Δεσποτάτο του Μορέως

Το ελληνικό δεσποτάτο του Μορέως ιδρύθηκε το 1262, όταν ο Φράγκος ηγεμόνας της Αχαΐας, Γουλιέλμος Βιλλεαρδουΐνος, μετά την ήττα του στην Πελαγονία και την αιχμαλωσία του από τους Βυζαντινούς, αναγκάστηκε να παραχωρήσει στον Βυζαντινό Αυτοκράτορα Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγο, ως λύτρα για την απελευθέρωσή του ορισμένα εδάφη της Λακωνίας, τη Μονεμβασιά, τη Μάνη, τον Μυστρά και το Γεράκι. Ενώ όμως στα πρώτα του βήματα το δεσποτάτο του Μορέως δεν ήταν παρά μια ελληνική σφήνα στη φραγκοκρατούμενη και βενετοκρατούμενη Πελοπόνννησο, ύστερα από τον αγώνα που ανέλαβαν οι Έλληνες διοικητές και δεσπότες ενατίον των Λατίνων αγκάλιασε προοδευτικά όλο σχεδόν τον πελοποννησιακό χώρο και κατέληξε στις πρώτες δεκαετίες του 15ου αιώνα να μεταβληθεί σε σημαντικό κράτος, το οποίο κατόρθωσε να επιβιώσει μετά την τουρκική κατάκτηση της βυζαντινής πρωτεύουσας, παραμένοντας ως το 1460 το προπύργιο του κατακερματισμένου Ελληνισμού.

Δεσποτάτο του Μορέως
Μυστράς

Η ιστορία του δεσποτάτου του Μορέως διαιρείται σε δύο περιόδους: στην πρώτη, που εκτείνεται από το 1262 ως το 1349: τα πελοποννησιακά εδάφη υπό τη δικαιοδοσία των «κεφαλών», διοικητών διορισμένων από την αυτοκρατορική αυλή, αποτέλεσαν επαρχία του βυζαντινού κράτους, στην δεύτερη, από το 1349 ως την τουρκική άλωση: η ελληνική Πελοπόννησος παραχωρήθηκε από τους Βυζαντινούς αυτοκράτορες σε μέλη της βασιλικής οικογέενειας που κυβέρνησαν τις πελοποννησιακές κτήσεις με τον τίτλο του δεσπότη. Αποτέλεσμα της αυτοκρατορικής αυτής ενέργειας ήταν να δημιουργηθεί ένα ημιαυτόνομο κράτος, άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο εξαρτημένο από την πολιτική επίδραση της πρωτεύουσας.

Την πολιτική αυτή της αυτονόμησης, που πραγματοποιούνταν με την παραχώρηση προνομίων σε πόλεις, άτομα και εκκλησιαστικά ιδρύματα, την υπαγόρευε η ανάγκη αντίστασης στην αριστοκρατία της γης. Η τελευταία παρέμεινε ωστόσο η κύρια κοινωνική δύναμη των πόλεων. Με το κλειστό κύκλωμα της βυζαντινής οικονομίας η γη ήταν η σημαντικότερη πηγή πλούτου και η μεγάλη ιδιοκτησία αποτελούσε τον πυρήνα της οικονομίας και της κοινωνικής οργάνωσης. Η αποδυνάμωση του κρατικού μηχανισμού ευνόησε την ανάπτυξη της ιδιοκτησίας της γης με αποτέλεσμα ολόκληρες περιοχές να μοιρασθούν ανάμεσα σε ισχυρούς γαιοκτήμονες που υποκαθιστούσαν στην πραγματικότητα με την οικονομική, κοινωνική και πολιτική τους δύναμη το κράτος.

Στην Πελοπόννησο ο οικονομικός επεκτατισμός των τοπαρχών και το φατριαστικό τους πνεύμα είχε ιδιαίτερα ενισχυθεί από την απουσία στιβαρής διοικητικής αρχής. Αντίθετοι με την πολιτική γραμμή της κεντρικής διοίκησης, οι πανίσχυροι αυτοί γαιοκτήμονες με τις φιλοδοξίες και τους εσωτερικούς τους ανταγωνισμούς εκδήλωναν συνεχώς τις χωριστικές τους τάσεις. Οι μεσαίες και λαϊκές από την άλλη μεριά τάξεις, που η διαρκής πάλη με τα ξένα στοιχεία τις είχε εθνικά διεγείρει, έδειξαν σε συγκεκριμένη στιγμή την αντίθεση τους με τις ενέργεις της εξουσίας που αφορούσαν τις τύχες τους. Ετερογενή στοιχεία, οι Σλάβοι και οι Αλβανοί, συμπλήρωναν την σύνθεση του πληθυσμού της Πελοποννήσου.

Ο Μανουήλ Καντακουζηνός

Το 1347 ο Ιωάννης Καντακουζηνός έγινε αυτοκράτορας στην Κωνσταντινούπολη. Παραχώρησε το δεσποτάτο του Μορέως ως «πρόνοια» στον γιο του Μανουήλ Καντακουζηνό, που ανέλαβε το 1349 να διοικήσει ως δεσπότης την ηγεμονική του κτήση. Οι πελοποννησικές κτήσεις απέβαλαν έτσι τη επαρχιακή τους δομή και συγκροτήθηκαν σε δεσποτάτο. Εξωτερικοί και εσωτερικοί παράγοντες, τα ενδοδυναστικά προβλήματα και η διαμόρφωση των τοπικών συνθηκών και της γενικής πολιτικής κατάστασης συνετέλεσαν στην ιδιότυπη εξέλιξη του θεσμού αυτού και στην ανύψωση του δεσπότη από τη θέση του απλού διοικητή στο αξίωμα του ημιαυτόνομου ηγεμόνα υπό τον έλεγχο ή την επικυριαρχία του αυτοκράτορα, με τον οποίο συνέδεαν στενότατοι συγγενικοί δεσμοί.

Στην διάρκεια της μακρόχρονης δεσποτείας του Μανουήλ Καντακουζηνού το δεσποτάτο του Μορέως γνώρισε ακμή και πρόοδο. Ο νέος δεσπότης κατέβαλε προσπάθειες τόσο για την οργάνωση όσο και για την εξασφάλιση της εδαφικής ακεραιότητας των κτήσεων του. Στον εσωτερικό τομέα εξουδετέρωσε τις επαναστατικές ενέργειες των τοπικών αρχόντων, που είχαν δημιουργήσει κοινό μέτωπο εναντίον, και παράλληλα ενθάρρυνε τον εποικισμό των Αλβανών νομάδων, με αποτέλεσμα την πύκνωση του πληθυσμού και την καλλιέργεια της γης. Το δεσποτάτο, με έδρα τον Μυστρά, άρχισε να ελκύει Έλληνες πρόσφυγες από κοντινά και μακρυνά τμήματα της παρηκμασμένης αυτοκρατορίας και να αποκτά πολιτική σημασία για τον απειλούμενο Ελληνισμό.

Ο Μανουήλ Καντακουζηνός συνειδητοποιώντας ότι οι κυριότεροι εχθοί του δεσποτάτου δεν ήταν πια οι Φράγκοι αλλά οι Τούρκοι, που είχαν εμφανιστεί από το 1349 στον Πατραϊκό κόλπο, έστρεψε όλη του την προσοχή στην προστασία των κτήσεων του. Προσπάθησε να συγκροτήσει μικρό στόλο για να προστατεύσει τις λακωνικές ακτές από τις επιθέσεις των Τούρκων και των Καταλανών πειρατών. Δυστυχώς η προσπάθεια αυτή προσέκρουσε στην αδιαφορία και στην αντίδραση των τοπικών αρχόντων, που εμπόδισαν τελικά τον δεσπότη να πραγματοποιήσει το σωτήριο αυτό σχέδιο.

Την διετία 1362-1364 με πρωτοβουλία του Μανουήλ, οι Βυζαντινοί του δεσποτάτου συμμάχησαν με τους Φράγκους της Αχαΐας, τους Βενετούς και τους Ιππότες της Ρόδου εναντίον των Τούρκων που είχαν επεκταθεί στην Βοιωτία. Οι συμμαχικές δυνέμεις κατόρθωσαν ενωμένες να νικήσουν τον κοινό εχθρό στα Μέγαρα και να κρατήσουν, έστω προσωρινά, τον τουρκικό κίνδυνο μακριά από την Πελοπόννησο.

Οι Παλαιολόγοι

Ο Μανουήλ Καντακουζηνός, πρώτος δεσπότης του δεσποτάτου πέθανε στον Μυστά το 1380. Επόμενος δεσπότης αναλαμβάνει ο Θεόδωρος Παλαιολόγος. Μετά τον θάνατο του Μανουήλ η εσωτερική και κυρίως η εξωτερική πολιτική του δεσποτάτου άλλαξε κατεύθυνση. Ο Μανουήλ είχε καταφέρει να αναπτύξει με ελευθερία κινήσεων μια ανεξάρτητη πολιτική, να απομακρυνθεί από την επίδραση του κέντρου και να προσπαθήσει με σοφία και σωφροσύνη να στηρίξει το κράτος του στις δικές του δυνάμεις. Οι νέοι δεσπότες επανατοποθέτησαν την Πελοπόννησο στη σφαίρα της αυτοκρατορικής αυλής, διατηρώντας στενότατες σχέσεις με τον Βυζαντινό αυτοκράτορα, συνεργαζόμενοι μαζί του και εξαρτώμενοι ουσιαστικά από αυτόν.

Η λατινόφιλη πολιτική που είχαν εγκανιάσει οι Κανατακουζηνοί αντικαταστάθηκε με την αντιλατινική και οι στόχοι του εξωτερικού προγράμματος των δεσποτών ταυτίστηκαν με την γραμμή που είχαν ακολουθήσει στην Πελοπόννησο οι αυτοκράτορες Μιχαήλ Η’ και Ανδρόνικος Β’ Παλαιολόγοι. Η αλλαγή αυτή στον εξωτερικό προσανατολισμό δεν άργησε να αποδώσει καρπούς. Η δυναστεία των Παλαιολόγων κληρονόμησε από τους Καντακουζηνούς ένα μικρό κράτος που απλωνόταν στην λακωνική και αρκαδική γη. Σε διάστημα πενήντα περίπου ετών, ύστερα από μακρόχρονους πολέμους οι δεσπότες κατόρθωσαν να ενώσουν όλη σχεδόν την Πελοπόννησο., εκτός από ορισμένα βενετοκρατούμενα λιμάνια, υπό τον σκήπτρο τους και να οδηγήσουν το δεσποτάτο του Μορέως στην μεγάλη ακμή του.

Μετά την άλωση της Κωσνατντινούπολης από τους Τούρκους, οι δεσπότες του Μορέως, Θωμάς και Δημήτριος Παλαιολόγος, αντί να ακολουθήσουν το παράδειγμα του Κωνσταντίνου, ο οποίος προσπάθησε μέσα από τη χαώδη ατμόσφαρα που επικρατούσε στην πωτεύουσα να εμποδίσει τους Τούρκους να μπουν στην Αγία Σοφία, τρομοκρατημένοι ήδη από την επιδρομή του Τουραχάν, που είχε σταλεί το 1452 στην Πελοπόννησο με σκοπό να ακινητοποιήσει τους δύο Παλαιολόγους, ετοιμάσθηκαν να φύγουν στην Ιταλία. Μόνο όταν ο σουλτάνος τους επέτρεψε την με όρους διατήρηση των κτήσεων τους, καθησύχασαν κα ανέβαλαν τα σχέδια της προσωπικής τους φυγής.

Η ακαταστασία και η εξαθλίωση όμως που επικρατούσε στην Πελοπόννησο, η εικονική εξουδία των δεσποτών, η αδυναμία να πληρώσουν φόρο υποτέλειας και η προσπάθεια τους να επισύρουν με διπλωματικές αποστολές στις αυλές του πάπα Καλλίστου Γ’, του βασιλιά της Γαλλίας Καρόλους Ζ’ και του δούκα του Μιλάνου Φραγκίσκου Sforza, τη βοήθεια της Δύσης για να επικρατήσει ο καθένας μόνος του στο δεσποτάτο, ανησύχησαν τον σουλτάνο που φρόντισε να πραγματοποήσει την πρώτη του εκστρατεία εναντίον του Μορέως. Τον Μάιο του 1458 εισέβαλε στην Πελοπόννησο. Τελικά τον Ιούλιο του ίδιου χρόνου οι Βυζαντινοί αναγκάστηκαν να δεχθούν του σκληρούς όρους του σουλτάνου, που όριζαν ότι θα παραχωρούσαν στους Τούρκους περίπου το ένα τρίτο της Πελοποννήσου.

Μετά την αποχώρηση του σουλτάνου η κατάσταση στην Πελοπόννησο επιδεινώθηκε. Το 1459, οι άρχοντες και οι Αλβανοί έπεισαν τον Θωμά να παραβιάσει τους όρους της συνθήκης και να επιτεθεί ενατίον του αδελφού του και των τουρκικών κτήσεων. Η εχθρική στάση του Θωμά και η ανησυχία μήπως οι ξένες δυνάμεις επωφεληθούν από την αναρχία και καταλάβουν την χερσόνησο οδήγησαν τον Μωάμεθ να αποφασίσει την οριστική προσάρτηση της Πελοποννήσου στην αυτοκρατορία του.

Τον Μάιο του 1460 έφθασε στη Κόρινθο και κατευθύνθηκε εναντίον των εδαφών του Δημητρίου, ο οποίος δεν πρόβαλε καμία αντίσταση. Αφού κυρίευσε τον Μυστρά, τη πρωτεύουσα του Δεσποτάτου, που συμπτωματικά έπεσε στις 29 Μαΐου, ο σουλτάνος συνέχισε την πορεία του με σκοπό την κατάκτηση των εδαφών του Θωμά. Τον Ιούλιο του 1461 παραδόθηκε στον σουλτάνο και το τελευταίο ελληνικό κάστρο στην Πελοπόννησο το Σαλμενίκο. Όλη η Πελοπόννησος πια είχε υποταχθεί στους Τούρκους.

Οι τελευταίοι δεσπότες του Μορέως έζησαν εξόριστοι από την πατρίδα τους, ο ένας υποδουλωμένος στον σουλτάνο και ο άλλος περιφερώμενος στις δυτικές αυλές. Ο Δημήτριος έλαβε τις προσόδους των νησιών του βρειοανατολικού Αιγαίου (Ίμβρου, Λήμνου, Θάσου και Σαμοθράκης). Αφού διοίκησε τις κτήσεις του με αντιπροσώπουςτου, μένοναατς ο ίδιος στην Αδριανούπολη, έπεσε στη δυσμένεια του σουλτάνου, εξορίστηκε στο Διδυμότειχο και πέθανε το 1470 ως μοναχός με το όνομα Δαυίδ. Ο Θωμάς αναζητώντας πόρους ζωής, άφησε την οικογένεια του στην Κέρκυρα και περνώντας στην Αγκώνα έφθασε στη Ρώμη. Εκεί πρόσφερε την κάρα του Αγίου Ανδρέα στον πάπα και έζησε τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του προσπαθώντας να πείσει του ηγεμόνες της Δύσης να οργανώσουν σταυροφορία εναντίον των Τούρκων. Μετά τον θάνατό του, το 1465, ο καρδινάλιος Βησσαρίων ανέλαβε την κηδεμονία των ανήλικων παιδιών του, Ανδρέα, Εμμανουήλ και Ζωής, ενώ ο πάπας όρισε για τα έξοδα της ανατροφής τους μηνιαία χορηγία 300 δουκάτων.

Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους

error

Enjoy this blog? Please spread the word :)

Αρέσει σε %d bloggers: