Πριν από εκατοντάδες εκατομμύρια χρόνια η ελληνική γη ήταν σκεπασμένη από θάλασσα. Η γεωλογική μορφή της άλλαξε πολλές φορές μέχρι σήμερα και θα συνεχίσει να αλλάζει συνεχώς και στο μέλλον ακολουθώντας τον νόμο της αδιάκοπης μεταβολής, «τα πάντα ρει» του Ηράκλειτου.
Η ελληνική γη
Ο βυθός της θάλασσας που σκέπαζε ολόκληρη την ελληνική γη, από το Ιόνιο Πέλαγος ως την Μικρά Ασία, παρουσίαζε, τότε μια παράξενη μορφολογική εικόνα. Αυτή η εικόνα, το ανάγλυφο του βυθού, υπήρξε η προϋπόθεση για τη δημιουργία της σημερινής Ελληνικής Χερσονήσου με τις υψηλέ κεντρικές της οροσειρές.
Στη θέση του ορεινού όγκου της Πίνδου υπήρξε μια βαθειά υποθαλάσσια τάφρος, η «αύλαξ της Πίνδου». Δυτικότερα εκτεινόταν μια δεύτερη, η «Ιόνιος αύλαξ». Ένα υψηλό τείχωμα, το «ύβωμα του Γαβρόβου» χώριζε τις δύο τάφρους. Αυτή τη μορφή πήρε ο βυθός πριν από 180 εκατομμύρια χρόνια, στις αρχές δηλαδή του Μεσοζωικού αιώνος και θα την διατηρήσει για ακόμη 150 εκατομμύρια χρόνια, μέχρι το Ολιγόκαινο.
Μέσα σε αυτό το ασύλληπτο χρονικό διάστημα, οι δύο τάφροι του βυθού γέμιζαν με ιζήματα, υλικά δηλαδή που προέρχονταν από την αποσάθρωση μακρινών ορεινών όγκων ή από τα όστρακα θαλάσσιων ζώων και τα κελύφη των μικροοργανισμών, που πεθαίνοντας έπεφταν σαν αιώνα βροχή και κατακάθιζαν στον πυθμένα.
Πριν από περίπου 140 εκατομμύρια χρόνια, στις αρχές της Κρητιδικής Περιόδου, μια γιγαντιαία ανοδική ορογνητική κίνηση ανύψωσε πάνω από τα κύματα την λεγόμενη Πελαγονική οροσειρά, μια στενή ζώνη ξηράς που περιλαμβάνει τη βορειότερη Μακεδονία (Πελαγονία), τον Όλυμπο, την ανατολική Θεσσαλία και την βόρεια Εύβοια. Προέκταση της οροσειράς αυτής θεωρείται η «Αττικοκυκλαδική μάζα», η Αττική, η νότια Εύβοια και μερικά νησιά των Κυκλάδων.
Πριν από 35 εκατομμύρια χρόνια, όταν η τάφρος της Πίνδου είχε γεμίσει από ιζήματα σημειώνονται νέες κοσμογονικές αναστατώσεις στα έγκατα της ελληνικής γης. Ύστερα από μια πανίσχυρη ανοδική ώθηση πτυχώθηκαν τα υλικά της τάφρου και ανυψώθηκαν σχηματίζοντας την επιβλητική οροσειρά της Πίνδου. Είναι η εποχή των αλπικών πτυχώσεων, όταν φαίνονται οι υψηλότεροι ορεινοί όγκοι της γης, οι Άλπεις, τα Πυρηναία, τα Ιμαλάια.
Εκατομμύρια χρόνια περνούν και ύστερα από την τάφρο της Πίνδου γεμίζει και η «Ιόνιος αύλαξ» από τα προϊόντα της γεωλογικής αναταραχής και των αποσαθρώσεων των οροσειρών του Γαβρόρου. Στη αρχή του Μειόκαινου μια άλλη τεκτονική αναστάτωση πτυχώνει και ανορθώνει τον βυθό, για να προσβάλει πάνω από την επιφάνεια των νερών το μεγαλύτερο τμήμα της δυτικής Ελλάδας. Έτσι αναδύθηκε από τα θαλάσσια βάθη η Αιγαιΐς σαν ενιαία και αδιαίρετη μάζα ξηράς, που κάλυπτε περίπου τον σημερινό ελληνικό χώρο από το Ιόνιο ως την Μικρά Ασία και τα νότια της Κρήτης.
Η ζωή έχει εμφανιστεί πάνω στην χώρα, παρακολουθεί τις γεωλογικές αναστατώσεις και την αέναη πάλη της στεριάς και του υγρού στοιχείου. Μεγαθήρια σπονδυλωτά μετακινούνται στις κατάφυτες πλαγιές ττης Αιγαιίδος, πριν από 13 εκατομμύρια χρόνια.
Ο καταποντισμός
Οι γεωλογικές αναστατώσεις σ΄την ελληνική γη δεν σταμάτησαν τον σχηματισμό της Αιγαιΐδος. Θα ακολουθήσει μια νέα περίοδος μεταμορφώσεων στην γεωλογική ιστορία του ελληνικού χώρου, μια πολυσήμαντη φάση που κράτησε και αυτή μερικά εκατομμύρια χρόνια. Σε αυτήν την περίοδο αρχίζει ο κατακερματισμός του χερσαίου όγκου της Αιγαιΐδος, η προέλαση της Μεσογείου προς τα ενδότερα της χώρας και ο καταποντισμός μεγάλων τμημάτων.
Η Αιγαιΐς δεν αποτελούσε μια μονότονη μάζα ξηράς. Υπήρχαν πριν από 18 εκατομμμύρια χρόνια, κατά το Μέσο Μειόκαινο, υψηλές οροσειρές, αλλά και βυθίσματα και εσωτερικές λίμνες. Μια μεγάλη λίμνη σκέπαζε τον χώρο της κεντρικής Θεσσαλίας, τις βόρειες Σποράδες και την βορειοανατολική Εύβοια. Άλλες λίμνες υπήρχαν βορειοανατολικά της Σκύρου και, νοτιότερα, μεταξύ Άνδρου και Χίου.
Η θάλασσα προσχωρούσε αργά αλλά σταθερά προς το εσωτερικό. Εξαιτίας των τεκτονικών ρηγμάτων η Μεσόγειος είχε διεισδύσει στην περιοχή που εκτείνεται μεταξύ Κρήτης και Δωδεκανήσου. Το νότιο και ανατολικό τμήμα της Κρήτης βρισκόταν τότε κάτω από τα νερά. Θάλασσα ήταν η Κέρκυρα και οι δυτικές ακτές της Ηπείρου μαζί με την Λευκάδα και το δυτικό τμήμα της Κεφαλληνίας και της Ζακύνθου.
Περνούν ακόμη 6 εκατομμύρια χρόνια. Η διεισδύση της Μεσογείου στην ενδοχώρα της Αιγαιΐδος συνεχίζεται. Στις αρχές του Πλειόκαινου, πριν από 12 εκατομμύρια χρόνια, χωρίζονται τα νησιά του Ιονίου από τη στεριά και εξέχουν σαν βραχοκορφές πάνω σε μια θάλασσα που σκέπαζε το δυτικό τμήμα της Ήλιδος, στην δυτική Αχαΐα ως την Πάτρα, την πεδιάδα της Αχαΐας και τον Λακωνικό κόλπο.
Αργότερα διαμορφώνονται από τη διάβρωση οι κοιλάδες του Ελλησπόντου και του Βοσπόρου. Διαμέσου αυτών των κοιλάδων τα νησιά της Ποντιοκασπίας και της Προποντίδας θα περάσουν σε ένα κεντρικό ποταμό της Αιγαιΐδος (Αιγαίος ποταμός) που συγκέντρωνε τις ροές των παραπόταμων του Αξιού, Στρυμόνος, Έβρου κ.α.
Στο τέλος του Πλειόκαινου, πριν από περίπου 2 εκατομμύρια χρόνια, ένας κλάδος της Μεσογείου προωθείται ανατολικά της Κρήτης προς την Προποντίδα. Ένας άλλος θαλάσσιος βραχίων εισορμά στον χώρο μεταξύ Κρήτης και Πελοποννήσου (σημερινό Μυτρώο Πέλαγος), φθάνει ως τα περίχωρα της Αττικής και της Εύβοιας και προελαύνει προς τις βόρειες Σποράδες και τον Θερμαϊκό. Αυτές οι μετακινήσεις των υδάτων της Μεσογείου ήταν η αρχή του σχηματισμού του Αιγαίου Πελάγους.
Οι λίμνες
Κατά το Πλειόκαινο, πριν από 12 έως 2 εκατομμύρια χρόνια, δημιουργούνται στα βυθίσματα της Αιγαιΐδος μικρές λίμνες. Η μεγαλύτερη σχηματίζεται στο σημερινό Κρητικό Πέλαγος, βορειότερα της Κρήτης. Μικρότερες λίμνες αναφαίνονται στα βόρεια και στα ανατολικά των Σποράδων ή ανατολικά της Εύβοιας. Από τις λίμνες αυτές, όσες δεν είχαν στερεά προχώματα πλημμύριζαν από θαλάσσιο νερό, με αποτέλεσμα να γίνονται υφάλμυρες. Ήταν λίμνες ασταθείς, όπως η Κορινθιακή, των Μεγάρων, του Αργολικού κόλπου και της Ήλιδος.
Αντίθετα, οι εσωτερικές λίμνες και εκείνες που είχαν ανθεκτικά προχώματα προς τη θάλασσα θα διατηρήσουν τα γλυκά νερά επί μακρότατο χρονικό διάστημα. «Ενδοχωρικές» λίμνες ήταν η κοιλάδα του Ευρώτα, οι πεδιάδες της Μεγαλόπολης, της Λοκρίδας και ολόκληρη η Θεσσαλία πριν από τη διάνοιξη της χαράδρας των Τεμπών.
Τα νερά της Μεσογείου εισχωρούν στη λίμνη του Κορινθιακού από το στενό Ρίου-Αντιρρίου και σχηματίζουν τον σημερινό κόλπο. Υψώνεται ο Ισθμός της Κορίνθου, καταβυθίζεται η βόρεια πλευρά του Κορινθιακού και προβάλλουν οι απότομες ακτές της Βοιωτίας και της Φωκίδας. Αναδύονται από την θάλασσα οι βόρειες περιοχές της Πελοποννήσου, καταποντίζονται οι ακτές της Αργολικής χερσονήσου και διαχωρίζεται η Αίγινα από την στεριά. Στο Ιόνιο υποχωρεί η θάλασσα, μεγαλώνουν τα νησιά και γίνονται στεριά οι περιοχές της Ήλιδος, της Μεσσηνίας και της Λακωνίας.
Στο ανατολικό τμήμα της Αιγαιΐδος μια μεγάλη λίμνη σχηματίζεται μεταξύ Εύβοιας και Μικράς Ασία. Σε αυτήν την απέραντη λίμνη ξεχωρίζουν η Σκύρος και η Λέσβος. Έτσι κατά το τέλος της εποχης του Πλειόκαινου έχει στις γενικές γραμμές οριστικοποιηθεί η σημερινή ανάγλυφη όψη και η μορφολογία της ελληνικής γης.
Τα νησιά
Η τελική διαμόρφωση ολοκληρώθηκε κατά το Πλειστόκαινο. Σε αυτήν την περίοδο, που κράτησε εκατοντάδες χιλιετίες σημειώνονται νέες γεωλογικές διαφοροποιήσεις, μικρής σχετικά κλίμακας, με ανόδους και καθόδους της στάθμης των θαλασσών αλλά και έντονες κλιματολογικές διακυμάνσεις ψυχρών ή θερμών εποχών. Είναι η εποχή των παγετώνων και το κυριότερο, η περίοδος που πρωτοεμφανίζεται ο άνθρωπος.
Κατά το Πλειστόκαινο εξαφανίζονται τελείως οι μικρές εσωτερικές λίμνες: της Μεγαλόπολης, του Ευρώτα, της Στερεάς Ελλάδας, της Θεσσαλίας. Αντίθετα, ενοποιούνται λίμνες που καλύπτουν την περιοχή των Κυκλάδων και βορείου Αιγαίου. Ωστόσο η μεγάλη λίμνη δεν επικοινωνεί ακόμη με το Κρητικό Πέλαγος.
Αλλλεπάλληλες καταβυθίσεις σημειώνονται στο ανατολικό τμήμα της Αιγαιΐδος. Η θάλασσα εισχωρεί στην αρχή υπό το στενό μεταξύ Κυθήρων και Κρήτης και ύστερα από το ευρύτερο βύθισμα μεταξύ Κρήτης και Δωδεκανήσου και το ρήγμα μεταξύ Καφηρέως-Άνδρου. Προελαύνει προς τα ΒΑ και καταλύζε τις κοιλάδες του Ελλησπόντου και του Βοσπόρου, ακόμη και τη λεκάνη του Εύξεινου. Η βόρεια και η νότια λεκάνη του Αιγαίου έχει σχηματιστεί. Ανάμεσα σε αυτές τις δύο λεκάνες εκτείνεται μια οροσεριά. Οι κορυφές των βουνών σχημάτισαν τα πολυάριθμα νησιά των Κυκλάδων.
Με τη σταθεροποίση των μαζών της ξηράς η ελληνική γη έχει οριστικά διαμορφωθεί. Ωστόσο η στάθμη της θάλσσας παρουσιάζει μεγάλες διακυμάνσεις που επηρεάζουν την ακτογραφία. Σε μια Παγετώδη Περίοδο το Ιόνιο και το Αιγαίο έχασαν τεράστιους υδάτινους όγκους και η στάθμη της θάλασσας κατέβαινε από 100 έως 200 μέτρα. Οι συνέπειες αυτής της μεταβολής ήταν σημαντικές: σχεδόν όλες οι Κυκλάδες έβγαιναν σαν ενιαία μάζα ξηράς πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας και η Πελοπόννησος και η Κρήτη επικοινωνούσαν με μια γέφυρα ξηράς μέσω των Κηθύρων και των Αντικυθήρων.
Οι βόρειες Σποράδες είχαν ενωθεί με την Θεσσαλία. Ο Θερμαϊκός μόλις υπήρχε και η Θάσος ήταν ενωμένη με την στεριά. Το ίδιο και η Χίος. Δεν υπήρχε ακόμη Παγασητικός ούτε Ευβοϊκός ή Αμβρακικός. Η Κέρκυρα ήταν ενωμένη με την Ήπειρο και η Εύβοια με την Αττική.
Καθώς κυλούν οι χιλιετίες η μορφολογία της ξηράς ακολουθεί και αυτήν την εξελικτικής της πορεία. Η αποσάθρωση των ορεινών όγκων από τα νερά της βροχής και τον άνεμο, οι μεταβολές της θερμοκρασίας και της υγρασίας αλλάζουν το ανάγλυφο του τόπου. Χαμηλώνουν οι οροσειρές και τα υλικά των αποσαθρώσεων μεταφέρονται από τα ποτάμια και τους χειμάρρους στην θάλασσα ή σε κλειστές λεκάνες και πεδιάδες, όπως της Θεσσαλίας και της Βοιωτίας.
Με την διαδισκασία αυτή σχηματίζονται τα εύφορα έδαφη που θα αποτελέσουν αργότερα εστίες για την συγκέντρωση των πρώτων ανθρώπινων ομάδων στην ελληνική γη. Με τον τρόπο αυτό σχηματίστηκαν ο πηλός, ο άργιλος, η άμμος, τα κροκαλοπαγή πετρώματα, ο ψαμμίτης, η ερυθρογή (κοκκινόχωμα) και πολλά ιζηματογενή πετρώματα.
Αλλά οι σεισμοί και τα ηφαίστεια συντελούν στο να αποκτήσει η ελληνική γη υξμ τελικής της μορφή. Τα σπουδαιότερα ελληνικά ηφαίστεια της Αίγινας, των Μεγάρων, του Πόρου, της Μήλου, της Κιμώλου, του Πολύαιγου, της Φολέγανδρου, της Θήρας, της Νίσυρου και της Κω σχηματίζουν ένα ηφαιστειακό τόξο που εκτείνεται στα νότια κράσπεδα μιας καταποντισμένης ξηράς. Τα βαθιά ρήγματα στο βόρειο Αιγαίο δημιούργησαν τα ηφαίστεια της Τρωάδας, της Μυτιλήνης, της Χίου. Τα ηφαίστεια της Οξύλιθου (Κύμης), την Ίμβρου, της Τενέδου, της Σαμοθράκης και των Φερρών της Θράκης σχηματίζουν ένα άλλο τόξο, παράλληλο προς το ηφαιστικαό τόξο του νοτίου Αιγαίου.
Όλα τα ηφαίστεια υπήρξαν εργαστήρια παραγωγής ορυκτού πλούτου που χρησιμοποίησε ο άνθρωπος από την Προϊστορία. Το σπουδαιότερο από ιστορική άποψη ηφαίστειο της Ελλάδας και ίσως το πιο ενδιαφέρον ηφαιστειακό κέντρο του κόσμου είναι αυτό της Σαντορίνης. Η σημερινή μορφή του νησιού είναι αποτέλεσμα γεωλογικών μεταβολών που άρχισαν πολύ πρώιμα. Ύστερα από τον κατακερματσσιμό της Αιγαιΐδος και τον καταποντισμό μεγάλων τμημάτων ξηράς, στην θέση της Θήρας απέμεινε μια βραχονησίδα που αντιστοιχούσε περίπου στην περιοχή του βουνού του Προφήτη Ηλία και του Πύργου. Η παλαιότερη ηφαιστειακή δράση σε αυτήν την νησίδα τοποθετείται στην περίοδο που αρχίζει περίπου πριν από 26 εκατομμύρια χρόνια και τελειώνει πριν από 13 εκατομμύρια.
Τα υλικά των εκρήξεων των ηφαιστειακών κέντρων της Θήρας, των Περιστεριών, του Σημαντηρίου, του Σκάρου και της Θηρασίας σχημάτισαν ένα νέο νησί, την Στρογγύλη. Πριν από 25 χιλιάδες περίπου χρόνια, προς το τέλος του Πλειστόκαινου, σημειώνεται η πρώτη μεγάλη έκρηξη που μπορεί να ανιχνευθεί επιστημονικά από τα ηφαιστειακά υλικά που έχουν κατασταλάξει στον βυθό της ανατολικής λεκάνης της Μεσογείου. Ακολούθησαν και άλλες κατατρεπτικές εκρήξεις, ώσπου το 1.500π.Χ. περίπου το νησί τινάχθηκε σχεδόν ολόκληρο και η ηφαιστειακή τέφρα έφτασε μέχρι την Κρήτη και την Σικελία.
Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους