Ελλάς είναι τοπωνύμιο του ελληνικού χώρου, που, ωστόσο, μόνο στα μεταγενέστερα χρόνια συναντιέται με αυτήν την έννοια. Αρχικά ήταν πόλη της Φθιώτιδας στη Θεσσαλία, που ίδρυσε ο Έλληνας, ο γιος του Δευκαλίωνα. όμως, μας είναι άγνωστη η ακριβής τοποθεσία της πόλης.

Ο Όμηρος αναφέρει ότι η πόλη Ελλάς ανήκει, μαζί με τη Φθία, στην επικράτεια του Αχιλλέα και ήταν έδρα της εξουσίας των Αιακιδών βασιλιάδων. Παράλληλα με το ίδιο όνομα αναφερόταν και η γύρω από την πόλη αυτή περιοχή, ανάμεσα στους ποταμούς Ασωπό και Επινέα, που μαζί με τη Φθία αποτελούσε κράτος του Πηλέα, του πατέρα του Αχιλλέα και των Μυρμιδόνων.
Αργότερα, ονομάστηκε έτσι ολόκληρη η περιοχή, εκτός από την Πελοπόννησο, και ως τη Μακεδονία. Ενώ Μεγάλη Ελλάς ονομαζόταν όλο το μεσημβρινό τμήμα της Ιταλίας και ολόκληρη η Σικελία, όπου βρίσκονταν από τα προϊστορικά χρόνια, ελληνικές αποικίες και πόλεις-κράτη.
Για την ετυμολογία της λέξης «Ελλάς» υπάρχουν διάφορες εκδοχές. Γλωσσολόγοι αναφέρουν ότι έχει σχέση με τα ονόματα «σέλας», «σελήνη» ή «ελάνη», που σημαίνουν «λαμπάδα», ενώ άλλοι υποστηρίζουν ότι το όνομα «Ελλάς» συγγενεύει με τις λέξεις «ψελλίζω», «σελλίζω», «ελλός», «έλλοψ», και προς τα τοπωνυμικά «Σελλούς» ή «Ελλούς» της Δωδώνης. Ο Ησύχιος υποστηρίζει ότι, ίσως, η ονομασία συγγενεύει με την «Ελλοπία», που απαντά ως τοπωνύμιο πολλών ελληνικών περιοχών, και, ίσως, να παράγεται από την λέξη της λακωνικής διαλέκτου «έλλα», που σημαίνει «έδρα», «πρωτεύουσα».
Ωστόσο, νεότεροι, υποστηρίζουν ως απίθανο να υπήρξε μεμονωμένη πόλη με το όνομα «Ελλάς» και ο Όμηρος με την ονομασία αυτή εννοούσε ολόκληρη τη Στερεά Ελλάδα, από την Πελοπόννησο και πάνω, κατά τον ίδιο τρόπου που χρησιμοποιεί την ονομασία «Άργος» και εννοεί ολόκληρη την Πελοπόννησο. Είναι, ακόμη, χαρακτηριστικό ότι ο Όμηρος δεν χρησιμοποιεί τον όρο «Έλληνες», για να χαρακτηρίσει τους λαούς του ελλαδικού χώρου, αλλά τις ονομασίες: «Δαναοί», «Αργείοι» ή «Αχαιοί». Η λέξη «Έλληνας» μόνο μία φορά απαντάται στα ομηρικά έπη και ακριβώς για να χαρακτηρίσει τους κατοίκους του κράτους του Πηλέα, στη θεσσαλική Ελλάδα. Μια φορά επίσης, απαντάται και ο όρος «Πανέλληνες» στα ομηρικά έπη, που όμως χαρακτηρίζει το σύνολο των κατοίκων του θεσσαλικού λαού υπό τον Αχιλλέα.
Ο όρος «Πανέλληνες», όπως τον ξέρουμε σήμερα, με την έννοια του ελληνικού έθνους, απαντάται τον 7ο αιώνα π.Χ. στον Ησίοδο και τον Αρχίλοχο. Στις αρχές του 6ου αιώνα π.Χ. χρησιμοποιούσαν όλοι οι συγγαρφείς τον όρο »Έλληνες», για να δηλώσουν τους κατοίκους όλης της Ελλάδας, με τα σημερινά γεωγραφικά όρια.
Ο Αριστοτέλης είναι ο πρώτος που αναφέρεται σε μια «Αρχαία Ελλάδα» για την εποχή του και την τοποθετεί ακόμη ψηλότερα από όσο ο Όμηρος, πιο πάνω από τη Θεσσαλία, την Ήπειρο και, μάλιστα, γύρω από τη Δωδώνη. Η «Αρχαία Ελλάδα» κατά τον Αριστοτέλη ήταν η «περί την Δωδώνην και τον Αχελώον» περιοχή, όπου κατοικούσαν οι «Σελλοί, ενταύθα και οι καλούμενοι τότε μεν Γραικοί και νυν δ’ Έλληνες». Ωστόσο, η άποψη αυτή του Αριστοτέλη ξεκινά έναν μύθο που έπλασαν τον 4ο αιώνα π.Χ. οι Μολοσσοί της Ηπείρου για να καταστήσουν πιο έγκυρη την ελληνική καταγωγή τους.
Ο μύθος έλεγε ότι ο Δευκαλίων, ο πατέρας όλων των ανθρώπων του ελλαδικού χώρου, ίδρυσε το μαντείο της Δωδώνης. Ο Αριστοτέλης, λοιπόν, υιοθετεί αυτόν τον μύθο ως αληθινό και, πολύ περισσότερο, μάλιστα όταν διαπιστώνει ότι ο Όμηρος λέει ότι στην Δωδώνη κατοικούσαν οι «Σελλοί», ονομασία που μπορεί να θεωρηθεί σαν συγγενική με την ονομασία «Έλληνες».