Το μεγάλο γεγονός της εσωτερικής ζωής του Βυζαντίου κατά τη μέση βυζαντινή περίοδο υπήρξε η εικονομαχική κρίση ή εικονομαχία. Η συνύπαρξη χριστιανικών κοινοτήτων και αρχαίων θρησκειών και η διαμόρφωση χριστολογικής θεολογίας επέδρασαν στην ανάπτυξη εικονικών παραστάσεων συμφώνων με τις αφηγήσεις της Αγίας Γραφής, που είχαν προορισμό να διαφωτίσουν και να διδάξουν τον ανίδεο πιστό. Η προσκύνηση των αγίων, προπάντων των λειψάνων των μαρτύρων, και η πίστη ότι οι εικόνες που εμφανίζονται από τον 6ο αιώνα με το όνομα «αχειροποίητοι» είναι θαυματουργές, συνέβαλαν στην απονομή λατρείας σε αυτές.

Α΄φάση Εικονομαχίας (726-787)
Οι εικονόφιλοι θεολόγοι των πρώτων αιώνων όφειλαν να αποσείσουν την κατηγορία της προσέγγισης στην ειδωλολατρεία, αλλά παράλληλα φρόντιζαν να καταστήσουν φανερό τον εποικοδομητικό χαρακτήρα της εικόνας. Η παράσταση του Χριστού τον 7ο αιώνα προσαρτάται στη μοναρχική εικονογραφία, ώστε να αποδοθεί εικονογραφικά η σχέση ανάμεσα στον Θεό και στον ηγεμόνα, καθώς αυτή είχε αποκρυσταλλωθεί στην επίσημη τιτλοφορία: «εν Χριστώ βασιλεύς». Η εικόνα χρησιμοποιήθηκε επίσης και ως μέσο ομολογίας πίστεως της κρατικής αρχής και προκάλεσε την αντίστοιχη εικονογραφική απάντηση άλλης ομάδας αντίθετης δογματικής απόκλισης.
Η χριστιανική εικονογραφία διαδόθηκε και επιβλήθηκε νωρίς στην ελληνο-λατινική Δύση και στις μικρασιατικές παράλιες περιοχές με πληθυσμό από την αρχαία εποχή ελληνικό ή απόλυτα εξελληνισμένο. Τον 8ο αιώνα είχαν διαμορφωθεί και από την εικονόφιλη και από την εικονομαχική πλευρά οι βασικές αρχές της σχετικής με τις εικόνες θεολογίας με κέντρο τη χριστολογική διδασκαλία και αναφορά στην πλατωνική φιλοσοφία των ιδεών.
Είναι αλήθεια ότι με την πάροδο του χρόνου δεισιδαίμονες προλήψεις συνδέθηκαν με την προσκύνηση των εικόνων. Πιστοί των λαϊκότερων κυρίως στρωμάτων και μοναχοί αφελείς και απαίδευτοι απέδιδαν ολένα και μεγαλύτερη σημασία στην προστατευτική δύναμη όχι πια του εικονιζόμενου προσώπου, αλλά του ίδιου του αντικειμένου, της φορητής εικόνας τελώντας παράλογες πράξεις, που θύμιζαν ειδωλολατρεία.
Το 726 έγινε στην Κωνσταντινούπολη το πρώτο σοβαρό επεισόδιο, όταν «βασιλικοί άνθρωποι» εκτελώντας αυτοκρατορική εντολή επιχείρησαν να αφαιρέσουν από τη μεγάλη Χαλκή πύλη των ανακτόρων την εικόνα του Χριστού και προκάλεσαν την έκρηξη της λαϊκής οργής με συνέπεια τον θάνατο του επικεφαλής σπαθαροκανδιδάτου. Στη θέση του Χριστού χαράκτηκε έπειτα από αυτοκρατορική εντολή «ο τρισόλβιος τύπος του σταυρού».
Η αυτοκρατορική πρωτοβουλία προσέκρουσε στο κοινό αίσθημα, ιδίως του λαού της πρωτεύουσας και του πληθυσμού των ευρωπαϊκών επαρχιών. Οι εικονόφιλες διαθέσεις του μεγαλύτερου μέρους του κλήρου του οικουμενικού πατριαρχείου και η αντίδραση του πάπα της Ρώμης καθιστούσαν αδύνατη την σύγκληση οικουμενικής συνόδου και την επιβολή των εικονομαχικών απόψεων του αυτοκράτορα. Έτσι ο αυτοκράτορας συγκάλεσε «σιλλέντιον», στο οποίο κλήθηκαν αξιωματούχοι, αυλικοί, κληρικοί, οι οποίοι θα επιδοκίμαζαν τις απόψεις του αυτοκράτορα. Ο πατριάρχης Γερμανός αντιτάχθηκε με σθένος στο «σιλλέντιον» και αξίωσε με σθένος την σύγκληση οικουμενικής συνόδου. Την άρνηση του πατριάρχη ακολούθησε η παραίτηση του. Διάδοχος του χειροτονήθηκε ο Αναστάσιος. Ο Λέων Γ΄ ενισχυμένος από το σιλλέντιον καθιέρωσε τον διωγμό των εικόνων και εξέδωσε το 730 το πρώτο διάταγμα με το οποίο οριζόταν η καταστροφή των εικόνων και η δίωξη των εικονόφιλων.
Όπως και στην εποχή των χριστολογικών έριδων, έτσι και τώρα οι νέες ιδέες βρήκαν μεγαλύτερη απήχηχη στις ανατολικές επαρχίες. Η Ελλάδα και οι ιταλικές επαρχίες, περιοχές με διαφορετική πνευματική παράδοση, αντέδρασαν έντονα και εκδήλωσαν την αποδοκιμασία τους. Η ρωμαϊκή εκκλησία με μικρή σύνοδο καταδίκασε την εικονομαχική πολιτική της βυζαντινής κυβέρνησης. Ήταν η αναπόφευκτη έκρηξη εχθρότητας που είχε δημιουργηθεί ανάμεσα στην ατοκρατορία της Ανατολής και στην ανερχόμενη δύναμη της Εκκλησίας της Δύσης.
Τον Λέοντα Γ΄ διαδέχθηκε στον θρόνο ο Κωνσταντίνος Ε΄, ο οποίος άχισε να μεταβάλει πρώτα τη σύνθεση της ανώτερης εκκλησιαστικής διιοίκησης με τοποθέτηση προσώπων με εικονομαχικές αντιλήψεις σε μητροπόλεις και επισκοπές που παρέμειναν ακέφαλες ύστερα από τον θάνατο των ιεραρχών τους, κατήργησε επισκοπές και ίδρυσε νέες ή διαχώρισε ήδη υπάρχουσες, ώστε να παυθούν οι «ειδωλολάτρες» που υπηρετούσαν στις καταργούμενες επισκοπές και να δημιουργηθούν νέες θέσεις προοσρισένες για εικονομάχους αρχιερείς. Με αυτόν τον τρόπο ο Κωνσταντίνος απέβλεπε στην εξασφάλιση ομόφωνης ιεραρχίας έτσι, ώστε να είναι σε θέση να επιβάλει τις εικονομαχικές θέσεις στη μέλλουσα σύνοδο, την Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο.
Η σύνοδος δεν αποδέχθηκε τις ακραίες μονοφυσιτικές θέσεις του Κωνσταντίνου Ε΄, αλλά τελικά τάχθηκε εναντίον των εικόνων και της απονομής λατρείας σε αυτές με το σκεπτικό: είναι ανάξιο για τα ιερά πρόσωπα να απεικονίζεται η μορφή τους σε ευτελή ύλη, η μορφή του Χριστού δεν είναι δυνατόν να απεικονισθεί εφόσον οι δύο φύσεις του είναι αμέριστες και ασύγχυστες. Επειδή υπάρχει κίνδυνος να θεωρηθεί η προσκύνηση των εικόνων αναβίωση της ειδωλολατρείας, πρέπει να αποκλεισθεί.
Παρά την αυτοκρατορική κάλυψη η εικονοκλαστική πολιτική δεν βρήκε την αναμενόμενη απήχηση στα λαϊκά στρώματα, αντίθετα προς τον στρατό, που φέρεται ότι πρωτοστάτησε σε όλες τις εκδηλώσεις καταναγκασμού. Τη μεγαλύτερη αντίσταση προέβαλε ο μοναχικός κόσμος, που ήταν πιο φανατικός και αδιάλακτος στις πεποιθήσεις του και, ακόμη, ευκολότερα συσπειρωνόταν σε έναν αρχηγό, εξαιτίας του τρόπου διαβίωσης του σε οργανωμένες κοινοβιακές κοινότητες.
Οι μοναχοί, εξαιτίας της εικονόφιλης στάσης τους, υπέστησαν διωγμούς και εξευτελισμούς. Οι μοναχοί εγκαταλείποντας τα μοναστικά κέντρα, προπαντός της πρωτεύουσας, κατέφυγαν στην εικονόφιλη κεντρική και νότια Ιταλία και Σικελία, όπου μεταλαμπάδευσαν για ακόμη μία φορά τα ελληνικά γράμματα, ενίσχυσαν τον ελληνόφωνο πληθυσμό και δημιούργησαν νέες πνευματικές και καλλιτεχνικές εστίες.
Ο θάνατος του αυτοκράτορα Κωνστντίνου Ε΄ έφερε φραγμό στη δραστηριότητα της αδιάλλακτης εικονομαχικής ηγεσίας. Τα γεγονότα και οι ιδεολογικές ροπές, όπως αποκαλύπτονται από το υλίκό των πηγών, καθιστούν φανερό ότι η εικονομαχία συνιστά κίνημα πνευματικό και θρησκευτικό, αυτοδύναμο και άσχετο προς πολιτικές, οικονομικές, κοινωνικές επιλογές και τάσεις. Τον αποκλειστικό θρησκευτικό χαρατήρα της κίνησης εκφράζει και η ανάπτυξη ποικίλων ιδεολογικών ροπών από τις πλέος αδιάλλακτες, όπως ήταν η καταστροφή των εικόνων και η απόρριψη της λατρείας της Θεοτόκου κα των αγίων, ως τις πλέον επιεικείς, που κιμαίνονται ανάμεσα στην προσκύνηση της εικόνας και στην απονομή τιμής προς το εικονιζόμενο πρόσωπο.
Β΄φάση της Εικονομαχίας
Η Εικονομαχία αναζωπυρώνεται τον 9ο αιώνα από τον Λέοντα Ε΄για πολιτικούς λόγους. Ο Λέων Ε΄απέφυγε να ανατρέψει τις αποφάσεις της Ζ΄Οικουμενικής Συνόδου. Η υιοθέτηση εικονομαχικής πολιτικής από τον Λέοντα Ε΄ υπαγορεύτηκε από την πεποίθηση ή την ελπίδα ότι έτσι θα αποκτούσε το πολιτικό έρεισμα, που καθώς ήταν φανερό του έλειπε. Από τότε που ο κύριος ρυθμιστής της πολιτικής κατάστασης του Βυζαντίου ήταν ο στρατός, ο Λέων Ε΄γνώριζε ότι μόνο με τη βοήθεια του στρατού θα μπορούσε να διατηρηθεί στην εξουσία.
Όλες οι πληροφορίες συγκλίνουν στην πενιχρότητα του ιδεολογικού υπόβαθρου της β΄φάσης της εικονομαχίας και της συνόδου που συγκλήθηκε το 815 στην Αγία Σοφία. Δεν παρουσιάστηκαν νέοι θωρητικοί της Εικονομαχίας, ούτε αναφέρονται θεολογικές συζητήσεις όπως συνέβη στην πρώτη εικονομαχική σύνοδο. Ο Λέων Ε΄ανέθεσε σε ολιγομελή επιτροπή να αναδιφήσει τα εικονοκλαστικά κείμενα και να καταρτίσει σχετικό απάνθισμα. Οι εργασίες της συνόοδυ τεελείωσαν σε τρεις συνεδρίες. Οι αποφάσεις της συνόδου του 815 ακολουθούν τις δογματικές αρχές της συνόδου του 754, αλλά με λιγότερο οξεία διατύπωση και μοναδική ουσιαστική υποχώρηση την απάλειψη του χαρακτηρισμού των εικόνων ως ειδώλων.
Πρακτικό αποτέλεσμα της συνόδου αυτής υπήρξε η ανάκληση από την εξορία των εικονόφιλων επισκόπων και μοναχών, ανάμεσα στους οποίους εξέχουσαν θέση είχαν ο πατριάρχης Νικηφόρος και ο Θεόδωρος Στουδίτης. Η θρησκευτική γαλήνη επανερχόταν παρά την απογοήτευση των εικονόφιλων.
Ο διάδοχος του Λέοντα Ε΄ Θεόφιλος ακολολυθησε εκαι αυτός εικονομαχική πολιτική, ενώ ήταν φανερό ότι η εικονομαχία δεν ανταποκρινόταν πια σε ανησυχίες πνευματικές ή θρησκευτικές ή άλλα κοινωνική σκοπιμότητα. Συντηρούνταν από τη θέληση του αυτοκράτορα και τη μισαλλοδοξία ορισμένων μοναχικών κύκλων. Ο Θεόφιλος είχε ζωηρά επηρεαστεί από την διδασκαλία του Ιωάννη Γραμματικού, ευγενή Κωνσταντινουπολίτη, κορυφαίο εικονομάχο, πατριάρχη από το 837ως το 843.
Η εκτόνωση των εικονομαχικών διαθέσεων εξηγεί και την γρήγορη και απρόσκοπτη αποκατάσταση της εικονόφιλης γραμμής ένα χρόνο μετά τον θάνατο του Θεόφιλου, χωρίς να μεσολαβήσει σοβαρή προετοιμασία και να συγκληθεί οικουμενική σύνοδος, όπως συνέβη το 787 στην πρώτη φάση της Εικονομαχίας. Η Θεοδώρα συναυτοκράτειρα μαζί με τον ανήλικο γιο της Μιχαήλ Γ΄, μόλις ανέλαβε την εξουσία έθεσε πρωταρχικό μέλημα της πολιτικής της τη λύση του εικονομαχικού προβλήματος. Η Θεοδώρα τάχθηκε υπέρ της επαναφοράς των εικόνων. Με την απαλλαγή του πατριάρχη Ιωάννη Γραμματικού από τα καθήκοντά του, με τη σύγκληση τοπικής συνόδου και την ανάδειξη του πατριάρχη του ευσεβούς Μεθοδίου, παλαιού εικονόφιλου μοναχού, ο οποίος πριν από χρόνια κινούνταν στον κατωιταλικό χώρο, το πολυθρύλητο εικονομαχικό κίνημα έλαβε γρήγορα λύση.
Ο πανηγυρικός εορτασμός της αναστήλωσης των εικόνων που τελείται και σήμερα την Α΄ Κυριακή των Νηστειών (Κυριακή της Ορθοδοξίας), ακολουθώντας το παλαιό τυπικό, με την αναγγελία των καθιερωμένων ευφημιών των αναστηλωτών αυτοκρατόρων, τον αναθεματισμό των εικονομάχων ηγεμόνων και την καταδίκη των προηγούμενων αιρετικών διδασκαλιών, επισημοποιεί τον θρίαμβο της Εκκλησίας.
Με την Κυριακή της Ορθοδοξίας τερματίζονται οι ταραχώδεις μακροί δογματικοί αγώνες και με την ήττα των εικονομάχων η Εκκλησία απέφυγε οριστικά την απεριόριστη υποταγή της στην κρατική εξουσία. Δεν κέρδισε βέβαια ούτε την απεριόριστη ανεξαρτησία της απέναντι στην Πολιτεία, καθώς διακήρυτταν και διεκδικούσαν οι κατά καιρούς «Ζηλωταί». Αλλά η ορθή εκτίμηση πολιτικών αναγκών, δυνατοτήτων και στόχων και από τις δύο πλευρές θέρμανε τη διάθεση για συνεργασία και ευόδωσε στους αιώνες που ακολούθησαν πραγμάτωση των μεγάλων ιδανικών.
Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους