Δυαρχία στην Ελλάδα

Μετά το τέλος των Μηδικών πολέμων επιβλήθηκε στην Ελλάδα από τα πράγματα δυαρχία των δύο μεγάλων πόλεων, της Αθήνας και της Σπάρτης, που είχαν ηγηθεί στον πόλεμο. Το καθεστώς δυαρχίας ήταν από τη φύση του ιδιαίτερα ασταθές. Καθιερώθηκε πολύ αργά με γραπτή συνθήκη: Μόνο με τις Τριακοντούτεις σπονδές του 446π.Χ., που έβαλαν τέλος στον «πρώτο» Πελοποννησιακό πόλεμο, βρήκε το καθεστώς της δυαρχίας την de jury αναγνώριση του. Αλλά και αυτή η συμβατική έκφραση δεν κατέστησε την ισορροπία των δυνάμεων πιο σταθερή. Αντίθετα, ο όρος της συνθήκης που επέτρεπε στις ουδέτερες πόλεις να προσχωρήσουν στην Αθηναϊκή ή στην Πλεοποννησιακή συμμαχία, ανάλογα με την προτίμησή τους, ήταν η βασική αιτία για να αυξηθεί ο διπλωματικός ανταγωνισμός ανάμεσα στην Σπάρτη και την Αθήνα.

Δυαρχία στην Ελλάδα
Λεπτομέρεια από τη ζωφόρο του Παρθενώνα

Για να αποφευχθούν οι εσωτερικοί πόλεμοι στην Ελλάδα μετά τα Μηδικά υπήρχαν δύο κυρίως δυνατότητες: να διατηρηθεί η Ελληνική συμμαχία της Κορίνθου και να αποκτήσει στερεότερη οργάνωση ώστε να εξελιχθεί σε μια πανελλήνια συμπολιτεία ή να επικρατήσει πολιτικά μία από τις μεγάλες πόλεις ώστε να γίνει αδιαφιλονίκητη ηγέτης του Ελληνισμού. Όμως ούτε η Σπάρτη ούτε η Αθήνα είχαν τις υλικές δυνατότητες για να ενώσουν τη Ελλάδα με την δύναμη.

Τη λύση αυτού του εθνικού προβλήματος επιχείρησαν να την επιβάλλουν οι Αθηναίοι με ανεπαρκή μέσα μέχρι το 446π.Χ., διεξάγοντας ταυτόχρονα πόλεμο με την Περσία και την Σπάρτη. Ο διμέτωπος αυτός πόλεμος υπήρξε από όλες τις απόψεις τεράστιο πολιτικό σφάλμα και τελείωσε με δύο μεγάλες ήττες των Αθηναίων: την καταστροφή του αθηναϊκού στόλου στην Αίγυπτο (454π.Χ.) και την ήττα στην Κορώνεια (447π.Χ.). Έπειτα από αυτές τις δύο ήττες οι Αθηναίοι, ασφαλώς κάτω από την επίδραση του Περικλή, προσανατολίσθηκαν προς την ειρήνη: ειρήνη με την Περσία (ειρήνη του Καλλία, 448π.Χ.), ειρήνη με την Σπάρτη και τη συμμαχία της (Τριακοντούτεις σπονδές, 446π.Χ.).

Ασφαλώς ο Περικλής μετά το 446π.Χ. αντιλήφθηκε ότι η ένωση της Ελλάδας θα έπρεπε να επιχειρηθεί με μέσα πολιτικά. Έτσι ερμηνεύτηκε γενικά το σχέδιο να συγκληθεί στην Αθήνα πανελλήνιο συνέδριο για την ανοικοδόμηση των ναών που κατέστρεψαν οι Πέρσες και για την κατοχύρωση της ελευθερίας, ναυσιπλοΐας και του εμπορίου. Η ίδρυση της πανελλήνιας αποικίας των Θουρίων είναι ίσως μια άλλη προσπάθεια του Περικλή για την ένωση των Ελλήνων.

Αλλά οι Αθηναίοι δεν επιχείρησαν συστηματικά να προσεταιρισθούν τους συμμάχους τους, δίνοντάς τους όλα τα πολιτικά δικαιώματα του Αθηναίου πολίτη και όλα τα οικονομικά πλεονεκτήματα που το δικαίωμα αυτό θα τους απέφερε. Η πολιτική αυτή ήταν η μόνη που θα μπορούσε ίσως να έχει ως αποτέλεσμα την ένωση της Ελλάδας υπό την ηγεσία της Αθήνας.

Οι Αθηναίοι αντί να ακολουθήσουν αυτή την τακτική, προσπάθησαν να μεταβάλουν τους συμμάχους τους σε υπηκόους, όπως τα σκληρά μέτρα που πήραν οι Αθηναίοι για να αντιμετωπίσουν τις αποστασίες της Θάσου, της Νάξου και άλλων περιοχών, με αποτέλεσμα το 440π.Χ. είχαν μείνει πραγματικά αυτόνομα μόνο τα τρία νησιά, Λέσβος, Σάμος, Χίος. Ίσως όμως να μην υπήρχε άλλος τρόπος αντιμετώπισης της αποστασίας.

Οι σύμμαχοι των Αθηναίων άρχισαν να αποβλέπουν τους Σπαρτιάτες σαν ελευθερωτές. Και την τάση αυτή εκμεταλλεύτηκε η αντιαθηναϊκή πολιτική τόσο, ώστε όταν κηρύχθηκε ο Πελοποννσηιακός πόλεμος, η απελευθέρωση των Ελλήνων από τον αθηναϊκό ζυγό να γίνει ο επίσημος πολεμικός σκοπός και το σύνθημα της σπαρτιατικής προπαγάνδας.

Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η πρωτρχική αιτία του Πελοποννησιακού πολέμου βρίσκεται στον αθηναϊκό επεκτατισμό. Δεν υπάρχει επίσης καμία αμφιβολία ότι η Σπάρτη ήταν η τελευταία δύναμη που επιθυμούσε τον πόλεμο, ότι δεν είχε επεκτατικές βλέψεις πέρα από την Πελοπόννησο και ότι προχώρησε στον πόλεμο παρασυρμένη μάλλον από την Κόρινθο, από τους συμμάχους της και τη δυσαρέσκεια των συμμάχων των Αθηναίων, παρά από την διάθεση της να πολεμήσει την Αθήνα.

Πολύ σοβαρή αιτία έχθρας ανάμεσα στην Αθήνα και τη Σπάρτη αποτελούσε η πολιτική και πολιτιστική αντίθεση που χώριζε τις δύο πόλεις. Η αντίθεση αυτή στον τρόπο ζωής και σκέψης δημιουργούσε μια φυσική εχθρότητα, που μπορούσε να χρησιμεύει ως υπόβαθρο του φανατισμού σε περίπτωση πολέμου.

Στην Αθήνα επικρατούσε πολίτευμα δημοκρατικό, όπου η πλειοψηφία θέσπιζε τον νόμο. Βασική αρχή του κράτους ήταν η ισότητα των πολιτών εμπρός στον νόμο και όλες οι πολιτικές αποφάσεις ήταν αποτέλεσμα ελεύθερων συζητήσεων στην Εκκλησία του δήμου. Στην Αθήνα το άτομο έβρισκε τη δυνατότητα να αναπτύξει την προσωπικότητά του και να πλουτίσει μέσα σε μια πόλη που αναπτυσσόταν οικονομικά ως σύνολο.

Αντίθετα στην Σπάρτη μια στενή ολιγαρχία προσπαθούσε με κάθε τρόπο να διατηρήσει κάτω από τον έλεγχό της τον κρατικό μηχανισμό, καθιερώνοντας την ανισότητα ακόμη και μεταξύ των ελεύθερων πολιτών και παίρνοντας σημαντικές αποφάσεις σε ολιγομελή συμβούλια. Στη Σπάρτη η ζωή του ατόμου υποτασσόταν στη υπηρεσία του κράτους και ιδιαίτερα των πολεμικών του σκοπών.

Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους