Οι δίδυμοι ήρωες είναι οι πρωταγωνιστές τμήματος του Πόπολ Βου. Οι μεγαλύτεροι σε ηλικία δίδυμοι ήρωες, παιδιά των προφητών Σπιγιακόκ και Σμουκάνε, έχουν ονομαστεί από τις ημερολογιακές μέρες Χουν Χουνάπου (Ένα Χουνάπου) και Βουκούμπ Χουνάπου (Επτά Χουνάπου).
Ο Χουν Χουνάπου έχει δύο γιους, τον Χουν Μπατζ και τον Χουν Τσουέν, μεγάλους καλλιτέχνες εκπαιδευμένους από τον πατέρα τους και το θείο τους. Η Σκικ, που μένει έγκυος από τον Χου Χουνάπου, γεννά ένα άλλο ζευγάρι διδύμων, τους Σμπαλάνκε και Χουνάπου, τους σπουδαίους δίδυμους ήρωες που σκότωσαν το πουλί-τέρας Βούκουμπ Κακίς. Αλλά η θεαματικότερη νίκη τους είναι αυτή επί των θεών του θανάτου και των διαμόνων του Σιμπάλμπα, του τρομακτικού Κάτω Κόσμου.
Ο Χουν Χουνάπου και ο Βουκούμπ Χουνάπου αρέσκονται πολύ να παίζουν, είτε ρίχνοντας ζάρια είτε παίζοντας μπλά στην αίθουσα της μπάλας με τους γιους του Χουν Χουνάπου, τον Χουν Μπατς και τον Χουν Τσουέν. Μολονότι βρίσκεται στη γη, η αίθουσα αυτής της μπάλας είναι και το μονοπάτι για το σκοτεινό υπόγειο βασίλειο του Χιμπάλμπα. Οι σημαντικότεροι άρχοντες του Σιμπάλμπα, ο Χουν Κάμε και ο Βουκούμπ Κάμε (Ένας Θάνατος και Επτά Θάνατος), οργίζονται με το δυνατό θόρυβο της μπάλας από πάνω και συγκαλούν όλους τους θεούς και δαίμονες του θανάτου και της αρρώστιας για να αποφασίσουν πώς θα νικήσουν και θα σκοτώσουν τους διδύμους.
Στέλνουν πέντε κουκουβάγιες-αγγελιοφόρους στην επιφάνεια, για να προκαλέσουν τον Χουν Χουνάπου και τον Βουκούμπ Χουνάπου να παίξουν μαζί τους μπάλα στο Σιμπάλμπα. Μολονότι η μητέρα τους Σμουκάνε προσπαθεί να τους πείσει να μην πάνε, οι δυο τους συμφωνούν να ακολουθήσουν τις κουκουβάγιες στο φοβερό Κάτω Κόσμο.
Το μονοπάτι για το Χιμπάλμπα είναι μακρύ και επικίνδυνο, και οι δίδυμοι πρέπει να ξεπεράσουν εμπόδια, όπως άγρια ρεύματα, αγκαθωτά καρφιά και έναν ποταμό αίματος. Αφού τα ξεπερνούν όλα επιτυχώς, φτάνουν σε ένα σταυροδρόμι με τέσσερα μονοπάτια διαφορετικών χρωμάτων. Διαλέγουν λανθασμένα το μαύρο μονοπάτι, που σηματοδοτεί την αρχή της καταστροφής τους.
Όταν φτάνουν στο Χιμπάλμπα, χαιρετούν τους άρχοντες του Κάτω Κόσμου, αλλά στην πραγματικότητα πρόκειται για ξύλινα ομοιώματα ντυμένα σαν τους θεούς του θανάτου. Οι κάτοικοι του Σιμπάλμπα γελούν σατανικά, σίγουροι πια για τη νίκη τους. Καλούν τον Χουν Χουνάπου και τον Βουκούμπ Χουνάπου να καθίσουν σε έναν πάγκο που δεν είναι συνηθισμένο κάθισμα, αλλά μάλλον μια καυτή πέτρινη πλάκα.
Οι δίδυμοι πετάχτηκαν από τον πάγκο αφού είχαν κάψει τα οπίσθια τους. Έπειτα οι άρχοντες του Χιμπάλμπα δίνουν στους δίδυμους πούρα και δαυλούς που πρέπει να παραμείνουν αναμμένοι και ανέπαφοι όλη τη νύχτα, ενώ θα βρίσκονται στον Οίκο του Σκότους. Την αυγή οι θεοί του θανάτου βλέπουν ότι οι δίδυμοι δεν έφεραν εις πέρας αυτή την απίθανη αποστολή, αφού τα πούρα και οι δαυλοί είχαν καεί.
Ξεγελασμένοι και νικημένοι από τους άρχοντες του Χιμπάλμπα οι δίδυμοι ήρωες θυσιάζονται και θάβονται στην αίθουσα της μπάλας του Κάτω Κόσμου. Ως σημάδι της νίκης τους, οι θεοί του Κάτω Κόσμου βάζουν το κεφάλι του Χουν Χουνάπου σε ένα ξερό δέντρο. Αμέσως το δέντρο αυτό γεμίζει κολοκύθες, και το κεφάλι μεταμορφώνεται σε έναν από αυτούς τους στρογγυλούς καρπούς. Η κόρη του Κάτω Κόσμου, Σκικ, μαθαίνει γι’ αυτό το δέντρο και πηγαίνει να το δει. Η κοπέλα αναρωτιέται δυνατά αν θα μπορούσε να πάρει ένα καρπό. Το κεφάλι του Χουν Χουνάπου ακούει τη Σκικ και της λέει ότι οι καρποί δεν είναι τίποτα άλλο παρά κρανία. Παρ’ όλα αυτά η νέα ζητά έναν καρπό. Φτύνοντας στο χέρι της το κρανίο την αφήνει έγκυο.
Κάποια στιγμή ο πατέρας της Σκικ αντιλαμβάνεται την εγκυμοσύνη της και απαιτεί να μάθει ποιος είναι ο πατέρας. Μολονότι η Σκικ σταθερά αρνείται ότι έχει γνωρίσει άντρα, είναι ανώφελο, ο πατέρας της αποφασίζει να την σκοτώσει. Οι κουκουβάγιες-αγγελιοφόροι παίρνουν τότε μακριά την κοπέλα για να θυσιαστεί, αλλά εκείνη τις πείθει να την αφήνουν. Αντί για τη ματωμένη της καρδιά, επιστρέφουν με ένα χοντρό κομμάτο ρετσίνι, οι άρχοντες του θανάτου μεθούν με τη μυρωδιά του και δεν προσέχουν τις κουκουβάγιες που οδηγούν τη Σκικ στην επιφάνεια της γης. Με αυτόν τον τρόπο οι άρχοντες του Σιμπάλμπα ξεγελιούνται και νικούνται από την κόρη.
Φτάνοντας στο σπίτι της Σμουκάνε, μητέρας των σκοτωμένων διδύμων, η Σκικ αναφέρει ότι είναι νύφη της, σύζυγος του Χουν Χουνάπου. Όμως η Σμουκάνε, πεπεισμένη ότι οι γιοι της είναι νεκροί, δεν θέλει να έχει καμία σχέση με την έγκυο. Στέλνει όμως της Σκικ να μαζέψει καλαμπόκι από το χωράφι των Χουν Μπατζ και Χουν Τσουέν. Μολονότι το χωράφι έχει μόνο μία καλαμποκιά εκείνη επιστρέφει με μεγάλη ποσότητα καλαμποκιού και έτσι αποδεικνύει ότι είναι η γυναίκα του Χουν Χουνάπου. Η Σκικ γεννά τους δίδυμους ήρωες Χουνάπου και Σμπαλάνκε. Μολονότι είναι παιδιά του Χουν Χουνάπου αυτοί οι δίδυμοι ήρωες δεν είναι αποδεκτοί από τη Σμουκάνε, τη γιαγιά τους.
Οι νεότεροι δίδυμοι ήρωες
Οι νεότεροι δίδυμοι ήρωες μαθαίνουν να παίζουν και αυτοί μπάλα. Οι άρχοντες οργίζονται ξανά από τον ασταμάτητο θόρυβο πάνω από τα κεφάλια τους και στέλνουν τις κουκουβάγιες τους να καλέσουν τους διδύμους στον Κάτω Κόσμο. Κατεβαίνοντας στο Σιμπάλμπα, ο Χουνάπου και ο Σμπαλάνκε περνούν με επιτυχία ποτάμια από πύον και αίμα και άλλα θανατηφόρα εμπόδια, ώσπου φτάνουν και αυτοί στο σταυροδρόμι.
Εδώ ο Χουνάπου ξεριζώνει μια τρίχα από την κνήμη του και δημιουργεί ένα κουνούπι για να πάει μπροστά κατασκοπεύοντας και να τσιμπήσει τους άρχοντες του Κάτω Κόσμου. Το έντομο επιτίθεται πρώτα στις ξίλινες φιγούρες που κάθονται στους θρόνους, αλλά έπειτα βρίσκει τους πραγματικούς άρχοντες, και καθώς τους τσιμπάει, αυτοί φωνάζουν ο ένας το όνομα του άλλου. Με αυτόν τον τρόπο οι νεότεροι δίδυμοι ήρωες μαθαίνουν τα ονόματα όλων των αρχόντων του Κάτω Κόσμου.
Όταν ο Σμπαλάνκε και ο Χουνάπου φτάνουν στο παλάτι των αρχόντων του Κάτω Κόσμου, αγνοούν τα ξύλινα αγάλματα και το καυτό κάθισμα και χαιρετούν σωστά όλους τους θεούς του θανάτου με το όνομά τους. Ο έκπληκτοι άρχοντες του Σιμπάλμπα τούς στέλνουν έπειτα με τα πούρα και τους δαυλούς στον Οίκο του Σκότους. Οι δίδυμοι ήρωες, έξυπνα, βάζουν φτερά κόκκινου παπαγάλου στους δαυλούς και πυγολαμπίδες στα πούρα, για να φαίνονται σαν να είναι αναμμένα. Την αυγήοι δαυλοί και τα πούρα είναι ανέπαφα, σαν καινούργια. Οι δίδυμοι ήρωες έπειτα παίζουν μπάλα με τους θεούς του θανάτου, χάνοντας μερικές φορές επίτηδες.
Τη νύχτα περνούν και άλλες δοκιμασίες, αλλά χάρη στην πονηριά τους, γλιτώνουν ασφαλείς από τον Οίκο των Μαχαιριών, τον Οίκο του Κρύου, τον Οίκο των Ιαγουάρων, τον Οίκο της Φωτιάς. Τελικά τους στέλνουν στον Οίκο των Νυχτερίδων. Για να προστατευτούν οι δίδυμοι κρύβονται μέσα τα φυσοκάλαμά τους, αλλά ο Χουνάπου ξετρυπώνει λίγο, για να δει αν πλησιάζει η αυγή, και τη στιγμή εκείνη η φονική νυχτερίδα Καμαζότζ του κόβει το κεφάλι. Το κεφάλι του Χουνάπου το πηγαίνουν στην αίθουσα της μπάλας και οι θεοί του θανάτου και οι δαίμονες χαίρονται, αφού η νίκη τους επί των διδύμων φαντάζει τώρα βέβαιη.
Ωστόσο τις ώρες λίγο πριν την αυγή ο Σμπαλάνκε καλεί όλα τα ζώα να φέρουν διάφορες τροφές. Το κοάτι (παρόμοιο με ρακούν) φέρνει μια μεγάλη κολοκύθα και ο Σμπαλάνκε την βάζει στο ακρωτηριασμένο λαιμό του Χουνάπου σαν νέο κεφάλι. Μαγικά η κολοκύθα παίρνει τα χαρακτηριστικά του Χουνάπου και αποκτά όραση και ομιλία. Την αυγή οι δίδυμοι εμφανίζονται μαζί στην αίθουσα της μπάλας του Κάτω Κόσμου σαν να μην συνέβη τίποτα.
Οι θεοί του θανάτου αρχίζουν το παιχνίδι ρίχνοντας το πραγματικό κεφάλι του Χουνάπου αντί για μπάλα. Ο Σμπαλάνκε χτυπά το κεφάλι δυνατά που πετάγεται έξω από την αίθουσα, στο δάσος. Ένα κουνέλι, συμφωνημένο να περιμένει στα δέντρα, αμέσως πετάγεται μακριά, μπερδεύοντας τους θεούς του θανάτου, ο Σμπαλάνκε παίρνει το πραγματικό κεφάλι του Χουνάπου και το ξαναβάζει στο σώμα του. Όταν επιστρέφουν οι θεοί του θανάτου, οι δίδυμοι πετούν την κολοκύθα στην αίθουσα. Έτσι οι μπερδεμένοι και έκπληκτοι θεοί του θανάτου, νικούνται πραγματικά στην θυσιαστήρια αίθουσα του Κάτω Κόσμου.
Μολονότι ο Σμπαλάνκε και ο Χουνάπου έχουν νικήσει, ξέρουν ότι οι θεοί του θανάτου δεν θα ησυχάσουν αν δεν τους σκοτώσουν Οι άρχοντες του Σιμπάλμπα φτιάχνουν ένα μεγάλο φλεγόμενο σωρό και καλούν τους δίδυμους να πηδήξουν από πάνω του. Ωστόσο, γνωρίζοντας ότι οι θεοί θέλουν μόνο τον θάνατό τους πηδούν γενναία στο σωρό και πεθαίνουν. Οι θεοί του Χιμπάλμπα τότε αλέθουν τα καμένα κόκαλά τους και τα πετούν στο ποτάμι. Τα κόκαλα δεν παρασύρονται μακριά, αλλά κατασταλάζουν στον βυθό, και σε πέντε ημέρες οι δίδυμοι ήρωες επανεμφανίζονται ως άνθρωποι-ψάρια.
Την επόμενη μέρα επιστρέφουν στο Χιμπάλμπα ντυμένοι με κουρέλια, μεταμφιεσμένοι σε φτωχούς πλανόδιους καλλιτέχνες. Ακούγοντας για τους υπέροχους χορούς τους, οι άρχοντες του Σιμπάλμπα τους διατάζουν να χορέψουν στο παλάτι. Μετά από πολλούς χορούς, λένε στους δίδυμους να θυσιάσουν ένα σκυλί και μετά να το αναστήσουν. Το κάνουν, όπως ακριβώς έπειτα θυσιάζουν έναν άνδρα και μετά τον ανασταίνουν και αυτόν. Ο Σμπαλάνκε αποκεφαλίζει τον Χουνάπου και του βγάζει την καρδιά, και μετά τον επαναφέρει ξανά στη ζωή.
Οι κύριοι θεοί του θανάτου, Χουν Καμέ και Βουκούμπ Καμέ, ενθουσιάζονται και, εκστασιασμένοι με αυτόν τον θαυματουργό χορό και πάνω στον ενθουσιασμό τους, ζητούν να σκοτωθούν. Οι δίδυμοι σκοτώνουν τον έναν από αυτούς, αλλά τον αφήνουν νεκρό χωρίς ζωή. Έτσι με πονηριά και εξυπνάδα οι δίδυμοι κατανίκησαν το μοχθηρό βασίλειο του Χιμπάλμπα.
Εμφανιζόμενοι στους ηττημένους κατοίκους του, αποκαλύπτουν τις πραγματικές ταυτότητες τους και απειλούν να τους σκοτώσουν όλους. Οι κάτοικοι του Χιμπάλμπα ικετεύουν για έλεος και τους λένε που είναι θαμμένοι ο πατέρας και ο θείος τους. Τότε οι δίδυμοι συμφωνούν να τους αφήσουν να ζήσουν, αλλά τους λένε ότι δεν θα ξαναγίνουν ποτέ ισχυροί.
Οι δίδυμοι έπειτα μιλούν στα λείψανα του πατέρα και του θείου τους, βεβαιώνοντας τους ότι θα συνεχίσουν να είναι σεβαστοί και να λατρεύονται. Ο Σμπαλάνκε και ο Χουνάπου ανεβαίνουν έπειτα στους ουρανούς, όπου γίνονται ο ήλιος και η σελήνη.