Κατά τον 17ο αιώνα εκδηλώνεται στην Μολδαβία και στη Βλαχία μια «Ελληνική Αναγέννηση», που συνεχίζει το Βυζάντιο, με τους δασκάλους της, τους ρήτορες, τους αρχαϊστές ποιητές, με τους ιστορικούς των ηγεμονικών αυλών και προπάντων με τους θεολόγους, τους ερμηνευτές και τους υπερασπιστές της πίστεως.
Διάχυτη είναι η ελληνική παιδεία στην Βλαχία. Το 1679 ιδρύθηκε από τον Ελληνορουμάνο Serban Καντακουζηνό η ελληνική «Ακαδημία» του Βουκουρεστίου στο μοναστήρι του Αγίου Σάββα όπου δίδασκαν Έλληνες από την Τραπεζούντα, οι λόγιοι Σεβαστός Κυμινήτης και Παναγιώτης Σινωπεύς. Στην Βλαχία είχαν εγκατασταθεί πολλοί Έλληνες από τον Πόντο, καθηγητές, γιατροί, νομικοί, κληρικοί. Την εποχή αυτή η «Ακαδημία» είχε 150-200 μαθητές και δύο καθηγητές της φιλοσοφίας και θεολογίας και δύο υποδιδασκάλους, τους λεγόμενους μαγίστρους.
Το 1690 ο Κωνσταντίνος Brancoveanu αναδιοργάνωσε το ελληνικό τυπογραφείο του Βουκουρεστίου: το πλούτισε με κομψούς ελληνικούς, αλλά και βλαχικούς, ρωσικούς, βουλγαρικούς και αραβικούς χαρακτήρες και το ενίσχυσε ηθικά και υλικά, ώστε να ανταποκριθεί με επιτυχία στη μεγάλη του αποστολή. Σε αυτό εκτός από τα βλάχικα και βουλγάρικα βιβλία τυπώθηκαν πολλά ελληνικά, ιδίως θρησκευτικού περιερχομένου.
Ο Ιεροσολύμων Δοσίθεος, αυστηρός τηρητής των θεσμών της Ορθοδοξίας, αποφεύγοντας το πνιγερό περιβάλλον της έδρας του, έμεινε μόνιμα στη Βλαχία, όπου τον περιέβαλαν με μεγάλη εκτίμηση και αγάπη οι ντόπιοι. Η θερμή αυτή ατμόσφαιρα του έδωσε τη δυνατότητα να επιδοθεί απερίσπαστα στις μελέτες του. Τόσο στη Μολδαβία όσο και στη Βλαχία όπου δημοσίευσε τη γνωστή «Δωδεκάβιβλον» με τη δραστήρια και μακροχρόνια συμπαράσταση του Ιβήρου μοναχού Ανθίμου καταπολέμησε αποτελεσματικά τη διείσδυση των Ιησουιτών μέσω Τρανσυλβανίας και την εξάπλωση της καθολικής προπαγάνδας. Ο Δοσίθεος συνεχίζοντας τη θρησκευτική παράδοση του Βυζαντίου συσπείρωσε μέσα στον ίδιο πολιτιστικό κύκλο τα έθνη, τα οποία άλλοτε ήταν τμήματα ή δέχονταν την ακτινοβολία του μεγάλου κράτους.
Τα θρησκευτικά βιβλία που τυπώνονταν στις Παραδουνάβιες ηγεμονίες μοιράζονταν δωρεάν, γι’ αυτό και στα περισσότερα υπάρχει η ελληνική επιγραφή: «να δίδωνται χάρισμα τοις ευσεβέσι χριστιανοίς εις ψυχικήν ωφέλειαν». πολλοί βογιάροι ήταν συνδρομητές ελληνικών βιβλίων ή αναλάμβαναν να τα τυπώσουν με δικά τους έξοδα ή έγραφαν και ο ίδιοι βιβλία στα ελληνικά.
Κατά τον 17ο αιώνα πολλά βιβλία, διδακτικά, μυθιστορήματα και άλλα αναγνώσματα κυκλοφορούσαν μεταφρασμένα στη ρουμανική, ως επί το πλείστον χειρόγραφα, όπως: «Βαρλαάμ και Ιωάσαφ», «Φυσιολόγος», «Το Άνθος των Χαρίτων», «Πωρικολόγος», «Αισώπου μύθοι», «Ερωτόκριτος», «Ιμπέριος και Μαργαρώνα», «Αιθιοπικά» του Ηλιόδωρου κ.α. Παράλληλα, λαϊκές προφορικές παραδόσεις και δοξασίες για τον Μέγα Αλέξανδρο ήταν ευρύτερα διαδεδομένες στον ρουμανικό λαό.
Στη Μολδοβλαχία οι Έλληνες μπόρεσαν να βρουν καταφύγιο και οικείο περιβάλλον και να σταδιοδρομήσουν. Έτσι, μετά το 1711, τους Φαναριώτες ηγεμόνες ακολούθησαν εκτός από συγγενείς, φίλοι και μοναχοί, αρκετοί Έλληνες έμποροι, βιοτέχνες, γιατροί, λόγιοι κ.α. Στη νέα τους πατρίδα μετέφεραν τα στοιχεία του ελληνικού πολιτισμού. Όσοι μάλιστα κατάγονταν από βλαχόφωνες περιοχές και μιλούσαν το συγγενές προς τη ρουμανική νεολαία ιδίωμα, γίνονταν με ιδιαίτερη ευμένεια δεκτοί. Γι’ αυτό πολλοί από τους Έλληνες που μετανάστευαν εκεί ισχυρίζονταν ότι ήταν Αρομούνοι, δηλαδή Κουτσόβλαχοι, για να κερδίσουν την εύνοια των ντόπιων. Όλοι αυτοί, ηγεμόνες, λόγιοι, γιατροί, δάσκαλοι, καλλιτέχνες συντελούσαν στη διάδοση του ελληνικού πολιτισμού. Βαθύτερη ωστόσο ήταν η επίδραση των παραπάνω στην εύφορη και στην κοντινή προ της Ελλάδα Βλαχία.
Ο Νικόλαος Μαυροκορδάτος ανασύστησε πάνω σε ευρύτερες βάσεις τα παλαιό σχολείο του Ιασίου, ενώ ο γιος του Κωνσταντίνος πραγματοποίησε σημαντικές κοινωνικές μεταρρυθμίσεις. Στη Μολδαβία ενδιαφέρον για την παιδεία έδειξαν επίσης, οι ντόπιοι ηγεμόνες, Ματθαίος Γκίκας και Κωνσταντίνος Ρακοβίτσας και ιδίως το Γρηγόριος Γκίκας, ο οποίος το 1766 έχτισε ιδιαίτερο κτίριο για την Ακαδημία του Ιασίου, που ως τότε στεγαζόταν στο μοναστήρι του Αγίου Σάββα.
Ο ρωσοτουρκικός πόλεμος (1768-1774) έφερε αναστάτωση στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, αλλά μετά τη Συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774), όταν ξανάγιναν ηγεμόνες ο Γρηγόριος Γκίκας και ο Αλέξανδρος Υψηλάντης (παππούς του ήρωα της Ελληνικής Επανάστασης), άρχισε μια νέα περίοδος γοργής πνευματικής και γενικά πολιτιστικής ανόδου. Τα ελληνικά σχολεία πολλαπλασιάστηκαν, ενώ συχνά χορηγούνταν σημαντικά ποσά για την ενίσχυση ελληνικών σχολείων, που βρίσκονταν έξω από τις ηγεμονίες, ιδίως στον ελληνικό χώρο.
Από τους πιο αξιόλογους ηγεμόνες στις παραδουνάβιες ηγεμονίες ήταν ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, ο αποκαλούμενος «φιλόσοφος» ηγεμόνας και «ευεργέτης» των ρουμανικών χωρών. Το χρυσόβουλλο του τού Ιανουαρίου 1776 απέβλεπε στην ανακαίνιση της σχολής του Βουκουρεστίου και στην ίδρυση άλλων κατώτερων σχολών στην Κραϊόβα και στο Βουζαίο, όπου δίδαξαν ως επί το πλείστον Έλληνες δάσκαλοι. Η σχολή του Βουκουρεστίου στεγαζόταν σε ένα μεγαλόπρεπο και ευρύχωρο κτίριο, που χτίστηκε μέσα στη μονή του Αγίου Σάββα και το οποίο, εκτός από τις πολλές και μεγάλες αίθουσες είχε υπνοδωμάτια για τους καθηγητές και τους πολλούς μαθητές, αρτοποιείο, μαγειρείο και τραπεζαρία.
Αξίζει, ακόμη, να αναφερθεί ο Ιωάννης Καρατζάς, ο οποίος αναδιοργάνωσε τα ρουμάνικα σχολεία και ίδρυσε νέα. Τελευταίος ηγεμόνας της Μολδαβίας έγινε το 1819 ο Μιχαήλ Σούτσος. Υπήρξε ένας από τους φιλογενέστερους άνδρες της Ελλάδας. Υποστήριξε επανειλημμένα το οικουμενικό πατριαρχείο, μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και την ενίσχυσε οικονομικά.
Με πληροφορίες από: https://www.ekdotikeathenon.gr/istopia-toy-ellhnikoy-ethnoys-p16.html
[…] έλαβε χώρα η έσχατη αντίσταση της Επανάστασης στις παραδουνάβιες ηγεμονίες. Από τα τέλη Ιουλίου του 1821, όταν είχε παύσει κάθε […]
[…] Στις παραδουνάβιες ηγεμονίες οι μάχες συνεχίστηκαν ως το καλοκαίρι 1821. Η καθοριστική μάχη στις εκεί περιοχές ήταν η μάχη του Δραγατσανίου, η οποία κατέληξε σε οικτρή ήττα των Ελλήνων και επέφερε την διάλυση του Ιερού Λόχου. […]
[…] συντάγματος έμεινα οριστικά σε μερικές πόλεις των παραδουνάβιων ηγεμονιών, όπου κυρίως είχαν δράσει. Αυτοί και άλλοι Έλληνες, οι […]
[…] στις 5 Μαρτίου 1821, όταν είχε ξεσπάσει η επανάσταση στις παραδουνάβιες ηγεμονίες. Οι ναύτες αυτοί τελικά δεν έφυγαν από το νησί, οι […]
[…] Παραδουνάβιες ηγεμονίες θεωρούνταν από τους Έλληνες κατά την τουρκοκρατία σαν […]