Από την αρχή της Επανάστασης οι προσπάθειες των προσωρινών Διοικήσεων να κτηματογραφήσουν την εθνική γη έμειναν χωρίς αποτέλεσμα. Μόνο κατά την καποδιστριακή περίοδο έγινε κάποια σοβαρότερη προσπάθεια, χωρίς όμως να πετύχει ολοκληρωτικά το στόχο της. Από τα πενιχρά στοιχεία που έχουμε στη διάθεση μας υπολογίζουμε ότι η έκταση της γης που περιήλθε στους Έλληνες με την έννοια των εθνικών κτημάτων κυμαίνεται μεταξύ των 6.000.000 με 10.000.000 στρεμμάτων. Πάντως αν η γη δεν κάλυπτε τα ¾ της χώρας, όπως φαίνεται πιθανότερο, ήταν κάτι πολύ περισσότερο από το μισό της υπολογιζομένης έκτασης.
Αποτέλεσμα της αδυναμίας ελέγχου της έκτασης των εθνικών κτημάτων ήταν η πτώση της αξίας τους, που επηρεαζόταν δυσμενώς και από την πλημμελή διαχείριση, την ισχνότατη αγοραστική δυνατότητα του πληθυσμού, την συνεχή κάμψη της τιμής του γροσίου και την έλλειψη της εθνικής νομισματικής βάσης.
Οι αδυναμίες αυτές δημιουργούσαν προϋποθέσεις ανεξέλεγκτης ουσιαστικά διαχείρισης και συνεπώς χαριστικής τακτικής ή και σφετερισμού. Πρέπει όμως να ομολογηθεί ότι κάθε κρατική υπόσταση που βρίσκεται σε ανάλογο ένοπλο αγώνα, που δεν έχει ελεγκτική δυνατότητα και που στερείται από άλλες πηγές εσόδων, δεν είναι δυνατό παρά να ακολουθεί δημοσιονομική πολιτική εθελότυφλη και συμβατική.
Το αίτημα της διανομής της «εθνικής γης» στις ασθενέστερες τάξεις ήταν μέσα στις καρδιές των επαναστατημένων μια έντονη προσδοκία, που την τροφοδοτούσαν οι συνταγματικές επαγγελίες και τα ψηφίσματα των Συνελεύσεων. Όλα όμως έμειναν στο χαρτί. Η άρχουσα τάξη ήταν φυσικό να θεωρεί ότι η «εθνική γη» ανήκε στη διοίκηση, στο δημόσιο, εφόσον η Διοίκηση κατά το μέγιστο μέρος ήταν κάτω από τον έλεγχο της.
Από την άλλη όμως πλευρά η επαναστατική εξουσία είχε να αντιμετωπίσει μια άμεση πραγματικότητα. Οι επαγγελίες για διανομή προσέλκυαν στον ένοπλο αγώνα τις αγροτικές μάζες, που ταυτόχρονα ταύτιζαν στη συνείδηση τους τον απελευθερωτικό στόχο με τη ριζική βελτίωση των όρων της ζωής τους. Οι μάζες αυτές, που τροφοδοτούσαν κατά κύριο λόγο τις χερσαίες δυνάμεις, ήταν σε μεγάλο ποσοστό ακτήμονες. Η προσωρινή Διοίκηση δεν μπορούσε να παραβλέψει τον παράγοντα αυτό. Οι εθνικές συνελεύσεις, αντιγράφοντας τους νομικούς τύπους των δυτικών Συνταγμάτων, δεν μπορούσαν παρά να συμφωνούν, θεωρητικά έστω, στο ότι η δικαίωση ενός λαού θα ήταν η κληροδότηση της γης των προγόνων του.
Η αλήθεια ήταν ότι η διανομή της «εθνικής γης» ήταν ανέφικτη, εξαιτίας της πραγματικότητας που είχε να αντιμετωπίσει η προσωρινή Διοίκηση. Πέρα από το γεγονός ότι τα «εθνικά κτήματα» ήταν το μοναδικό ουσιαστικά περιουσιακό στοιχείο της εξουσίας, η όλη διάρθρωση του υποτυπώδους κράτους, η εξοντωτική μορφή του πολέμου, η έλλειψη κτηματογραφικών κριτηρίων και κυρίως, η πιεστική παρουσία των ισχυρών του χρήματος και των όπλων, κάθε άλλο παρά ομαλοί όροι ήταν για να επιχειρηθεί μια διανομή έστω και εικονικά, δίκαιη. Εξάλλου η δημοσιονομική άποψη της ρευστοποίησης που επικράτησε ήταν φυσιολογική για τη διεξαγωγή ενός αγώνα που στο κάτω κάτω η επιτυχία του δεν ήταν εξασφαλισμένη.
Η ικανοποίηση του αιτήματος για διανομή της «εθνικής γης» απασχόλησε νομοθετικά από το δεύτερο έτος της Επανάστασης την προσωρινή Διοίκηση. Όλες όμως οι αποφάσεις πάνω στο θέμα έμειναν τελικά ανεκτέλεστες, λόγω των αρνητικών συνθηκών.
Τα ψηφίσματα των Εθνικών Συνελεύσεων κατά τη διάρκεια του Αγώνα ακολούθησαν την άποψη να μην εκποιηθεί η εθνική γη που περιήλθε στους Έλληνες, αλλά να υπόκειται σε υποθήκευση με την έννοια της εγγυητικής βάσης σε περίπτωση σύναψης εξωτερικών δανείων, οπότε οι Έλληνες αναλάμβαναν σαν έθνος την ευθύνη των αλληλέγγυων εγγυητών έναντι των δανειστών. Τη ρήτρα αυτή δεν την άφησαν αχρησιμοποίητη οι ξένοι.
Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών
[…] την αναγκαιότητα της δημοσιονομικής χρήσεως της «εθνικής γης» κατά την Επανάσταση αποτελούν τα δάνεια που συνήψε η […]