Με τις δύο καθόδους του στη Νότια Ελλάδα ο Αλέξανδρος εξάλειψε τα προβλήματα που δημιουργήθηκαν από τις αντιδράσεις των αντιφρονούντων. Ήταν λοιπόν το πεδίο τώρα πια ελεύθερο για να οργανώσει την εκστρατεία στην Ασία. Το φθινόπωρο του 355π.Χ. άρχισε έντονες προετοιμασίες. Στην εκστρατεία αυτή θέλησε να δώσει πανελλήνιο χαρακτήρα: θα ήταν αντεκδίκηση για όσα έκαναμ οι Πέρσες στην Ελλάδα τον περασμένο αιώνα. Επιπλέον οι Πέρσες είχαν εισβάλει επί Αρταξέρξη Γ’ στη Θράκη και υποστήριζαν τους Περίνθιους κατά τη διάρκεια της πολιορκίας την πόλης από το Φίλιππο Β’. Εξάλλου οι Πέρσες είχαν θεωρηθεί υποκινητές της δολοφονίας του πατέρα του, Φιλίππου Β.
Πέρα όμως από τον εκδικητικό χαρακτήρα της εκστρατείας στον οποίο έδωσαν κυρίως έμφαση οι διακηρύξεις του συνεδρίου της Κορίνθου, αξιόλογη ασφαλώς απήχηση βρήκε στο Κοινό των Ελλήνων και η προοπτική της απελευθέρωσης των υπόδουλων ελληνικών πόλεων της Μικράς Ασίας.
Ο Φίλιππος Β’ είχε δημιουργήσει όλες τις προϋποθέσεις για την ανάληψη της εκστρατείας: έχοντας εδραιώσει τη μακεδονική αρχή στη Βόρεια Ελλάδα αναδιοργάνωσε τον μακεδονικό στρατό, αναγνωρίσθηκε ηγεμών των Ελλήνων και έγινε ο κήρυκας της πανελλήνιας ενότητας με στόχο την εκστρατεία εναντίον των βαρβάρων. Ο Αλέξανδρος ανατράφηκε για να ηγηθεί αυτόν τον αγώνα. Γνήσιο παιδί του φιλόδοξου πατέρα του ενστερνίστηκε αυτόν τον ρόλο με ενθουσιασμό γιατί ταίριαζε και στη δική του ιδιοσυγκρασία. Ο Αλέξανδρος πραγματοποίησε τη εκστρατεία στην Ασία «γιατί από τη στιγμή που έγινε βασιλιάς, δεν του πέρασε από το νου να μην την κάνει».
Η αντίδραση που εκδήλωσαν οι ελληνικές πόλεις, αμέσως μετά τον θάνατο του Φίλιππου, και η άρνησή τους να αναγνωρίσουν την ηγεμονία του Αλέξανδρου, αποτελούσαν την αδιάψευστη απόδειξη πως ο ελληνικός κόσμος δεν ήταν διατεθειμένος να δεχθεί το μακεδονικό προβάσιμα. Η πανελλήνια ενότητα ,που με την νίκη του στην Χαιρώνεια πέτυχε να επιβάλει ο Φίλιππος, δεν ήταν δυνατόν να διατηρηθεί παρά μόνο αν την κάλυπτε ένας στόχος πανελλήνιος: αυτόν εκπροσωπούσε η ιδέα της εκστρατείας εναντίον των βαρβάρων, η εκστρατεία στην Ασία.
Πριν την εκστρατεία
Το εκστρατευτικό σώμα των 10.000 ανδρών που είχε στείλει ο Φίλιππος Β’ στην Μικρά Ασία με αρχηγούς τον Παρμενίωνα και τον Άτταλο, είχε απελευθερώσει τις ελληνικές πόλεις από την Κύζικο ως τον Μαίανδρο, καταλαμβάνοντας και τα ενδιάμεσα βαρβαρικά εδάφη. Στην Έφεσο ο δήμος προσχώρησε στους Μακεδόνες. Η δράση, ωστόσο, του Ρόδιου Μέμνονα, εξαίρετου στρατηγού, που ήταν στην υπηρεσία του βασιλιά των Περσών ανάγκασε τους Μακεδόνες να υποχωρήσουν και να συμπτυχθούν.
Ο Μέμνων που είχε επιφορτισθεί με την προάσπιση των δυτικών παραλίων της Μικράς Ασίας, πέτυχε να ανακαταλάβει την Έφεσο και τη Μαγνησία και να περιορίσει τους Μακεδόνες προς βορρά του ποταμού Καΐκου. Λίγο αργότερα μετά την δολοφονία του Άτταλου, με 5.000 μισθοφόρους που έθεσε στην διάθεσή του ο Μέγας Βασιλιάς, ο Μέμνων προσπάθησε χωρίς επιτυχία να ανακτήσει και την Κύζικο.
Από την πλευρά των Μακεδόνων ο Παρμενίων κατάφερε να καταλάβει το Γρύνειο, κοντά στις εκβολές του ποταμού Καΐκου και πολιόρκησε την Πιτάνη. Νέα όμως επέμβαση του Μέμνονα ανάγκασε τους Μακεδόνες να λύσουν την πολιορκία. Έπειτα από αυτό ο Αλέξανδρος ανακάλεσε τον Παρμενίωνα στην Μακεδονία, για να τον ενημερώσει σχετικά με ό,τι συνέβαινε στη Μικρά Ασία.
Επικεφαλής του μακεδονικού σώματος έμεινε ο Κάλας, συγγενής του Αττάλου. Αντιμετωπίζοντας τις υπέρτερες περσικές δυνάμεις σε μάχη στην περιοχή της Τρωάδας, αναγκάστηκε να υποχωρήσει στο Ροίτειο. Έτσι, λίγο πριν την εκστρατεία στην Ασία του Αλέξανδρου, οι Πέρσες είχαν ανακτήσει τα περισσότερα από τα εδάφη που είχαν αρχικά καταλάβει οι Μακεδόνες. Οι τελευταίοι, ωσόσο, είχαν καταφέρει να διατηρήσουν τα δύο σημεία διαπεραιώσεως στην Ασία, το Ροίτειο και την Άβυδο.
Ο Δαρείος μαθαίνοντας την αναχώρηση του Παρμενίωνα από την Ασία πίστεψαν ότι οι Έλληνες εγκατέλειψαν την περιοχή, γι’ αυτό και άφησαν πολύτιμο χρόνο να διαρρεύσει, χωρίς να κάνουν την παραμικρή προετοιμασία για να αντικρούσουν ενδεχόμενη εκστρατεία των Μακεδόνων.
Οι πιστοί στρατηγοί του Φιλίππου, Αντίπατρος και Παρμενίων, γνωρίζοντας πόσο παράτολμος ήταν ο Αλέξανδρος, βρήκαν πως δεν ήταν σωστό να ξεκινήσει για μια τόσο μεγάλη εκστρατεία χωρίς να έχει πριν εξασφαλίσει τη διαδοχή του. Θα έπρεπε πρώτα να αποκτήσει διάδοχο. Εκείνος όμως απάντησε με αγανάκτηση στους στρατηγούς ότι είναι αισχρό «τον υπό της Ελλάδος ηγεμόνα καθιστάμενον του πολέμου και πατρικάς ανικήτους δυνάμεις παρειληφότα καθήσθαι γάμους επιτελούντα και τέκνων γεννήσεις αναμένοντα».
Ο Αλέξανδρος εκείνη τη στιγμή είχε με τον νου και την ψυχή προσκολληθεί στη ιδέα της εκστρατείας και αδημονούσε να ξεκινήσει. Ο Ελληνισμός της Μικράς Ασίας τον «παρωρμούσε και εξήπτε» να αρχίσει τον πόλεμο εναντίον των Περσών, γιατί η ζωή των Ελλήνων εκεί είχε γίνει ανυπόφορη υπό τον περσικό ζυγό.
Χαρακτηριστικό της παιδείας του Αλέξανδρου και του γεγονότος ότι δεν λογάριαζε ποτέ να κάνει περιορισμένης κλίμακας επιχειρήσεις είναι ότι την εκστρατεία συνόδευαν πολλοί σοφοί της εποχής. Ανάμεσα σε αυτούς ξεχώριζαν ο Ολύνθιος Καλλισθένης, ανιψιός του Αριστοτέλη, που ακολούθησε τον Αλέξανδρο για να γράψει την ιστορία της εκστρατείας και ο Αριστόβουλος Αριστοβούλου, γεωγράφος και αρχιτέκτων, που έγραψε επίσης την ιστορία της εκστρατείας. Μαζί πήγαν και άλλοι επιστήμονες της εποχής, για να μελετήσουν και να καταγράψουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με τα ζώα, τα φυτά κα τα φυσικά προϊόντα κάθε χώρας που θα περνούσαν.
Εκτός από αυτούς, πολλές άλλες εξέχουσες προσωπικότητες ακολούθησαν εξ αρχής ή πήγαν αργότερα να τον συναντήσουν, όπως ο φιλόσοφος της σχολής του Δημόκριτου Ανάξαρχος και ο μαθητής του Πύρρων, που ίδρυσε την σχολή των Σκεπτικών. Επίσης ο Ονησίκριτος, Κυνικός φιλόσοφος, ναυτικός και συγγραφέας, πολύ αργότερα προσκολλήθηκε στο εκστρατευτικό σώμα στη Βακτριανή. Το εκστρατευτικό σώμα συνόδευαν και πολλοί γεωγράφοι.
Ακόμη μαζί πήγαν και ποιητές ή καλλιτέχνες, γιατί ο Αλέξανδρος ενδιαφερόταν για την ψυχαγωγία του στρατού του και οργάνωνε αγώνες και θεατρικές παραστάσεις. Τέλος συνόδευε το εκστρατευτικό σώμα ένα εξαίρετο επιτελείο τεχνικών, αρχιτέκτονες και πολεοδόμοι, όπως ο Δεινοκράτης, και μηχανικοί ειδικοί σε θέματα πολεμικών επιχειρήσεων όπως ο Θεσσαλός Διάδης, ο εφευρέτης φορητών πολιορκητικών μηχανών.
Από την εποχή του Φιλίππου Β’ είχε καθιερωθεί οι νεαροί γόνοι των ευγενών μακεδονικών οικογενειών να εισάγονται από νωρίς (13-15 ετών περίπου) στη στρατιωτική υπηρεσία και στη διοίκηση. Αποτελούσαν το σώμα των «βασιλικών παίδων».Ο Αλέξανδρος τους πήρε μαζί του στην εκστρατεία όπου προσέφεραν διάφορες υπηρεσίες στον βασιλιά. Τον υπηρετούσαν κατά τα γεύματα, φρουρούσαν τη σκηνή του τη νύχτα, μετέφεραν τα όπλα του. Αυτών των «βασιλικών παίδων» η παιδεία είχε ανατεθεί στον φιλόσοφο Καλλισθένη.
Στη Μακεδονία ο Αλέξανδρος άφησε γύρω στις 12.000 πεζούς στρατιώτες και 1.500 ιππείς, υπό τις διαταγές του Αντίπατρου, που ως «στρατηγός της Ευρώπης» και αντιπρόσωπος του «ηγεμόνα» της Συμμαχίας της Κορίνθου ανέλαβε παράλληλα να επιβλέπει τις ελληνικές πόλεις.
Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους