμος -κάτι περίπου ανάλογο τοπογραφικά με τη σημερινή εθνική οδό. Ολοκληρωμένο οδικό δίκτυο ήταν αδύνατο να υπάρξει, πολύ περισσότερο δρόμοι αμαξιτοί για μεγάλες αποστάσεις. Οι μεταφορές γίνονταν με υποζύγια.
Αντίθετα, οι δυνατότητες της θαλάσσιας επικοινωνίας ήταν απεριόριστες. Οι μικροί και μεγάλοι κόλποι που εισχωρούν βαθειά στη στεριά, τα ελληνικά πελάγη με τα συμπλέγματα των παραλίων, που δεν επηρέαζε η άμπτωτη, η κανονική πνοή των ανέμων, η διαύγεια της ατμόσφαιρας, όλα δημιουργούσαν ιδανικές προϋποθέσεις γαι τη ναυσιπλοΐα. Οι κόλποι αποτελούσαν τη μεγάλη πρόκληση για την ανάπτυξη του ναυτικού βίου, περισσότερο και από την παρουσία των νησιών και των χερσονήσων.

Αιγαίο και Ιόνιο
Η μητρική λεκάνη, το λίκνο του ελληνικού πολιτισμού είναι η θάλασσα του Αιγαίου, η Άσπρη θάλασσα του λαού. Όπως η Μεσόγειος έγινε στοιχείο «ζωοποιόν» στην καρδιά του Παλαιού Κόσμου, το ίδιο και το Αιγαίο, στο κέντρο του ελληνικού κόσμου, έδωσε ό,τι δεν μπορούσε να δώσει η στεριά.
Από τα θρακικά παράλια και τον Ελλήσποντο ως την Κρήτη και τη Ρόδο, το Αιγαίο είναι κατάσπαρτο από ένα κόσμο ολόκληρο μικρών και μεγαλύτερων νησιών, μοναδικό στην μεσογεακή λεκάνη. Το χαρακτηριστικότερο σύμπλεγμα είναι οι Κυκλάδες, κεντρικές και νότιες. Σε σειρές σκορπισμένες στο πέλαγος απλώνονται από την Αττική και την Εύβοια ως τα παράπλευρα νησιά της μικρασιατικής ακτής, σαν γέφυρα που άρρηκτα συνδέει τις δύο ακτές του Αιγαίου. Οι βόρεις Σποράδες επεκτείνουν τον αγκώνα της Μαγνησίας προς την Ανατολή. Η Θάσος και η Σαμοθράκη εποπτεύουν σαν σκοπιές τα θρακικά παράλια. Η Λήμνος και η Ίμβρος γεφυρώνουν το πέλαγος με την Τρωάδα και τον Ελλήσποντο.
Στα μεγαλύτερα νησιά της μικρασιατικής παραλίας, την Λέσβο, την Χίο και την Σάμο, ακόμη και τη Ρόδο, ο ρόλος του ενδιάμεσου είναι πιο βαρύς και ουσιαστικός. Καθώς φαίνεται ολότελα αδύνατο να θεωρηθούν «ασιατικά» ή έστω «μικρασιατικά» προγεφυρώματα, τονίζουν την επέκταση της ελληνικής φύσης στην απέναντι ακτή.
Τα νησιά του Ιονίου σαν προέκταση της Πελοποννήσου και της Στερεάς προς την Δύση, σχηματίζουν μια κλιμακωτή δίοδο προς τα βόρεια και τα δυτικά. Είναι χαρακτηριστικό ότι από την Κέρκυρα διακρίνεται η Ιταλική Χερσόνησος.
Η Κρήτη σαν μεγάλος μώλος κατά τον νοτιά, λίκνο του παλαιότερου υψηλού επιπέδου ευρωπαϊκού πολιτισμού δένει τον ελληνικό χώρο με την καίρια περιοχή της Μεσογείου, συνδέοντα ς το Αιγαίο με την Κύπρο, τα συριακά και τα βορειοαφρικανικά παράλια.
Τέλος, η Κύπρος απομονωμένη στο βάθος, θα γίνει από την όψιμη Προϊστορία ο τόπος του συγκερασμού ανατολικών και καθαρά δυτικών στοιχείων και θα μείνει από τότε η ακραία ελληνική παρουσία στην ανατολική λεκάνη της Μεσογείου.
Τα νησιά της Ελλάδας δεν ήταν μόνο ένα γεωγραφικό στοιχείο του χώρου. Αποτελούσαν πάντοτε το αντίστοιχο του στεριανού διαμελισμού σε μικρές εδαφικές ενότητες, από τις οποίες ξεπήδησαν οι Πόλεις-Κράτη. Σχεδόν κάθε ελληνικό νησί υπήρξε κάποτε ένα μιικρό Κράτος και είναι ίσως και σήμερα ένας ξεχωριστός μικρόκοσμος.
Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους