Γραμπούσα Κρήτης

Στα μέσα του 1825 οι Κρήτες πατριώτες που είχαν καταφύγει στην Πελοπόννησο, μετά την δράση του Χουσεΐν στο νησί και πολεμούσαν μαζί με τους άλλους Έλληνες, αποφάσισαν να αναζωπυρώσουν την επανάσταση στην Κρήτη. Ένα μικρό σώμα ανδρών με αρχηγούς τους Δημ. Καλλέργη και Εμμανουήλ Αντωνιάδη έφθασε στην Κρήτη, με πλοία σπετσιώτικα, και αποβιβάστηκε στη Γραμπούσα.

Γραμπούσα Κρήτης
Ο Εμμανουήλ Αντωνιάδης

Με ευφυές στρατηγικό σχέδιο κατόρθωσαν να γίνουν κύριοι του φρουρίου στις 9 Αυγούστου 1825 και την άλλη μέρα άλλοι επαναστάτες κατέλαβαν το φρούριο στην Κίσαμο. Έτσι η Επανάσταση ξαναζωντανεύει στην Κρήτη, στις δυτικές περιοχές του νησιού και αρχίζει μια δεύτερη περίοδος, η λεγόμενη περίοδος της Γραμπούσας.

Η αναζωπύρωση στις άλλες περιοχές της Κρήτης δεν ήταν εύκολη γιατί οι περισσότεροι οπλαρχηγοί εκεί είχαν δηλώσει υποταγή στους Τουρκοαιγυπτίους και ο Μουσταφά πασάς, που είχε διαδεχθεί τον Χουσεΐν, φαινόταν να ελέγχει απόλυτα την κατάσταση. Επιδιώκοντας να φανεί ειρηνοποιός είχε δώσει διαταγή στους γενίτσαρους με την απειλή ότι θα πατάξει με κάθε τρόπο, ακόμη και με απαγχονισμό, τις υπερβασίες τους εις βάρος των χριστιανών. Ανάλογη υποταγή απαιτούσε και από τους Κρητικούς ιδιαίτερα μάλιστα από τους Σφακιανούς.

Η κατάληψη της Γραμπούσας και της Κισάμου θορύβησε τον Μουσταφά, ο οποίος εξεστράτευσε αμέσως, με δύναμη 2.000 ανδρών. Η προσπάθεια του να ανακτήσει το φρούριο της Γραμπούσας απέτυχε, αλλά κατόρθωσε να εμποδίσει την εξάπλωση της ανταρσίας στις δυτικές επαρχίες. Οι επαναστάτες περιορίστηκαν στη Γραμπούσα, όπου για να συντηρούνται, αναγκάστηκαν να τραπούν στην πειρατεία. Για δύο περίπου χρόνια το φρούριο ήταν ορμητήριο πειρατικών επιδρομών κατά των κρητικών παραλίων και κατά των διερχομένων πλοίων, τόσο των τουρκικών, όσο και των ευρωπαϊκών. Στη Γραμπούσα οργανώθηκε οικισμός και χτίστηκε εκκλησάι της Παναγίας της Κλεφτρίνας με πρωτοβουλία του προηγουμένου της Γωνιάς Παρθενίου και του Δ. Χρυσαφόπουλου. Την εκκλησία εγκαινίασε ο επίσκοπος Αρδαμερίου Ιγνάτιος, ο οποίος δίδαξε στο ελληνικό σχολείο της Γραμπούσας.

Το φρούριο οργανώθηκε και ενισχύθηκε. Μ εσυνρομές Κρητών και Ελλήνων άλλων περιοχών αγοράστηκε η γολέττα «Περικλής» του Τομπάζη, που μετέφερε εφόδια και τρόφιμα στη φρουρά της Γραμπούσας. Μια προσωρινή Διοικούσε Επιτροπή με την επωνυμία «Κρητικόν Συμβούλιον» σχηματίστηκε και αποτελούσε την επίσημη επαναστατική αρχή. Πρόεδρος ήταν ο Β. Χάλης και μέλη ο Μαρτιμιανός Περάκης, ο Δ. Βλαστός, ο Ν. Παπαδάκης, ο Π. Ιωάννου, ο Ν. Γεωργίου, ο Β. Ιωαννίδης, ο Ιω. Ξάνθης, ο Ν. Λιμπρίτης. Γραμματέας ο Α. Ποθητός.

Η συνθήκη της 6ης Ιουλίου 1827 επηρέασε και τα κρητικά πράγματα. Ο Τομπάζης έγραψε στους Κρητικούς να αναζωπυρώσουν και να επεκτείνουν με κάθε θυσία την επανάσταση στο νησί, γιατί, κατά τις πληροφορίες και τις εκτιμήσεις της εποχής, μόνο οι επαναστατημένες περιοχές θα εντάσσονταν στα όρια του μέλλοντος να ιδρυθεί ελληνικού κράτους. Η Κρήτη έπρεπε να βρίσκεται σε επανάσταση για να είναι δυνατή η προβολή του αιτήματος. Έτσι, στις αρχές του φθινοπώρου 1827 άρχισαν οι κινήσεις για στρατολογία Κρητικών από Πελοπόννησο και τα νησιά, όπου είχαν προσφύγει μετά την καταστολή της Επανάστασης στην Κρήτη, καθώς και εθελοντών.

Ένα σώμα 1.000 Κρητικών και άλλων 100 μεταφέρθηκε από τον Μιαούλη και άλλους Υδραίους καπεταναίους στη Γραμπούσα κατά τα τέλη Οκτωβρίου 1827, για να παρακινήσουν σε εξέγερση τις κρητικές επαρχίες. Επειδή ωστόσο οι Σφακιανοί φάνηκαν απρόθυμοι, οι επαναστάτες αποφάσισαν να οργανώσουν εκστρατεία στην περιοχή του Μεράμπελλου και να υποκινήσουν εξέγερση στις ανατολικές επαρχίες. Στις 20 Νοεμβρίου ισχυρή δύναμη με αρχηγό τον Ιωάννη Χάλη, αποβιβάστηκε στον Άγιο Νικόλαο. Η τουρκική αντίσταση εξουδετερώθηκε τάχιστα και οι επαναστάτες κατευθύνθηκαν στο χωριό Κριτσά και από εκεί προς την περιοχή ης Νεάπολης. Στο τζαμί του χωριού πολιορκήθηκαν και πυρπολήθηκαν 400 Τούρκοι και η τουρκική δύναμη, που είχε σταλεί από το Ηράκλειο, με αρχηγό τον Λαδάογλου χτυπήθηκε και διαλύθηκε και ο ίδιος ο Λαδάογλου σκοτώθηκε.

Εν τω μεταξύ κατέφθαναν στην Κρήτη συνεχώς πολεμιστές από Κρητικούς της υπόλοιπης Ελλάδας και η δύναμη τους έφθασε τις 3.000. Εντούτοις, η απουσία γενικού αρχηγού και η έλλειψη πειθαρχίας οδήγησαν και αυτή την επιχείρηση σε κακό τέλος.

Λίγες μέρες αργότερα οι επαναστάτες που είχαν καταλάβει τα ανατολικά χωριά της επαρχίας Πεδιάδας δεν μπόρεσαν να αντιμετωπίσουν την επίθεση Τουρκαλβανών και υποχώρησαν άτακτοι. Η υποχώρηση θα ήταν πανωλεθρία, αν δεν επενέβαινε εγκαίρως ο αρχηγός του Λασιθίου Μαν. Καζάνης. Άλλοι ξαναγύρισαν στη Γραμπούσα και άλλοι έφυγαν στα νησιά, ενώ μικρότερες ομάδες κατέφυγαν στα απρόσιτα κρησφύγετα των βουνών.

Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών

Ένα σχόλιο

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *