Ισχυρή ναυτική βάση των Τούρκων στον Κορινθιακό κόλπο ήταν η Ναύπακτος. Προστατευμένη η πόλη και το φρούριο της από τα ισχυρά κάστρα του Ρίου στην Πελοπόννησο και του Αντιρρίου απέναντι στη Δυτική Ελλάδα, εξασφαλιζόταν από κάθε εχθρική ενέργεια, ενώ συγχρόνως ήταν απρόσβλητη και από την ξηρά. Στο βάθος της Αιτωλοακαρνανίας βρισκόταν το Βραχώρι (Αγρίνιο), που ήταν έδρα ισχυρών τουρκικών στρατευμάτων και διοικητικό κέντρο της περιοχής. Το Βραχώρι ήταν για τη Δυτική Ελλάδα ό,τι η Τριπολιτσά για την Πελοπόννησο.
Επιχειρήσεις στη Δυτική Ελλάδα
Ναύπακτος
Οι οπλαρχηγοί Διαμαντής Χορμόβας, Κωνσταντίνος Σιαδήμας και Γεώργιος Πιλάλας, πριν ακόμη ξεσπάσει η επανάσταση στη Δυτική Ελλάδα, είχαν αποφασίσει να επιτεθούν κατά του ισχυρού αυτού φρουριακού συγκροτήματος. Αφού συγκέντρωσαν γύρω στους 3.000 άνδρες, κατέλαβαν θέσεις γύρω από τη Ναύπακτο, αλλά σε αρκετή απόσταση από την πόλη. Λόγω της μειονεκτικής θέσης τους, οι Έλληνες ζήτησαν βοήθεια από τα νησιά.
Στις 20 και στις 21 Μαΐου μικρή μοίρα πλοίων από την Ύδρα και τις Σπέτσες, αφού πέρασαν τα στενά του Ρίου-Αντιρρίου έφθασαν μπροστά στο φρούριο της Ναυπάκτου. Εκεί έσπευσαν να ενωθούν μαζί τους και λίγα πλοία από το Γαλαξίδι. Από κοινού με τους οπλαρχηγούς αποφασίστηκε έφοδος κατά του κάστρου του Αντρρίου και ταυτόχρονη επίθεση εναντίον του Ρίου.
Στην Αχαΐα, όμως, δεν υπήρχαν επαρκείς δυνάμεις, λόγω της σκληρότητας του Γιουσούφ πασά, που είχε γνωρίσει η Πάτρα ενάμισυ μήνα νωρίτερα. Την επομένη άρχισαν να βάλλουν με κανόνια εναντίον των δύο φρουρίων και από ξηρά και από θάλασσα. Οι Τούρκοι της Ναυπάκτου έντρομοι, αφού έκαψαν την πόλη, έσπευσαν να οχυρωθούν με τις οικογένειες τους στο κάστρο.
Βραχώρι και Βόνιτσα
Ενώ οι οπλαρχηγοί της Πελοποννήσου και της Ανατολικής Ελλάδας συσκέπτονταν για τις επόμενες κινήσεις της Επανάστασης, ο επαναστατικός ενθουσιασμός είχε κυριεύσει και τη Δυτική Ελλάδα. Η προσοχή όλων ήταν στραμμένη στη σημαντικότερη πόλη της επαρχίας, το Βραχώρι.
Ο Τούρκος διοικητής, Νούρκας Σερβάνης, προβλέποντας τις εξελίξεις κάλεσε τον οπλαρχηγό της περιοχής Αλέξιο Βλαχόπουλο, ούτως ώστε να κρατούσε έναν όμηρο σε περίπτωση ανάγκης. Ο Βλαχόπουλος όχι μόνο δεν ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση του, αλλά και ήδη προετοιμαζόταν εναντίον του. Αφού συνεννοήθηκε με τον Δημήτριο Μακρή, τον Ραζηκότσικα και τον Σιαδήμα, ώστε να επιτεθούν ταυτόχρονα κατά της πόλης, έσπευσε στις 26 Μαΐου να καταλάβει τη θέση Δογρί μαζί με τον Θ. Γρίβα που εκείνες τις μέρες ήταν στη Δυτική Ελλάδα.
Ο Μακρής και ο Ραζηκότσικας με 700 άνδρες κατέλαβαν τις θέσεις κοντά στις γέφυρες του Αλήμπεη. Το πρωί της επόμενης έγινε αιφνιδιαστική επίθεση από τον Βλαχόπουλο και οι Τούρκοι έντρομοι εγκατέλειψαν τα σπίτια τους και κατέφυγαν στην κεντρική συνοικία της πόλης, όπου βρίσκονταν το διοικητήριο και οι κατοικίες των ισχυρότερων Τούρκων. Εν τω μεταξύ έφτασαν και τα σώματα του Μακρή και του Ραζηκότσικα και άρχισαν να ρίχνουν εναντίον των οχυρωμένων στα σπίτια Τούρκων πυκνές τουφεκιές που κράτησαν μέχρι ως τη νύχτα.
Η επιχείρηση παρουσίαζε για τους πολιορκητές μεγάλες δυσκολίες, γιατί τα τουρκικά σπίτια στο Βραχώρι ήταν άριστα οχυρωμένα. Το θάρρος, όμως, των Τούρκων, που την πρώτη μέρα ήταν αμείωτο, άρχισε την επομένη να κάμπτεται. Όταν μάλιστα διαπίστωσαν τις νέες ενισχύσεις που έφθαναν στους Έλληνες υπό τον Σιαδήμα, τον Γρίβα και άνδρες του Τσόγκα, δείλιασαν.
Ο Νούρκας Σερβάνης και οι άλλοι αγάδες, που κατάλαβαν τη δεινή θέση στη οποία είχαν περιέλθει οι Τούρκοι, προσπάθησε να συνδιαλλαγούν με τους επαναστάτες, αλλά η προσπάθεια τους δεν είχε κανένα αποτέλεσμα. Στις 30 Μαΐου οι επιθέσεις των Ελλήνων έγιναν περισσότερο ερμητικές και οι Τούρκοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις επίκαιρες θέσεις τους και το διοικητήριο και να κλεισθούν σε άλλα οχυρώτερα σπίτια.
Την ίδια μέρα έφθασαν και άλλες ενισχύσεις υπό τον Γιώτη Βαρνακιώτη και αρκετές μέρες αργότερα έσπευσε και ο Γεώργιος Βαρνακιώτης με αρκετή δύναμη Ξερομεριτών. Ήδη οι συγκεντρωμένοι στο Βραχώρι έφτασαν τους 4.000 άνδρες. Η κατάσταση που καθημερινά γινόταν όλο και πιο κρίσιμη για τους Τούρκους, έμελλε να επιδεινωθεί τις επόμενες μέρες, γιατί εν τω μεταξύ είχαν ξεσπάσει έριδες και διχόνοιες μεταξύ των πολιορκημένων Τούρκων και Τουρκαλβανών του Νούρκα Σερβάνη.
Τελικά από το Βραχώρι αποχώρησε η αλβανική φρουρά του Νούρκα Σερβάνη. Στις 10 και 11 Ιουνίου οι ντόπιοι Τούρκοι αναγκάστηκαν να παραδοθούν με συμφωνία και διασκορπίστηκαν στις γειτονικές περιοχές.
Ενώ γινόταν η επίθεση στο Βραχώρι, ο οπλαρχηγός της Βόνιτσας Γ. Τσόγκας επιτέθηκε εναντίον των Τούρκων του Τεκέ και της Πλαγιάς. Αυτά ήταν δύο μικρά παλαιά και ανοχύρωτα φρούρια στο δυτικό άκρο της Ακαρνανίας, απέναντι ακριβώς από τη Λευκάδα. Παρά τη σθεναρή αντίσταση των Τούρκων που είχαν κλεισθεί εκεί, γρήγορα κυριεύθηκαν και οι υπερασπιστές τους αιχμαλωτίστηκαν, γιατί εν τω μεταξύ είχαν σπεύσει να ενωθούν με το σώμα του Τσόγκα και αρκετοί Λευκάδιοι.
Σειρά είχε η Βόνιτσα στον Αμβρακικό κόλπο, αλλά μόλις έφθασε εκεί ο Τσόγκας βρήκε την πόλη έρημη από τους κατοίκους της. Λίγες μέρες πριν ο Χασάν πασάς της Άρτας, μαθαίνοντας την κήρυξη της επανάστασης στην Αιτωλοακαρνανία, είχε αποκεφαλίσει πολλούς Βονιτσιώτες που κρατούσε ομήρους. Αυτό αρκούσε για να πανικοβληθεί ο ελληνικός πληθυσμός και να εγκαταλείψει την πόλη. Οι Τούρκοι κάτοικοι είχαν κλεισθεί στο οχυρό φρούριο και ο Τσόγκας καταλαβαίνοντας την δυσκολία της πολιορκίας υποχώρησε.
Μακρυνόρος
Και ενώ ολόκληρη η Δυτική Ελλάδα είχε ξεσηκωθεί άρχισαν να φτάνουν οι πρώτες τουρκικές ενισχύσεις. Ο Χουρσήτ πασάς ενήργησε ταχύτατα για να καταστείλει την επανάσταση. Διέταξε τον Ισμαήλ Πασά Πλιάσα να κινηθεί και να καταπνίξει την επανάσταση στη Δυτική Ελλάδα. 200 περίπου Αλβανοί στάλθηκαν για να καταλάβουν τις στενές διαβάσεις του Μακρυνόρους.
Η επίκαιρη όμως επέμβαση του οπλαρχηγού του Βάλτου Ανδρέα Ίσκου ματαίωσε την πραγματοποίηση του σκοπού των Τούρκων. Ο Ίσκος πρόλαβε με λίγους άνδρες να καταλάβει την ισχυρή θέση Γυφτοπήδημα, πάνω στον δρόμο της Λαγκάδας και να απωθήσει την τουρκική εμπροσθοφυλακή, που αλλάζοντας πορεία κατευθύνθηκε προς τη διάβαση της Παληοκούλας, που βρισκόταν κοντά στη θάλασσα. Και πάλι ο Ίσκος έσωσε την κατάσταση. Κατέλαβε πρώτος τα στενά και οι Τούρκοι αναγκάστηκαν να αποσυρθούν στο Κομπότι, όπου έφθασε και ο υπόλοιπος στρατός με τον Ισμαήλ πασά. Ο Ίσκος με τους άνδρες του αποσύρθηκαν στη Λαγκάδα.
Κοντά τους έσπευσαν ενισχύσεις υπό τον οπλαρχηγό της Άρτας Γώγο Μπακόλα, τον Αναγνώστη Καραγιαννόπουλο και τον Γεώργιο Καραϊσκάκη. Ο Χουρσήτ πασάς κατευθύνθηκε αιφνιδίως προς τη Λαγκάδα. Οι αντίπαλοι συγκρούστηκαν στην θέση Αγία Παρασκευή. Οι Έλληνες χάρη στον στρατηγικό νου του Γώγου Μπακόλα σημείωσαν σημαντική νίκη. Οι Τούρκοι έχασαν 200 άνδρες, σημαίες, τηλεβόα, καθώς και πολλά τρόφιμα.
Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών
[…] Το πρώτο μέλημά του ως στρατιωτικού αρχηγού της πόλης ήταν η οχύρωση του Μεσολογγίου και η φρούρηση των σημαντικότερων νησίδων της λιμνοθάλασσας. Έτσι, μεταξύ της 1ης Ιουνίου και 1ης Αυγούστου 1821 ολοκληρώνονται οι πρώτες οχυρωματικές εργασίες υπό την αποκλειστική του φροντίδα, υποστηριζόμενες οικονομικά από τον ίδιο, αλλά και τους εράνους των κατοίκων και την προσωπική τους εργασία χωρίς την παραμικρή ενίσχυση απ’ την κεντρική διοίκηση. Την ίδια περίοδο έλαβε μέρος, ηγούμενος σώματος Μεσολογγιτών πολεμιστών, στην απελευθέρωση του Βραχωρίου. […]