Οι μεγάλοι εθνικοί πόλεμοι, ο σεισμός του 464π.Χ. και ο Γ’ Μεσσηνιακός πόλεμος δημιούργησαν ολιγανθρωπία στην Σπάρτη και κατά συνέπεια δημογραφικό πρόβλημα, που είχε άμεσο αντίκτυπο στο στράτευμα, καθώς και στην εξωτερική πολιτική της Σπάρτης.
Το μεγαλύτερο αυτό πρόβλημα της Σπάρτης το είχαν αντιληφθεί οι βασιλείς της, ιδιαίτερα ο Παυσανίας. Ο αριθμός των πολιτών μειωνόταν συνεχώς. Ενώ στην μάχη των Πλαταιών οι μάχιμοι πολίτες ήταν που έλαβαν μέρος ήταν 5.000 και υπολογίζεται ότι θα υπήρχε εφεδρεία από άλλους 3.000 στην Πελοπόννησο το 418π.Χ. είχε περιορισθεί τους 3.500 μόνο. Σε κάθε πολίτη Σπαρτιάτη στις Πλαταιές θα έπρεπε να αντιστοιχούν 7 είλωτες, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο. Επομένως 35.000 είλωτες θα ακολουθούσαν τους 5.000 Σπαρτιάτες στις Πλαταιές. Για τον υπολογισμό του πληθυσμού της Σπάρτης τον 5οπ.Χ. αιώνα, εκτός από τους 3.500, θα πρέπει να υπολογισθούν οι υπόλοιποι κάτοικοι, γυναίκες, παιδιά και γέροι, σε 17.5000 περίπου, επομένως θ αυπερέβαινα τις 20.000. Οι είλωτς ήταν γύρω στις 60.000.
Αντίστοιχα, ο αριθμός των πολιτών της Αρκαδίας εκείνη την εποχή έφτανε τους 53.000, ενώ ο ελεύθερος πληθυσμός της υπολογίζεται γύρω στις 160.000. Στην Αχαΐα 25.000 οι πολίτες και 75.000 ο ελεύθερος πληθυσμός, στην Ηλεία 30.000 οι πολίτες και 90.000 οι ελεύθεροι, ενώ στην Αργολίδα οι πολίτες έφθαναν στις 53.000 και 160.000 ο υπόλοιπος πληθυσμός. Την ίδια εποχή Λακωνία και η Μεσσηνία είχαν 18.000 πολίτες και 55.000 ελεύθερο πληθυσμό.
Μετά τα Μηδικά, είτε από απώλειες του αγώνα είτε από άλλους παράγοντες, ο πληθυσμός των Σπαρτιατών παρουσιάζεται μειωμένος, κυρίως μετά τον σεισμό που υπήρξε ένα γεγονός μοιραίο με επακόλουθα τρομερά για την πόλη, ακόμα και στο θέμα του πληθυσμού της. Το δημογραφικό πλήγμα πρέπει να ήταν πολύ μεγάλο. Τότε σκοτώθηκαν εκτός από τους ενήλικους πολίτες, έφηβοι, γυναίκες και παιδιά που βρέθηκαν μέσα στα σπίτια την ώρα του σεισμού.
Οι συνέπειες αυτής της κατατσροφής πρέπει να ήταν αισθητές περισσότερο από μία γενιά. Αν προστεθεί στις απώλεις του σεισμού ο αριθμός των Σπαρτιατών που σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια του δεκαετούς πολέμου με τους είλωτες, ερμηνεύετται πόλυτα η φοβία, που επικράτησε στις ψυχές των Σπαρτιατών το 462π.Χ., βλέποντας 4.000 Αθηναίους στο στρατόπεδό τους ένα αριθμό ανδρών δηλαδή που, αν ξεσηκώνονταν εναντίον τους, δεν θα ήταν σε θέση να τους καταβάλουν. Αυτό το νόημα έχει άλλωστε και η περίεργη τακτική που ακολούθησε η Σπάρτη στις επιθετικές της ενέργειες απέναντι στους Αθηναίους και της συμμαχίας τους ως την εποχή της έκρηξης του Πελοποννησιακού πολέμου.
Εφόσον η Σπάρτη δεν διέθετε μεγάλο στρατό για να λύσει τα προβλήματα της συμμαχίας της, ήταν ανάγκη να βρει μια διέξοδο. Οργάνωσε γι’ αυτό χρησιμοποιώντας για πυρήνα το δικό της ολιγάριθμο στρατό, μια ευρύτερη στρατιωτική δύναμη, τον στρατό των συμμάχωνν, που τον έκανε εφάμιλλο με τον σπαρτιατικό. Δημιουργήθηκαν έτσι οι προϋποθέσεις να θεωρείται ολόκληρος ο στρατός της Πελοποννησιακής συμμαχίας «αήττητος». Με αυτόν τον τρόπο όχι μόνο οι Σπαρτιάτες αισθάνονταν αφαλείς αλλά και οι σύμμαχοι Πλεοποννήσιοι έμειναν ικανοποιημένοι, γιατί στηρίζονταν στην Σπάρτη και στην οργάνωση του συμμαχικού στρατού που εκείνη οδηγούσε, κάνοντας τους απρόσβλητους από τους εχθρούς που θα ήταν δυνατόν να τους απειλήσουν.
Το τόσο κρίσμο για τη Σπάρτη δημογραφικό πρόβλημα είχε μοιραία επίδραση και σε ορισμένους τομείς της ζωής. Εφόσον οι πολίτες Σπαρτιάτες ήταν απαραίτητα για τον στρατό, πράγμα που απαιτούσε την ολοκληρωτική τους απσχόληση με τη ειδική αγωγή που όφειλαν να ακολουθούν οι πολίτες, δεν ήταν δυνατόν να έχουν κανενός άλλου είδους ασχολία ή επάγγελμα. Με αυτόν τον τρόπο το εμπόριο και οι τέχνες έμειναν αποκλειστικά στα χέρια των περίοικων και των ειλώτων.
Η λακωνική τέχνη ως τους Μηδικούς πολέμους υπήρξε ιδιαίτερα αξιοσημείωτη και πολύμορφη με κύριο χαρακτηριστικό της την ελεύθερη αποδοχή πλήθους επιδράσεων από τα μεγάλα καλλιτεχνικά εργαστήρια της άλλης Ελλάδας και της Μικράς Ασίας. Μετά τη λήξη όμως του πολέμου με την είλωτες, η εικόνα που παρουσιάζουν τα έργα του λακωνικού εργαστηρίου είναι τελείως διαφορετική. Πιστοποιούν με τον πιο εύγλωττο τρόπο την κυριαρχία της δυσκίνητης πολιτικής γραμμής της Σπάρτης, την απομόνωση δηλαδή της ίδιας της πόλης, και φυσικά και των τεχνιτών της λακωνικής από τον υπόλοιπο κόσμο, σε μια εποχή που ο άλλος ελλληνισμός, και ιδιαίτερα η Αθήνα, δημιουργούν έργα με διαρκώς ανερχόμενη καλλιτεχνική στάθμη, που τείνουν προς τη σύλληψη του «κλασικού», προς την απόδοση της τέλειας μορφής.
Οι «ξενηλασίες», για τις οποίες μιλάει ο Θουκυδίδης, από αυτήν την εποχή καθιερώθηκαν ως κανόνας και επιδιώχθηκε από τις αρχές της Σπάρτης η τέλεια αποξένωση όλων των κατοίκων της Λακωνικής, αλλά κυρίως των Σπαρτιατών από την υπόλοιπη Ελλάδα, γιατί υποχρεώθηκαν να αφιερωθούν στον «σπαρτιατικό μύθο»: της υπεροχής των Σπαρτιατών απέναντι των άλλων Ελλήνων. Η λακωνική τέχνη των έξι τελευταίων δεκαετιών του 5ου π.Χ. αιώνα είναι μια απλή επαρχιακή τέχνη, χωρίς πνοή που αγνοεί τελείως το δημιουργικό κύμα που έσφυζε στην άλλη Ελλάδα.
Καθώς η Σπάρτη κλείσθηκε στον εαυτό της δεν ενδιαφέρθηκε φυσικά και για το εμπόριο. Η λιτή, εξάλλου, ζωή που επέβαλλε το «Λυκούργειο» πολίτευμα δεν άφηνε περιθώρια για την επιθυμία πολλών αγαθών που ήταν εξάλλου περιττά, εφόσον δεν είανα τη δυνατότητα να τα χαρούν. Τα τελείως απαραίτητα, αυτά που ήταν αναγκαία για την καθημερινή ζωή, ήταν σε θέση να τα προσφέρει στους κατοίκους η εύφορη γη της Λακωνικής και της Μεσσηνίας. Η ιδιότυπη άλλωστε, ζωή στην οποία περιορίστηκαν οι Σπαρτιάτες υποχρεώνοντας και τον άλλο πληθυσμό να ακολουθήσει τη γραμμή τους, απέκλειε τη δημιουργίαν νέων αναγκών.
Η απομόνωση της Σπάρτης από το 459π.Χ. υπήρξε ολοκληρωτική και με τεράστιες επιπτώσεις στην καλλλιτεχνική δημιουργία. Οι λίγοι Σπαρτιάτες έπρεπε διαρκώς να ασκούνται και ταυτόχρονα να ελέγχουν άγρυπα τον υπόλοιπο πληθυσμό. Έτσι ήταν επόμενο, αφού κυριάρχησε από ανάγκη αυτή η νοοτροπία, κάθε άλη εκδήλωση πέρα από την αυστηρή καθημερινότητα, να υποχωρήσει. η λατρεία της στρατιωτικής ανδρείας, όπως διαπιστώνει ο Αριστοτέλης, οδηγεί στη νίκη, μια νίκη όμως της οποίας δεν είναι σε θέση οι πιστοί της να βρουν τρόπο να αξιοποιήσουν τα οφέλη.
Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους