Οι γυναίκες έπαιζαν καθοριστικό ρόλο στην ιδιωτική και τη δημόσια ζωή στη Ρώμη. Τα ανύπαντρα κορίτσια στην Πομπηία, όπως και εκείνα στη Ρώμη, ζούσαν σχετικά απομονωμένα, αλλά, όταν παντρεύονταν, αποκτούσαν μεγαλύτερη ελευθερία. Οι παντρεμένες Ρωμαίες, αντίθετα από τις αντίστοιχες Ελληνίδες, δεν ήταν υποχρεωμένες να μένουν μέσα στο σπίτι, αλλά έβγαιναν έξω για να ψωνίσουν και να επισκεφθούν τις φίλες τους. Συμμετείχαν επίσης σε δείπνα με τους συζύγους τους. Οι γάμοι κανονίζονταν από τους γονείς.

Τα νεαρά κορίτσια ηλικίας 14-15 χρόνων θεωρούνταν αρκετά μεγάλα για γάμο, όπως και τα αγόρια στην ηλικία των 17, μολονότι τα δεύτερα σπάνια παντρεύονταν τόσο νωρίς. Υπήρχαν τουλάχιστον δύο τύποι γαμήλιων συμβολαίων: το συμβατικό (convetio in manum) και το απεριόριστο (matrimonio sine manu) συμβόλαιο.
Με το πρώτο – και αρχαιότερο – συμβόλαιο η γυναίκα γινόταν «οικοδέσποινα»: θεωρούνταν μέλος της οικογένειας του συζύγου της και βρισκόταν στην «εξουσία του πεθερού» της (patria potestas), μαζί με όλες τις υπόλοιπες κόρες του. Αυτός ο τύπος γάμου περιλάμβανε μια σειρά τελετουργικών, όπως το confarreatio, που πήρε το όνομα του από το ψωμί από αλεύρι όλυρας (farrum), που μοιραζόταν το ζευγάρι, και το coemptio, την πώληση -αρχικά πραγματική, αργότερα συμβολική- της νύφης από τον πατέρα της προς το νέο σύζυγο.
Με ένα γάμο sine manu η νύφη παρέμενε στην εξουσία του πατέρα της και, συνεπώς, δεμένη στην οικογένεια της. Αυτός ο τύπος συμβολαίου ήταν λιγότερο δεσμευτικός από τον πρώτο και και μπορούσε να διαλυθεί με κοινή συναίνεση του ζευγαριού, ενώ τις τελευταίες μέρες της δημοκρατίας έγινε πολύ δημοφιλής.
Στον λιγότερο επίσημο γάμο, που βασιζόταν στον περιουσιακό νόμο (usus) ο άντρας και η γυναίκα έπρεπε να συμβιώσουν μόνο για ένα χρόνο. Εκτός από το συμβόλαιο usus ο νόμος αυτός υποχρέωνε τη νύφη να μετακομίσει στο σπίτι του γαμπρού, ή το αντίθετο, και για τον οποίο -σε περίπτωση που γιορταζόταν- δινόταν μόνο ένα δείπνο, τα υπόλοιπα συμβόλαια συνοδεύονταν από παραδοσιακά τελετουργικά και εορτασμούς.
Η νύφη φορούσε λευκό χιτώνα, δεμένο στη μέση με ζώνη, και κάλυπτε το κεφάλι της με κόκκινο πέπλο. Έφευγε από το σπίτι της παιδικής της ηλικίας για να ακούσει την ανάγνωση του γαμήλιου συμβολαίου ενώπιον μαρτύρων.
Όταν τελείωναν τα οικονομικά και πρακτικά προκαταρκτικά, άρχιζε η πραγματική τελετή. Η pronuba, μια οικοδέσποινα και φίλη της οικογένειας που έπρεπε να είναι ακόμα παντρεμένη με τον πρώτο της σύζυγο, κρατούσε ενωμένα τα χέρια του γαμπρού και της νύφης, σύμβολο της ένωσης τους ως άνδρα και γυναίκας. Μετά το παραδοσιακό δείπνο και τις τελευταίες προπόσεις, ξεκινούσε η πομπή του γάμου, με επικεφαλής τη νύφη και τρία παιδιά: τα δύο περπατούσαν εκατέρωθεν της νύφης και το τρίτο προπορευόταν κρατώντας ένα αναμμένο δαδί προερχόμενο από το σπίτι της. Η νύφη κρατούσε ένα αδράχτι και ακολουθούσαν όλοι οι καλεσμένοι.
Όταν έφτανε στο σπίτι του συζύγου της, η πόρτα άνοιγε και η νύφη προέβαινε σε μια εξευμενιστική πράξη, διακοσμώντας την είσοδο με μάλλινες λωρίδες, βουτηγμένες σε αρωματισμένο λίπος χοίρου. Ο γαμπρός που είχε φτάσει στο σπίτι νωρίτερα τη ρωτούσε το όνομα της και λάμβανε την τυπική απάντηση: «Ubi tu Gaious, ego Gaia» (Αφού εσύ είσαι ο Γάιος, εγώ είμαι η Γαΐα). Στη συνέχεια σήκωνε τη νύφη στα χέρια του και περνούσε το κατώφλι.
Με πληροφορίες από: nationalgeographic