Οι πληροφορίες για τη ζωή στα Δωδεκάνησα τον 13ο αιώνα, την εποχή δηλαδή μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους και πριν την κατάληψη της Ρόδου από τους Ιωαννίτες Ιππότες της Ιερουσαλήμ, το 1309, είναι ελάχιστες. Τη μισοανεξάρτητη διοίκηση των Γαβαλάδων ακολουθεί περίοδος που Βυζαντινοί διοικητές εναλλάσσονται με Γενουάτες ναυάρχους και οι δεσμοί με το Βυζαντινό κράτος είναι πολύ χαλαροί. Το 1306, ο Γενουάτης τιμαριούχος της Ρόδου Βινιόλο ντε Βινιόλι συμφώνησε με τους Ιωαννίτες να καταλάβουν μαζί τη Ρόδο και τα γύρω νησιά, πράγμα που πραγματοποίησαν μεταξύ των ετών 1306-1309.
Η Ρόδος και γενικότερα τα Δωδεκάνησα, μετά την κατάληψη τους από τους Ιωαννίτες Ιππότες αποκτούν μια νέα θέση από στρατηγική και οικονομική άποψη. Η Ρόδος, από περιθωριακό νησί της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, μεταβάλλεται σε προφυλακή της Δύσης και σημαντικό λιμάνι για το εμπόριο μεταξύ Ευρώπης και Ανατολής.
Από τις πρώτες δεκαετίες της ιπποκρατίας εγκαταστάθηκαν στη Ρόδο μεγάλοι εμπορικοί οίκοι της Ευρώπης, όπως οι Peruzzi, Bardi, Altaviti, Capponi, Federighi, Guaratesi και Acciaiuoli. Τα καράβια με τα οποία γινόταν το εμπόριο με τη Συρία, Αίγυπτο και Μικρά Ασία περνούσαν και σταματούσαν στη Ρόδο. Τα εμπορεύματα που διακινούνταν στο λιμάνι της ήταν: αρώματα, κρόκος, κερί, πιπέρι, χαβιάρι, μάλλινα και μεταξωτά υφάσματα, λάδι, κρασί και ζάχαρη. Η Ρόδος είχε σημαντική βιοτεχνία ζάχαρης κοντά στο χωριό Μάσαρη. Επίσης ένα κρατικό εργοστάσιο έβγαζε σαπούνι.
Μεγάλη εμπορική δραστηριότητα στο λιμάνι της Ρόδου ανέπτυσσαν οι έμποροι από το Μονπελιέ, Narbonne και την Αραγωνία. Αν και οι σχέσεις των Βενετών με τους Ιππότες δεν ήταν γενικά καλές, επειδή τους ανταγωνίζονταν στην αγορά της Ανατολής, εν τούτοις μνημονεύονται μερικές φορές πρόξενοι τους εγκατεστημένοι στη Ρόδο. Οι εμπορικές σχέσεις των Ιπποτών με τους Τούρκους φαίνεται οτι δεν διακόπτονταν ποτέ, ακόμη και σε περιπτώσεις εμπόλεμων καταστάσεων. Έπαιρναν από αυτούς χαλιά και μεταξωτά υφάσματα και έδιναν δέρματα και μάλλινα υφάσματα. Αν και κατά βάθος υπήρχε μίσος μεταξύ Ιπποτών και Τούρκων, διάφορες άλλες αιτίες τους υποχρέωναν να υπογράψουν συνθήκες ειρήνης και αμοιβαίου σεβασμού του εμπορίου τους.
Η οικονομική δραστηριότητα των Ελλήνων πρέπει να ήταν αρκετά έντονη στα Δωδεκάνησα, ιδιαίτερα τον 15ο αιώνα, γιατί δεν εξηγείται αλλιώς ο πλούτος των Ροδίων. Η έρευνα έχει φέρει στο φως τα ονόματα δύο σημαινόντων Ελλήνων του Δραγονέτττου Κλαβέλλη και του απογόνου του Δραγόνα. Ο Δραγονέττος έπαιξε ρόλο στον οικονομικό και διπλωματικό τομέα στα τέλη του 14ου αιώνα και στην αρχή του 15ου. Τραπεζίτης και τιμαριούχος, ήταν ένας από τους σπουδαιότερους οικονομικούς παράγοντες του νησιού.
Μπορεί να υποτεθεί ότι ο Έλληνες που σχεδόν κατά κανόνα χρησιμοποιούνταν από τους Ιωαννίτες είτε ως εκπρόσωποι τους είτε ως διερμηνείς στις διαπραγματεύσεις τους με τους Τούρκους, έκαναν εμπόριο στη Μικρά Ασία. Έτσι μπορεί να εξηγηθεί η γνώση της τουρκικής γλώσσας, του τόπου αλλά και οι γνωριμίες που μπορεί να είχαν μέσα στην τουρκική διοικητική μηχανή.
Αυτά περίπου συνέβαιναν στην πόλη, που είχε στα χρόνια της ιπποκρατίας τη μορφή και τον χαρακτήρα ενός δυτικοευρωπαϊκού αστικού κέντρου. Στην ύπαιθρο όμως, στους 45 περίπου οικισμούς που υπήρχαν τότε, οι κάτοικοι δουλοπάροικοι ή ελεύθεροι γεωργοί, είχαν ως κύρια ασχολία τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Δεν λείπουν οι μαρτυρίες για ελεύθερα χωριά. Στην δεύτερη δεκαετία του 4ου αιώνα ο μάγιστρος Foulques de Villaret απελευθερώνει τους Λινδίους. Τον Φεβρουράριο του 1493 ο μάγιστρος Pierre d’ Aubusson επιτρέπει σε δέκα οικογένειες από τη Χάλκη να εγκατασταθούν στην περιοχή Αμάρτου της Ρόδου και να είναι ελεύθεροι, με τον όρο να επιτηρούν τη θάλασσα από το μέρος εκείνο και να ειδοποιούν σε περίπτωση εχθρικής επιδρομής.
Η έντονη οικονομική κίνηση και ανάπτυξη της Ρόδου όπως ήταν φυσικό είχε και την ανάλογη κοινωνική εξέλιξη. Στην πόλη εκτός από τους Ιππότες κατοικούσαν μόνιμα πλούσιοι και δραστήριοι έμποροι και τραπεζίτες από την Φλωρεντία, το Μονπελιέ, τη Βαρκελώνη κλπ.
Οι Έλληνες μέσα σε ένα κλίμα ευνοϊκό γι’αυτούς, άρχισαν από νωρίς να εντάσσονται στο νέο κοινωνικό σύστημα, χωρίς να αφομοιώνονται από αυτό, διατηρώντας τις συνήθειες και το θρησκευτικό τους δόγμα. Οι σχέσεις τους με το καθεστώς όχι μόνο ήταν αρμονικές, τουλάχιστον των αστών, αλλά πολλές φορές υπηρέτησαν το τάγμα και κατέλαβαν υψηλές κοινωνικές θέσεις και ζηλευτές διακρίσεις. Είναι φανερό ότι στην ιπποκρατία αναπτύχθηκε πολυάριθμη ελληνική αστική τάξη.
Οι καλές σχέσεις Φράγκων και Ελλήνων, όπως και η εκτίμηση που είχαν οι ιππότες στην αξιοσύνη και στην εξυπνάδα των Ελλήνων, φαίνονται από το γεγονός ότι πολλές φορές ανέθεσαν σε αυτούς δύσκολες και λεπτές διπλωματικές αποστολές. Γεννάται όμως το ερώτημα: Μήπως οι Έλληνες που συνεργάστηκαν με τους Ιωαννίτες και ανέβηκαν οικονομικά και κοινωνικά, ανήκαν σε μια ντόπια καθολική ελληνική κοινότητα; Σε αυτές τις φραγκοκρατούμενες περιοχές δημιούργηθηκε όπως ήταν φυσικό μια ομάδα Ελλήνων Καθολικών.
Αν πράγματι μόνο οι καθολικοί από τον ελληνικό πληθυσμό συνεργάστηκαν με τους Ιππότες και ευνοήθηκαν από αυτούς, τότε δεν μπορεί να γίνεται λόγος για ανεμπόδιστη ανάπτυξη του ελληνικού στοιχείου. Δεν υπάρχουν επαρκείς πληροφορίες γι’ αυτό το ζήτημα. Το γεγονός όμως ότι πολλές φορές ορθόδοξοι ιερείς συμμετείχαν σε διπλωματικές αποστολές μας κάνει να υποθέσουμε ότι οι Ιωαννίτες Ιππότες εμπιστεύονταν και εκτιμούσαν τους ορθοδόξους.
Μαζί με την ανάπτυξη της αστικής τάξης μια μεγάλη μάζα εργατών και τεχνιτών δημιουργείται και εργάζεται στις βιοτεχνίες παραγωγής ζάχαρης και σαπουνιού, στο λιμάνια και στα μεγάλα οικοδομικά έργα, που οι Ιππότες εκτελούσαν σε μεγάλη κλίμακα, ιδιαίτερα από τα μέσα του 15ου αιώνα και έπειτα. Η τουρκική απειλή τους ανάγκαζε να επισκευάζουν και να αναμορφώνουν συνεχώς τα κάστρα της υπαίθρου και των νησιών και την οχύρωση της πόλης. Συγχρόνως, Φράγκοι και Έλληνες έχτιζαν παλάτια, σπίτια, και δημόσια κτίρια.
Η πολιορκία του 1480 και ο σεισμός του 1481 κατέστρεψαν το μεγαλύτερο μέρος της πόλης και έτσι στο τέλος του 15ου αιώνα και στην αρχή του 16ου αναπτύχθηκε μια πιο έντονη οικοδομική δραστηριότητα. Εκτός από τους σκλάβους, το μεγαλύτερο μέρος του εργατικού δυναμικού ήταν Έλληνες. Παράλληλα με τους Έλληνες και τους Φράγκους, στην πόλη ζούσαν και αρκετοί Εβραίοι, έμποροι και τεχνίτες. Υπήρχε και μια μειονότητα Αρμενίων.
Το τάγμα των Ιωαννιτών, σύμφωνα με την βούλλα που εξέδωσε ο πάπας Κλήμης Ε’ για τον μεγάλο μάγιστρο Foulques de Villaret, πριν αυτός καταλάβει τη Ρόδο, πήρε το προνόμιο να διορίζει ο ίδιος τον Λατίνο αρχιεπίσκοπο. Ο ορθόδοξος μητροπολίτης της Ρόδου και οι επίσκοποι των άλλων νησιών φαίνεται ότι διώχθηκαν ως εκπρόσωποι της βυζαντινής ιδεολογίας.
Την μητρόπολη διοικούσαν ορθόδοξοι αξιωματούχοι, όπως ο «Μέγας οικονόμος», ο «Σακκελάριος» κλπ. Το πατριαρχείο εξακολουθούσε να χειροτονεί μητροπολίτες που έμεναν όμως μακριά από την έδρα τους ή δινόταν η μητρόπολη της Ρόδου σε επισκόπους άλλων επαρχιών «κατ’ επίδοσιν». Η κατάσταση άλλαξε το δεύτερο τέταρτο του 15ου αιώνα όταν άρχισε η κίνηση για την Ένωση των δύο εκκλησιών. Στη Ρόδο ξανάρχεται ορθόδοξος αρχιερέας, που πήρε μέρος και στην Σύνοδο της Φερράρας-Φλωρεντίας.
Η εκκλησιαστική κατάσταση στη Ρόδο από τα μέσα του 15ου αιώνα ως το τέλος της Φραγκοκρατίας ήταν αρκετά ιδιόρρυθμη. Η ροδιακή εκκλησία είχε αποδεχθεί έναν περίεργο ουνιτισμό. Τον Ιούλιο του 1474, έγινε μια συμφωνία ανάμεσα στον Λατίνο αρχιεπίσκοπο Ιουλιανό Ubaldini και τον μητροπολίτη Μητροφάνη Α’. Σύμφωνα με αυτή, ορθόδοξοι εκλέκτορες από τον λαό της Ρόδου, κληρικοί και λαϊκοί παρουσίαζαν 2 ή 3 υποψήφιους για τη θέση του μητροπολίτη και ο μέγας μάγιστρος ήταν υποχρεωμένος να διαλέξει έναν από αυτούς. Ο νέος ιεράρχης έδινε όρκο πίστης στον μεγάλο μάγιστρο και στον Λατίνο αρχιεπίσκοπο, ως αντιπρόσωπο του πάπα και μετά τον χειροτονούσαν ορθόδοξοι αρχιερείς.
Οι ορθόδοξοι εκτελούσαν ελεύθερα τις ιεροπραξίες τους και είχαν δικαίωμα να πιστεύουν στα δόγματά τους. Οι δίκες ορθοδόξων κληρικών και οι γάμοι Ελλήνων ανήκαν στη δικαιοδοσία του Λατίνου αρχιεπισκόπου και του ορθόδοξου μητροπολίτη με την προϋπόθεση ότι ο ένας χωρίς τον άλλο δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Γινόταν μια επεξήγηση επίσης ότι οι αστικές υποθέσεις έπρεπε να τις χειρίζονται σύμφωνα με τα έθιμα του τόπου. Ο μέγας μάγιστρος διατηρούσε την εξουσία που είχε από παλιά πάνω στις εκκλησίες, στα μοναστήρια και στην εκκλησιαστική περιουσία γενικά. Ο ιδιόμορφος αυτός ουνιτισμός φαίνεται ότι ήταν αποδεκτός από την αστική ελληνική κοινωνία της Ρόδου, που συνειδητά είχε προσχωρήσει στις δυτικές νέες μορφές κοινωνικού και οικονομικού βίου.
Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους