Η βασική αρχή στην οποία στηρίζονταν τα ελληνικά ημερολόγια είναι ότι οι μήνες έπρεπε να να παρακολουθούν τις φάσεις της Σελήνης (29 ημέρες, 12 ώρες, 11 λεπτά και 2 δευτερόλεπτα) και το έτος την κίνηση του Ηλίου (365 μέρες, 5 ώρες, 48 λεπτά και 45 δευτερόλεπτα). Αποτέλεσμα της αρχής αυτής ήταν το σεληνιακό ημερολογιακό έτος να υστερεί σε 11,25 ημέρες περίπου.

Τούτο είχε συνέπεια η ημερολογιακή νέα Σελήνη να διαφέρει μερικές φορές ακόμη και αρκετές μέρες από την αληθινή νέα Σελήνη. Σε μερικές πόλεις η απόκλιση ήταν τόσο μεγάλη που μερικές πόλεις αναγκάζονταν να χρονολογούν δημόσια έγγραφα και με τις δύο ημερομηνίες. Προκειμένου να εναρμονίσουν τα δύο έτη, οι υπεύθυνοι για την σύνταξη του ημερολογίου άρχοντες προσέθεταν ή αφαιρούσαν ημέρες ή προσέθεταν εμβόλιμους μήνες περιοδικά, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις μετακινούσαν ή ανέβαλλαν ορισμένες εορτές, ώστε να μην αλλάζει η παραδοσιακή ημερομηνία τους.
Για τους υπολογισμούς αυτούς συμβουλεύονταν διάφορες προτάσεις αστρονόμων με τις οποίες επιδιώκονταν να εξισωθούν οι ημέρες του τροπικού με του σεληνιακού έτους μέσα σε μία συγκεκριμένη περίοδο ετών. Η πρώτη από τις προτάσεις αυτές ήταν του Κλεόστρατου του Τενέδιου (6ος π.Χ. αιώνας). Διόρθωνε το σφάλμα σε ένα κύκλο οκτώ ετών, που περιελάμβανε 2.922 ημέρες ή 99 μήνες (τρεις από τους οποίους ήταν εμβόλιμοι στα 3ο, 5ο και 8ο έτη του κύκλου). Η διαπίστωση ότι και η οκταετηρίδα υπολειπόταν σε σχέση με τη Σελήνη κατά 1 και 1/2 ημέρες (οι 99 σεληνιακοί μήνες ισοδυναμούσαν με 2.923 και 1/2 ημέρες), οδήγησε τον περίφημο αστρονόμο Μέτωνα να εισηγηθεί το 432π.Χ. τον κύκλο των 19 ετών, που αποτελούνταν από 6.940 ημέρες ή 235 μήνες (συμπεριλαμβανομένων επτά εμβόλιμων μηνών).
Τα ελληνικά ημερολόγια, παρά το γεγονός ότι περιελάμβαναν όλα 17 μήνες, διέφεραν μεταξύ τους ως προς τις ονομασίες, τη διαδοχή και τη διάρκεια τους και παρά τις αντιστοιχίες τους δύσκολα συγχρονίζονταν μεταξύ τους. Από το μεγάλο αριθμό ημερολογίων που γνωρίζουμε ιδιαίτερο ενδιαφέρον παροουσιάζουν δύο, το αττικό και το μακεδονικό.
Το αττικό ημερολογιο περιλαμβάνει 12 μήνες (Εκατομβιών, που άρχιζε μετά την πρώτη νουμηνία της Σελήνης μετά το θερινό ηλιοστάσιο στις 24 Ιουνίου, Μεταγειτνιών, Βοηδρομιών, Πυνανεψιών, Μαιμακτηριών, Ποσειδεών, Γαμηλιών, Ανθεστηριών, Ελαφηβολιών, Μουνυχιών, Θαργηλιών και Σκιροφοριών) των 30 και 29 ημερών, στους οποίους προστίθετο μετά τον Ποσειδεώνα ένας εμβόλιμος μήνας (άγνωστο κάθε πότε).
Οι ημέρες διακρίνονταν σε τρεις ομάδες (οι Αθηναίοι και οι Έλληνες γενικότερα δεν γνώριζαν την εβδομάδα). Η ονομασία των ημερών του πρώτου τμήματος γινόταν με βάση την ανατολή της Σελήνης (π.χ. η 3η μέρα ονομαζόταν τρίτη ισταμένου), του δεύτερου τμήματος με τακτικά αριθμητικά συν το δέκα (π.χ. η 15η μέρα ονομαζόταν πέμπτη επί δέκα) και του τρίτου με βάση τη δύση της Σελήνης (π.χ. η 21η μέρα ονομαζόταν δεκάτη φθίνοντος ή δεκάτη μετ’ εικάδος).
Επειδή το σεληνιακό έτος, ήταν ασταθές ως προς τη διάρκεια του, οι Αθηναίοι χρησιμοποιούσαν για καθαρά πολιτικούς σκοπούς το πρυτανικό έτος. Το έτος διαιρούνταν δηλαδή σε δέκα περιόδους, όσες και οι φυλές της πόλης, που έπαιρναν το όνομα τους από την πρυτανεύουσα φυλή που ασκούσε την προεδρία της βουλής (οι πρώτες τέσσερις φυλές πρυτάνευαν επί 36 ημέρες και οι υπόλοιπες έξι επί 35, ενώ όταν το έτος είχε εμβόλιμο μήνα, 39 και 38 ημέρες αντίστοιχα).
Εκτός από το σεληνιακό και το πρυτανικό έτος οι πολίτες χρησιμοποιούσαν και τον εποχικό τρόπο υπολογισμού του χρόνου με τη βοήθεια παραπήγματος, μιας διάταξης δηλαδή με κινητά μέρη, που τους επέτρεπε να προσδιορίσουν κατά προσέγγιση την αντιστοιχία ανάμεσα λ.χ. στις φάσεις της Σελήνης και την ημερομηνία του έτους του επώνυμου άρχοντα.
Το μακεδονικό ημερολόγιο αποτελούνταν από 12 μήνες των 30 και 29 ημερών, με την προσθήκη ενός εμβόλιμου κάθε δύο χρόνια (πρόκειται για τους Λίο, που έπεφτε αρχές του φθινοπώρου, Απελλαίο, Αυδυναίο, Περίτιο, Δύστρο, Ξανθικό, Αρτεμίσιο, Δαίσιο, Πάνημο, Λώο, Γοργοπαίο και Υπερβερεταίο οι ημέρες είχαν απλά την ονομασία των τακτικών αριθμητικών). Το ιδιαίτερο ενδιαφέρον του έγκειται στο ότι ήταν το πιο διαδεδομένο ελληνικό ημερολόγιο, αφού χάρη στις κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου χρησιμοποιήθηκε στις πόλεις του βασιλείου των Σελευκιδών και στην Πτολεμαϊκή Αίγυπτο.
Για τον προσδιορισμό των ετών οι ελληνικές πόλεις χρησιμοποιούσαν το χρονολογικό σύστημα του επώνυμου άρχοντα: πρόκειται για έναν αιρετό αξιωματούχο που διέφερε από πόλη σε πόλη με ενιαύσια θητεία. Το όνομα του χρησιμοποιούνταν για τη χρονολόγηση όλων των επίσημων εγγράφων της πόλης κατά τη διάρκεια του έτους. Οι πόλεις τηρούσαν αρχεία των επώνυμων αρχόντων τους, τα οποία μάλιστα δημοσιοποιούσαν σε επιγραφές.
Κατά την ελληνιστική εποχή εμφανίζονταν νέα χρονολογικά συστήματα. Έτσι οι ελληνικές πόλεις των ελληνιστικών βασιλείων παράλληλα με τους επώνυμου άρχοντες χρονολογούσαν τα διάφορα έγγραφα τους με το έτος της βασιλείας του ηγεμονεύοντος μονάρχη, όπως δηλαδή συμβαίνει με τα δημόσια έγγραφα που εξέδιδαν οι γραμματείες των μοναρχών αυτών. Ιδιαιτερότητα συνιστά η περίπτωση του βασιλείου των Σελευκιδών, όπου υιοθετήθηκε από όλες τις πόλεις της επικράτειας μια συνεχής χρονολογική περίοδος με αφετηρία το 312/1 π.Χ., το έτος δηλαδή που ο Σέλευκος Α’, ιδρυτής της ομώνυμης δυναστείας, κατέλαβε τη Βαβυλώνα και αναγορεύτηκε σατράπης.
Επειδή τα ημερολόγια και τα χρονολογικά συστήματα των Ελλήνων δεν συμφωνούσαν, ιστορικοί και επιστήμονες της ελληνιστικής εποχής εισήγαγαν ένα νέο σύστημα αρίθμησης κοινά αποδεκτό από όλο τον ελληνικό κόσμο: τις Ολυμπιάδες. Η αρίθμηση αυτή εισήχθη από τον Τιμαίο τον Ταυρομενίτη (4ος/3ος π.Χ. αιώνας) ή τον Ερατοσθένη (3ος π.Χ. αιώνας). Για τον σκοπό αυτό συντάχθηκαν κατάλογοι ολυμπιονικών (τον πρώτο τον εξέδωσε ο σοφιστής Ιππίας), που ενημερώνονταν και επανεκδίδονταν πολλές φορές.