Εβραϊκό ημερολόγιο

Το εβραϊκό ημερολόγιο είναι πρωτίστως σεληνιακό. Κάθε μήνας αρχίζει με την καινούργια Σελήνη, όταν το πρώτο κομμάτι της γίνεται ορατό. Ο υπολογισμός γίνεται ως εξής: Ένας σεληνιακός μήνας διαρκεί 29 ημέρες, 12 ώρες και 14 λεπτά. Μπορεί να είναι μήνας 29 ή 30 ημερών (έξι μήνες 29 ημέρες και έξι μήνες 30 ημέρες ανά έτος). Το σεληνιακό έτος έχει 354 μέρες -είναι κατά 11 ημέρες μικρότερο από το ηλιακό που έχει 365 μέρες. Δηλαδή ένα δωδεκάμηνο σεληνιακό έτος έχει, σε σχέση με το ηλιακό, 11 μέρες λιγότερες, ετησίως, ενώ το σεληνιακό έτος δεκατριών μηνών έχει 19 ημέρες παραπάνω. Οι μήνες καθορίζονταν βάσει της συνόδου της Σελήνης, ενώ οι γεωργικές γιορτές βάσει των εποχών του χρόνου.

Εβραϊκό ημερολόγιο
Τμήμα ψηφιδωτού δαπέδου της αρχαίας συναγωγής του Μπετ-Άλφα στο Ισραήλ 520μ.Χ.
Ο ήλιος στη μέση, ο ζωδιακός κύκλος και οι τέσσερις εποχές

Έπρεπε λοιπόν να υπάρχει συμφωνία αλλιώς ο μήνας, π.χ. Νισάν, που συμβολίζει την άνοιξη, θα μετακινούνταν κάθε χρόνο 11 μέρες νωρίτερα ή 19 μέρες αργότερα και θα μετακόμιζε από το χειμώνα στο φθινόπωρο, στο καλοκαίρι και πάλι στην άνοιξη. Το ίδιο θα συνέβαινε και με τις γιορτές που συνδέονται με συγκεκριμένες εποχές του χρόνου. Για αντιστάθμισμα αυτής της ανωμαλίας, προσέθεταν κάθε δύο-τρία χρόνια ένα δέκατο τρίτο μήνα- τον Άνταρ β’. Τα έτη με δεκατρείς μήνες λέγονταν δίσεκτα.

Ένα συνηθισμένο έτος έχει 353, 354, ή 355 μέρες. Το δίσεκτο έτος έχει 383, 384 ή 385 μέρες, Τα έτη αποκαλούνται, ανάλογα με τη διάρκεια τους, «ελλιπή», «συνηθισμένα» και «πλήρη» αντιστοίχως. Οι εβραίοι έμαθαν να υπολογίζουν τα δίσεκτα έτη από τους Βαβυλώνιους. Μέχρι την καταστροφή του Πρώτου Ναού και την πρώτη διασπορά στη Βαβυλωνία (587π..Χ) η εναρμόνιση μεταξύ σεληνιακού και ηλιακού έτους γινόταν βάσει καιρικών συνθηκών ή της σοδειάς. Από την εποχή του Δεύτερου Ναού (515π.Χ.), το έτος καθόριζε το Σανεντρίν (Ιερατείο) στην Ιερουσαλήμ, που υπολόγιζε, κάθε φορά, τη διάρκεια των μηνών και τις γιορτές που θα έπεφταν στον Αντάρ β’ και τις δημοσιοποιούσε με φρυκτωρίες και κήρυκες. Μετά την καταστροφή της εβραϊκής κοινότητας και την κατάργηση του Σανεντρίν, αποφάσισαν τον 4ο μ.Χ. αιώνα, να κοινοποιήσουν το «μυστικό των δίσεκτων ετών», δηλαδή να συγκροτήσουν ένα ημερολόγιο που να απαλλάσσει τους Εβραίους στις μεμονωμένες κοινότητες από τις οδηγίες του Σανεντρίν.

Το εβραϊκό ημερολόγιο οριστικοποιήθηκε στη σημερινή του μορφή, βάσει μαθηματικών και αστρονομικών τύπων από τον ραβίνο Ιλέλ Β’, το 359μ.Χ. Βασίζεται σε 12 σεληνιακούς μήνες από τους οποίους άλλοι είναι «πλήρεις» (30 ημερών) και άλλοι «ελλιπείς» (29 ημερών). Ο υπολογισμός των δίσεκτων ετών γίνεται με βάσει τον κύκλο 19 ετών. Σε κάθε τέτοιο κύκλο περιέχονται 7 δίσεκτα έτη κατά την ακόλουθη τάξη: 3, 6, 8, 11, 14, 17, 19. δηλαδή κάθε 19 χρόνια το εβραϊκό ημερολόγιο επανευθυγραμμίζεται με το ηλιακό. Και αρχίζει νέος κύκλος.

Για λόγους πρακτικούς, όπως ο υπολογισμός του Σαββάτου η μέρα αρχίζει με τη δύση του Ηλίου. Η ημερολογιακή ημέρα αρχίζει πάντα στις 6μ.μ., δηλαδή ένα τέταρτο της ημέρας μετά τη μέση μεσημβρία (στην Ιερουσαλήμ), ανεξάρτητα από τις εποχές του χρόνου.

Λόγω της σημασίας του Σαββάτου, η επταήμερη εβδομάδα χρησίμευε στην ιουδαϊκή λατρεία ως χρονική μονάδα. Η προέλευση των επτά ημερών της Βίβλου είναι άγνωστη. Οι 52 ημερολογιακές εβδομάδες πιθανόν να προτάθηκαν για πρώτη φορά στην περσική ή την πρώτη ελληνιστική εποχή.

Η εβραϊκή λέξη «Χόντες» (μήνας) σημαίνει «καινούργιο (φεγγάρι)» και παραπέμπει στη νέα Σελήνη με την οποία αρχίζει ο μήνας. Στη Βίβλο οι μήνες αναφέρονται επίσης ως πρώτος μήνας, δεύτερος μήνας κ.λ.π. ενώ σε ορισμένους δόθηκαν ονομασίες, όπως ο πρώτος μήνας της άνοιξης «Νισάν», που βγήκαν οι Εβραίοι από την Αίγυπτο.

Στα χρόνια της βαβυλωνιακής διασποράς άρχισαν να δίνουν στους μήνες ονόματα δανεισμένα από την ακκαδική, ασσυριακή και βαβυλωνιακή γλώσσα, που ισχύουν μέχρι σήμερα. Μερικά από αυτά αναφέρονται σε βιβλία μεταγενέστερα της Βίβλου, όπως το βιβλίο της Εσθήρ. Τότε μεταφέρθηκε η Πρωτοχρονιά, από την πρώτη του μηνός Νισάν στην πρώτη του μηνός Τισρί, κατά τον οποίο σύμφωνα με την παράδοση δημιουργήθηκε ο κόσμος.

Σε ένα κανονικό έτος οι μήνες των 30 και 29 ημερών εναλλάσσονται. Για ένα πλήρες έτος προστίθεται μία ημέρα στο Μαρχεσβάν, ενώ για ένα ελλιπές αφαιρείται μία μέρα από τον Κισλέβ. Τα έτη του εβραϊκού ημερολογίου μετρώνται:

  • Από την αρχή του κόσμου. Η δημιουργία του κόσμου υπολογίζεται 3.761 χρόνια π.Χ. Μπορούμε να βρούμε την εβραϊκή χρονολογία προσθέτοντας 3.761 χρόνια στη χριστιανική. Η μέτρηση αυτή δεν ίσχυε μέχρι τον 8ο μ.Χ. αιώνα, από τον 9ο αιώνα την βρίσκουμε χαραγμένη στους τάφους και από τον 12o αιώνα χρησιμοποιείται από όλους τους Εβραίους. Σύμφωνα με τη μέτρηση αυτή η δημιουργία του κόσμου τοποθετείται την 1η του μηνός Τισρί του έτους 3761π.Χ.
  • Από την έξοδο από την Αίγυπτο. Η συγκεκριμένη μέτρηση συνηθιζόταν στην εποχή της Βίβλου. Σύμφωνα με την μέτρηση αυτή, ο μήνας άρχιζε με το μήνα Νισάν.
  • Σύμφωνα με τη μέτρηση των Σταρότ. Σε χρήση από το 311π.Χ. Ονομάζεται και σελεύκεια μέτρηση, επειδή συμπίπτει με την άνοδο των Σελευκιδών στη Συρία. Τη χρησιμοποιούσαν στη εβραϊκή διασπορά, κυρίως σε επίσημα έγγραφα και αποδείξεις.
  • Από την καταστροφή του Δεύτερου Ναού. Αρχίζει την πρώτη του έτους που στο τέλος του καταστράφηκε ο Ναός του Σολομώντα. Η μέτρηση αυτή ήταν σε χρήση ως τις αρχές του 2ου αιώνα.

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *