Το πρώτο μυθιστόρημα της Πηνελόπης Δέλτα έχει το όνομα «Για την Πατρίδα». Εκδόθηκε το 1909. Η ιστορία του εκτυλίσσεται στην Βυζαντινή Αυτοκρατορία την περίοδο της βασιλείας του Βασιλείου Β΄Βουλγαροκτόνου (Μακεδονική Δυναστεία).
Για την Πατρίδα
Έλληνες και Βούλγαροι
Όσο ο Αυτοκράτορας Βασίλειος ο Β΄βρισκόταν στη Μικρασία στα 995, για να ελευθερώσει το Χαλέπι, που το πολιορκούσε ένα χρόνο ολόκληρο ο Εμίρης της Αιγύπτου, οι Βούλγαροι πήραν θάρρος και, σαν καταστρεπτική αντάρα, έπεσαν στη Μακεδονία.
Βασιλέας τους ήταν ο Σαμουήλ, άξιος αντίπαλος του Βασιλείου Β΄.
Ωφελήθηκε κείνος από την απουσία του Αυτοκράτορα και ρίχτηκε στη Μακεδονία με τον στρατό του, κυρίευσε πόλεις και φρούρια, έκαψε, ρήμαξε, αφάνισε ό,τι βρήκε στον δρόμο του, κατέκτησε πάλι σε λίγους μήνες όλη τη χώρα που είχε βάλει τέσσερα χρόνια να την ελευθερώσει ο Βασίλειος.
Κι έτσι έγινε κύριος της Ηπείρου, της Βόρειας και Δυτικής Μακεδονίας, της Θράκης και της Θεσσαλίας.
Πρωτεύουσα του ήταν η Αχρίδα, ψηλά χτισμένη μέσα στ’ άγρια βουνά, που σηκώνουν υπερήφανα και άφθαστα τις χίλιες κορυφές τους παράπλευρα στη λίμνη της Αχρίδας.
Στα τέλη του 995 έφθασε ο Σαμουήλ ως τη Θεσσαλονίκη, όπου φρούραρχος ήταν ο Αρμένης μάγιστρος Γρηγόριος Ταρωνίτης.
Για να τον υποχρεώσει να βγει να πολεμήσει στον κάμπο, ο Σαμουήλ έστειλε ένα μικρό σώμα ως κάτω από τα κάστρα της πόλης, ενώ ο ίδιος, με τον υπόλοιπο στρατό, του έστηνε καρτέρι.
Ο Γρηγόριος ανέθεσε στο γιο του τον Ασώτη να βγει με την προφυλακή να πολεμήσει τους Βούλγαρους προσκόπους. Και ο ίδιος ακολούθησε με όλη τη φρουρά που έμενε στη Θεσσαλονίκη.
Ο Ασώτης ήταν πολύ νέος.
Καταχαρούμενος που του ανέθεσε ο πατέρας του μια τέτοια σπουδαία εντολή, θέλησε να δείξει πως ήταν άξιος της εμπιστοσύνης του, βγήκε με τους διαλεχτούς του στρατιώτες και ορμητικά έπεσε πάνω στους εχθρούς.
Εύκολα τους έτρεψε σε φυγή. Αλλά στον ενθουσιασμό της νίκης απομακρύνθηκε πολύ κι έπεσε στην παγίδα που του είχε στήσει ο Σαμουήλ.
Ευθύς τον περικύκλωσαν οι Βούλγαροι. Αυτός σαν λιοντάρι πολεμούσε με μερικούς πιστούς του, και δεν εννοούσε να παραδοθεί.
Κοντά του πολεμούσε κι ένας παιδικός του φίλος, ο Αλέξιος Αργυρός.
Βλέποντας την καταστροφή αναπόφευκτη του φώναξε ο Ασώτης:
-Τρέξε, ξέφυγε τους, φθάσε ως τον πατέρα μου, πες του να έρθει όσο είναι καιρός ακόμη…
Ο Αλέξιος δεν περίμενε ν’ ακούσει περισσότερα, κέντησε τα πλευρά του αλόγου του και πετάχθηκε ακράτητος ανάμεσα στους Βουλγάρους.
Με μια σπαθιά άνοιξε το κεφάλι του πρώτου που ζήτησε να τον σταματήσει, χτύπησε έναν δυο άλλους, και ξεφεύγοντας από μέσα από τα βέλη που σαν βροχή έπεφταν γύρω του, έτρεξε κατά το φρούριο.
Ο μάγιστρος ωστόσο είχε δει τον κίνδυνο που έτρεχε ο γιος του, και πηλάλα κατέφθασε με τη φρουρά.
-Ο γιος μου! Πού είναι ο Ασώτης; φώναξε καθώς είδε τον Αλέξιο.
-Τρέχα! Πρόφθασε! Φθάσε! απάντησε λαχανιασμένος ο Αλέξιος. Βαστά ακόμη, μα δεν του μένουν παρά μια φούχτα άνδρες.
Και χωρίς να σταματήσει, γύρισε το άλογο του και ξαναρίχθηκε στη μάχη με τον Γρηγόριο και τους δικούς του.
Μάταια προσπάθησε ο Γρηγόριος να φτάσει ως τον γιο του. Τον περικύκλωσαν οι Βούλγαροι, και το πλήθος τους απέκοψε το μικρό ελληνικό σώμα.
Ο μάγιστρος είδε τον κίνδυνο και εννόησε πως ελπίδα σωτηρίας δεν του έμενε. Βαριά πληγωμένος κόλας, έγειρε στον Αλέξιο, που πολεμούσε κοντά του, και του έχωσε στο χέρι ένα χρυσομάνικο μαχαίρι, στολισμένο με πολύτιμες πέτρες.
-Δώσε το αυτό στον Ασώτη, είπε, και πες του να το μπήξει στο στήθος του κάλλιο, παρά να ξεχάσει τι χρωστά στην πατρίδα.
Στην αγριότητα της μάχης, μόλις πρόφθασε ο Αλέξιος να κρύψει το μαχαίρι στον κόρφο του.
Και ο μάγιστρος έπεσε από το άλογο νεκρός.
Χτυπώντας με λύσσα τους εχθρούς, ο Αλέξιος προσπάθησε με το σπαθί του, ν’ ανοίξει δρόμο ως τον Ασώτη, που τον έβλεπε ακόμη γερό στο άλογο του. Μα τη στιγμή που έφθανε πια κοντά του, το ζώο κυλίστηκε στα χώματα σκοτωμένο, σέρνοντας μαζί και τον Ασώτη.
Μ’ έναν πήδο βρέθηκε κι ο Αλέξιος καταγής.
-Πάρε το άλογο μου! φώναξε. Γρήγορα! Φύγε! Ωστόσο κρατώ τους εχθρούς…
Ήταν πια αργά. Το πλήθος των Βουλγάρων έπεσε απάνω τους, τους καταπόνησε, τους αιχμαλώτισε.
Και δεμένους τους έσυραν στον Σαμουήλ.
Αφού σκοτώθηκε ο Ταρωνίτης και καταστράφηκε η φρουρά τους, οι Θεσσαλονικείς κλείστηκαν στην πόλη τους και με τρόμο περίμεναν την εκδίκηση του Σαμουήλ.
Αυτός όμως δεν σκοτίστηκε πια με αυτούς, δεν έχασε καιρό σε πολιορκίες.
Ξέγνοιαστος πως πίσω του δεν άφηνε δυνάμεις ελληνικές που μπορούσαν να εμποδίσουν τους σκοπούς του, παράτησε τη Θεσσαλονίκη και τράβηξε για τη νότια Ελλάδα, αφού πρώτα έστειλε τους αιχμαλώτους του με συνοδεία στην Αχρίδα.
Στο μεταξύ ο Αυτοκράτορας είχε επιστρέψει στη Βασιλεύουσα, όπου έμαθε την καταστροφή της φρουράς της Θεσσαλονίκης, και το τέλος του Γρηγορίου Ταρωνίτη. Ταράχθηκε, φουρκίστηκε για την επιτυχία του Σαμουήλ, αλλά και λυπήθηκε πολύ γιατί ο Ταρωνίτης ήταν ένας από τους αγαπημένου του στρατηγούς.
Με τη συνηθισμένη του όμως δραστηριότητα, παραμέρισε πένθη και λύπες και, χωρίς να χάσει καιρό, έστειλε αμέσως έναν από τους ικανότερους του στρατηγούς, τον Νικηφόρο Ουρανό, με μεγάλο στρατό, να σταματήσει τους Βουλγάρους.
Ο Σαμουήλ είχε κατέβει στην κεντρική Ελλάδα και είχε προχωρήσει ως μέσα στην Πελοπόννησο.
Όπου περνούσε, δεν άφηνε πίσω του παρά στάχτη κι ερείπια.
Εκεί έφθασε η είδηση πως καινούργιος στρατηγός είχε φθάσει στη Θεσσαλονίκη με στρατό.
Ευθύς γύρισε πίσω, πέρασε τον Ισθμό της Κορίνθου, ανέβηκε στη Στερεά Ελλάδα, και σταμάτησε στον Σπερχειό, που ήταν πλημμυρισμένος και τον εμπόδιζε να περάσει με τον στρατό του.
Εκεί, κοντά στις Θερμοπύλες, κατέβηκε και τον πρόφθασε ο Ουρανός.
Ο ποταμός χώριζε τα δύο στρατόπεδα και ο Σαμουήλ και οι στρατιώτες του, με την ιδέα πως τα πλημμυρισμένα νερά θα εμπόδιζαν τους Έλληνες να περάσουν, δεν ανησύχησαν.
Ο Νικηφόρος Ουρανός όμως ζήτησε και μαι ρηχοτοπιά, και το βράδυ, σιωπηλά, πέρασε όλο το στρατό στην άλλη όχθη, όπου έπεσε πάνω στο κοιμισμένο στρατόπεδο των εχθρών και τους κατάκοψε.
Τόσοι Βούλγαροι σκοτώθηκαν εκείνη τη νύχτα, που ύστερα από είκοσι χρόνια, όταν πέρασε από κι ο Βουλγαροκτόνος πηγαίνοντας στην Αθήνα, ο ίδιος σάστισε σαν είδε τ’ αμέτρητα κόκαλα σκορπισμένα άταφα, που άσπριζαν την πεδιάδα ως πέρα.
Ο Σαμουήλ κι ο γιος του ο Ρωμανός πληγώθηκαν και ο δύο σ’ αυτήν την μάχη.
Κρυμμένοι όλη μέρα ανάμεσα στα πτώματα, έμειναν απαρατήρητοι. Και αφού νύχτωσε, σηκώθηκαν κι έφυγαν κρυφά.
Αψηφώντας τις πληγές τους και την κούραση, περπατούσαν τη νύχτα και κρύβονταν τη μέρα.
Μέρες και μέρες και με την επιμονή και το θάρρος τους, που δεν το έχασαν ποτέ, οι δύο αυτοί άνδρες κατόρθωσαν να περάσουν τα βουνά της Αιτωλίας και τ’ άγρια κορφοβούνια της Πίνδου, και να φτάσουν στην Ήπειρο, όπου είχαν συγκεντρώσει τις υπόλοιπες στρατιωτικές τους δυνάμεις και όπου ήξεραν πως οι Έλληνες δεν μπορούσαν να τους ακολουθήσουν.
…………………………………………………………………………
Πηνελόπη Δέλτα