Δεκεμβριανά (1944-1945)

Ως Δεκεμβριανά αναφέρεται σε μία σειρά ένοπλων συγκρούσεων που έλαβαν χώρα στην Αθήνα το Δεκέμβριο 1944 – Ιανουάριο 1945, ανάμεσα στις δυνάμεις του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και τις Βρετανικές και Κυβερνητικές δυνάμεις που ανήκαν σε ένα ευρύ πολιτικό φάσμα, από την σοσιαλδημοκρατία (όπως ο πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου ηγέτης του Δημοκρατικού Σοσιαλιστικού Κόμματος) έως την φιλομοναρχική δεξιά και τους πρώην συνεργάτες των κατακτητών.

Δεκεμβριανά (1944-1945)

Η απελευθέρωση της Αθήνας (12 Οκτωβρίου 1944) δεν κατάφερε να διώξει τη σκιά της σκληρής πραγματικότητας. Από τη μια ένα αυξανόμενο κλίμα πόλωσης και από την άλλη η τραγική οικονομική κατάσταση της χώρας, την οποία η κυβέρνηση Παπανδρέου δε μπορούσε να αντιμετωπίσει. Οι καταστροφές που είχε υποστεί η Ελλάδα σε έμψυχο και άψυχο υλικό ήταν τεράστιες. Περίπου 90.000 άνδρες και γυναίκες είχαν πεθάνει πάνω από 3.500 πόλεις και χωριά είχαν καταστραφεί, περίπου 410.000 κατοικίες είχαν χαθεί.

Το 1/4 των δασών καταστράφηκε, ανυπολόγιστες ήταν οι απώλειες στην κτηνοτροφία και στην γεωργία, ενώ η έλλειψη πρώτων υλών είχε προκαλέσει την ελαχιστοποίηση της βιομηχανικής παραγωγής. Παράλληλα, είχε καταστραφεί η πλειονότητα των υποδομών της χώρας. Σχεδόν ολοσχερής ήταν η καταστροφή των συγκοινωνιών. Οι βασικότερες οδικές αρτηρίες, γέφυρες και λιμάνια ήταν ακατάλληλα. Σε σχέση με τα δημόσια οικονομικά, η κυβέρνηση είχε να αντιμετωπίσει την έλλειψη χρημάτων, το σοβαρό έλλειμμα αλλά τον συνεχώς αυξανόμενο πληθωρισμό.

Το πρόβλημα ΕΛΑΣ του Γεωργίου Παπανδρέου

Η κυριαρχία του ΕΛΑΣ στο μεγαλύτερο μέρος της χώρας αποτελούσε ένα κύριο πρόβλημα για τον Παπανδρέου, ειδικότερα όταν υπήρχε ο φόβος για παράδοση της χώρας στα των κομμουνιστών. Πρωταγωνιστές βέβαια των εξελίξεων συνέχιζαν να είναι οι Βρετανοί όπου η πολιτική τους απέβλεπε στην επιβολή μιας κατάστασης που θα εξασφάλιζε τα συμφέροντα τους. Τους δύο πρώτους μήνες της απελευθέρωσης η διάρθρωση των στρατιωτικών δυνάμεων αποτέλεσε ζήτημα κρίσιμης σημασίας, εφόσον είχε άμεση συνάρτηση με την πολιτική εξουσία αυτή καθ’ αυτή. Ο Γεώργιος Παπανδρέου οργάνωσε άμεσα την επιστροφή στην Ελλάδα της «Ορεινή Ταξιαρχίας», που είχε δημιουργηθεί στη Μέση Ανατολή ως αποτέλεσμα των στρατιωτικών κινημάτων και της εκκαθάρισης των αριστερών από τις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις. Τόσο τα παλαιά αστικά κόμματα όσο και οι Βρετανοί επιθυμούσαν την αποστράτευση του ΕΛΑΣ και τη συγκρότηση νέου εθνικού στρατού. Στις αρχές Νοεμβρίου Παπανδρέου και Σκόμπι είχαν αποφασίσει ότι ο ΕΛΑΣ και ο ΕΔΕΣ θα αποστρατευθούν ως τις 10 Δεκεμβρίου, γεγονός που το ακολούθησαν μακρές διαπραγματεύσεις μεταξύ της κυβέρνησης και του ΕΑΜ. Στα σχέδια δεν περιλαμβάνονταν η «Ορεινή Ταξιαρχία», η Αστυνομία και η Χωροφυλακή, όπως επίσης η επίσημη οργάνωση Χ του Γρίβα.

Τα Δεκεμβριανά

Την 1η Δεκεμβρίου μετά την αποτυχία των σχετικών διαπραγματεύσεων η κυβέρνηση, που συνεδρίαζε χωρίς τη συμμετοχή των ΕΑΜικών υπουργών, διέταξε τη παράδοση της Εθνικής Πολιτοφυλακής του ΕΛΑΣ στα Τάγματα Εθνοφυλακής, δηλαδή στις δικές της δυνάμεις. Την ίδια ημέρα το ΕΑΜ απέσυρε τους υπουργούς του από την κυβέρνηση, ανακοίνωσε ότι θα διοργάνωνε συγκέντρωση διαμαρτυρίας την Κυριακή 3 Δεκεμβρίου και κήρυξε γενική απεργία τη Δευτέρα 4 Δεκεμβρίου. Παρά την απαγόρευση της από την κυβέρνηση η διαδήλωση πραγματοποιήθηκε, αλλά οι διαδηλωτές στην πλατεία Συντάγματος δέχθηκαν πυροβολισμούς που ρίχθηκαν από το κτίριο της Αστυνομικής Διεύθυνσης της Αθήνας για λόγους που παραμένουν ανεξήγητοι, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν 17 άτομα και να τραυματιστούν πολλά άλλα.

Το κλίμα στην Αθήνα άρχισε να γίνεται βαρύ και ο ΕΛΑΣ κινητοποίησε τις δυνάμεις του. ήδη εκείνο το βράδυ υποστηρικτές του ΕΑΜ απάντησαν αποκλείοντας και κάνοντας επιθέσεις σε αστυνομικά τμήματα σε όλη την Αθήνα. Την επομένη, κατά την κηδεία των θυμάτων, πραγματοποιήθηκαν νέες συγκεντρώσεις από το ΕΑΜ, όπου και πάλι δέχτηκαν πυρά τα οποία προκάλεσαν νέους θανάτους. Το ίδιο βράδυ υπέβαλλε την παραίτηση του ο πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου τελικά όμως παρέμεινε στο αξίωμα του μετά από Βρετανικές πιέσεις.

Η ηγεσία του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ φάνηκε να αιφνιδιάστηκε, ενώ ο αρχικός στόχος των μαχητών στην Αθήνα ήταν τα τελευταία υπολείμματα αυτών που συνεργάστηκαν με τα SS το 1944. Η ιδέα ενός συνολικού σχεδίου για επίθεση του ΕΛΑΣ για την κατάληψη της Αθήνας φαίνεται ότι δεν υπήρχε, εφόσον οι πρώτες μάχες ήταν σποραδικές και δε βασίζονταν σε συγκεκριμένο σχεδιασμό. Αν και οι συγκρούσεις προοδευτικά κλιμακώνονταν, τις πρώτες μέρες είχαν τη μορφή κλεπτοπόλεμου. Αρχικά οι μαχητές του ΕΛΑΣ προσπαθούσαν να καταστρέψουν τις ελληνικές μονάδες των αντιπάλων τους, χωρίς όμως να εμπλακούν σε μάχες με βρετανικά στρατεύματα, εφόσον οι Βρετανοί δε είχαν εχθρικά αισθήματα.

Η σύγκρουση είχε πλέον αρχίσει και αρχικά φάνηκε να κλίνει υπέρ του ΕΛΑΣ, που οι ελεύθεροι σκοπευτές του περιόρισαν τους Βρετανούς και τους Έλληνες αντιπάλους τους σε μια μικρή περιοχή στο κέντρο της Αθήνας. Ο ΕΛΑΣ δε μπορούσε να αντιμετωπίσει τις τακτικά οργανωμένες και εκπαιδευμένες βρετανικές δυνάμεις, ούτε τη σημαντική υπεροπλία και δύναμη πυρός, εφόσον ακόμη και τα αεροπλάνα σφυροκοπούσαν θέσεις του ΕΛΑΣ.

Η ηγεσία του ΕΑΜ-ΚΚΕ υπερεκτίμησε τη δύναμη του ΕΛΑΣ και αντίστοιχα υποτίμησε τις βρετανικές δυνάμεις και ξεκίνησε μια μάχη χωρίς σαφή επιχειρησιακό σχεδιασμό. Αυτό φαίνεται και από το ότι, χωρίς κάποια εμφανή αναγκαιότητα, δυνάμεις του ΕΛΑΣ εξαπέλυσαν επίθεση εναντίον του Ζέρβα στην Ήπειρο. Το ΕΑΜ-ΚΚΕ προσδοκούσε σε βοήθεια από το εξωτερικό, η οποία ποτέ δεν έφτασε.

Οι Βρετανοί με την έναρξη των συγκρούσεων παρουσιάστηκαν αποφασισμένοι στο μέγιστο βαθμό να λύσουν το θέμα με τη δύναμη των όπλων. Στο πλαίσιο αυτό έφτασαν στην Αθήνα βρετανικές ενισχύσεις και στις 15 Δεκεμβρίου οι Βρετανοί κατόρθωσαν όχι μόνο να αντισταθούν αλλά και να περάσουν στην αντεπίθεση. Στο πλευρό των συμμαχικών δυνάμεων εντάχθηκαν πολλά μέλη αντοκομμουνιστικών οργανώσεων με αποτέλεσμα η Εθνοφυλακή που αριθμούσε 15.000 μέλη στα τέλη Δεκεμβρίου, τον Ιανουάριο να αριθμεί 23.000.

Ο ταξικός εμφύλιος

Η διαίρεση που προκάλεσε η σύγκρουση του Δεκεμβρίου ήταν βαθύτερη από κάθε άλλη φορά, προκαλώντας μια αδιανόητη υστερία και κάνοντας τη σύγκρουση να διαφαίνεται ταξική. Από τη μια οι Βρετανοί σε μπλόκο συνέλαβαν και φυλάκισαν 15.000 υπόπτους συμπαθούντες την Αριστερά, εκ των οποίων 8.000 εκτοπίστηκαν σε στρατόπεδα στη Μέση Ανατολή. Από την άλλη, μονάδες του ΕΛΑΣ, απαντώντας με ωμό τρόπο, εκτέλεσαν μέλη «αντιδραστικών» οικογενειών της Αθήνας, θάβοντας τους σε ομαδικούς τάφους.

Οι Βρετανοί είχαν διαπιστώσει ότι το ελληνικό πρόβλημα δε θα λυνόταν μόνο με στρατιωτικά μέσα, αλλά χρειαζόταν και πολιτική λύση. Συμφωνήθηκε να ζητηθεί από το βασιλιά να ορίσει αντιβασιλέα τον Αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό, ένα πρόσωπο ευρύτερης λαϊκής αποδοχής, για να συντονίσει-δρομολογήσει τις απαραίτητες ενέργειες για τον τερματισμό των εχθροπραξιών.

Στις 30 Δεκεμβρίου ο Γεώργιος ο Β’ ανακοίνωσε το διορισμό του Δαμασκηνού ως Αντιβασιλέα και έδωσε την υπόσχεση του να μην επιστρέψει στην Ελλάδα παρά μόνο έπειτα από ελεύθερη απόφαση του ελληνικού λαού. Στις 3 Ιανουαρίου 1945 σχηματίστηκε νέα κυβέρνηση, υπό τον Νικόλαο Πλαστήρα, χωρίς τη συμμετοχή ΕΑΜικών στελεχών.

Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους

Ένα σχόλιο

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *