Γελεκτσήδες ονομάστηκαν οι Μεσολογγίτες έφηβοι, 90 περίπου στον αριθμό, που οι περισσότεροι δεν ήταν παραπάνω από 15-16 χρονών και πρόσφεραν πολλά στις πολιορκίες και την Έξοδο του Μεσολογγίου. Πήραν το όνομά τους από το γιλέκο που φορούσαν για να μην τους βαραίνει η κάπα.
Τα παιδιά στην πρώτη γραμμή του πολέμου
Συμμετείχαν στον πόλεμο με τους εξής τρόπους:
- πετροπόλεμο
- κουβαλώντας νερό
- πολεμώντας στις επάλξεις δίπλα στους πολεμιστές και βοηθώντας τους
- αφαιρώντας το μολύβι από τις μπόμπες των εχθρικών κανονιών
- εφοδιάζοντας με αναγκαία όπλα και υλικά τους πολεμιστές
- ως ταχυδρόμοι.
Πετροπόλεμος
Τα παιδιά συμμετείχαν δυναμικά στην άμυνα του Μεσολογγίου . Χτυπούσαν με πέτρες τους Τούρκους καθώς αυτοί πλησίαζαν στους προμαχώνες κάνοντας γιουρούσι. Στο πολιορκημένο Μεσολόγγι η πέτρα γίνεται το όπλο του μαχόμενου παιδιού. Την ίδια ώρα που οι μεγάλοι πολεμούσαν με το γιαταγάνι, τα παιδιά έκαναν το δικό τους πόλεμο.
Οργανωτικός νους του πετροπόλεμου ήταν ο Γιώργος ο Μπούλαλας. Σιωπηλά παρακολουθούσε τον αγώνα του Μεσολογγίου και δεν ανεχόταν τις προσβολές. Ανήσυχος και σκεφτικός τριγύριζε πότε μέσα στην πόλη, πότε γύρω από το Φράχτη. Ζούσε τις αγωνίες των πολεμιστών. Ήθελε και αυτός να κάνει κάτι. Κάλεσε τα παιδόπουλα στην αγορά και τα παρότρυνε να πολεμήσουν τον εχθρό έχοντας ως όπλα τα χέρια τους και πολεμοφόδια τις πέτρες.
Τα παιδιά ενθουσιάστηκαν. Αμέσως γέμισαν τα σακούλια τους με πέτρες και βρέθηκαν στις πολεμίστρες δίπλα στους πολεμιστές. Και ο πετροπόλεμος άρχισε. Οι Τουρκαλβανοί σάστισαν. Κεφάλι δεν έμεινε γερό. Το Μεσολόγγι μιλούσε για το ηρωικό παιδί με την γενναία καρδιά. Μια τουφεκιά του εχθρού ξάπλωσε κάτω τον Μπούλαλα. Όμως τα παιδιά συνέχισαν τον πετροπόλεμο τιμώντας τη μνήμη του αρχηγού τους. Ο Μπούλαλας κείτονταν κοντά στον πατέρα του εκεί στα “Μνήματα “, γράφοντας μια ηρωική πράξη στην ιστορία του Μεσολογγίου.[13]
Οι Γελεκτσήδες υδροφόροι
Το βράδυ της πρώτης μέρας της πολιορκίας οι Τούρκοι έκοψαν το νερό στους Μεσολογγίτες, χαλώντας τον αγωγό του υδραγωγείου, που βρισκόταν έξω από το Φρούριο. Στην πόλη χρειάζονταν νερό καθαρό για τους λαβωμένους, γιατί αυτό που έβγαζαν από τα πρόχειρα πηγάδια, που άνοιξαν, ήταν αρμυρόγλυφο και δεν πινόταν. Έπρεπε, λοιπόν, να πάνε κάποιοι με προφύλαξη, γλιστρώντας σαν ίσκιοι ανάμεσα από τις εχθρικές σκηνές, σε μια γνωστή τους απόμερη πηγή. Αυτό το εγχείρημα, που ήταν πολύ επικίνδυνο, ανέλαβαν να φέρουν σε πέρας μια μικρή ομάδα παιδιών, ηλικίας από 12 μέχρι 15 χρονών το καθένα. Φτάνουν έρποντας πάνω από την πηγή και σχηματίζοντας αλυσίδα με τα κορμάκια τους, κατεβάζουν το πιο μικρό και ανάλαφρο της παρέας στο βάθος. Προμηθεύονται έτσι το νερό και γυρίζουν συρτά – συρτά πάλι στο Φρούριο, χαρούμενα κάτω από τις επευφημίες μικρών και μεγάλων.
Παίζοντας με τον πόλεμο
Στο πολιορκημένο Μεσολόγγι τα παιδιά μάζευαν τα βόλια του εχθρού και τα έδιναν στη Διοίκηση. Τα έχυναν σε ειδικά τήγανα και σχημάτιζαν πυρομαχικά για τη Φρουρά. Να σημειωθεί ότι σε αυτές τις εργασίες τα παιδιά έτρεχαν έχοντας ως παράδειγμα τον Επίσκοπο Ιωσήφ Ρωγών. Ως κληρικός, παρηγορούσε τους διωκόμενους από τον εχθρό. Περιέθαλπε τους φτωχούς. Με τις διδαχές και τα κηρύγματά του διατηρούσε άγρυπνη την εθνική συνείδηση των Μεσολογγιτών. Ο Ι. Ρωγών δίδασκε, καθοδηγούσε, νουθετούσε τα μικρά παιδιά. Τα φλόγιζε με το λόγο του και το παράδειγμά του.
Τα μικρότερα παιδιά, όταν ρίχνονταν οι μπόμπες, τις άρπαζαν αστραπιαία και τις πετούσαν πίσω στους εχθρούς ή τις αχρήστευαν βγάζοντας πολύ γρήγορα το φιτίλι, προτού να εκραγούν. Μια ομάδα μάλιστα από μικρά παιδιά, επηρεασμένα από τη μεγαλόπρεπη τελετή του ορκωμοσίας του Λόρδου Βύρωνα, που την έδωσε φορώντας την ελληνική φουστανέλα, πάνω στον τάφο του Μάρκου Μπότσαρη, παρατάχτηκε σε δυο σειρές στη Μεγάλη Ντάπια και ορκίστηκαν όλα τους, ζωσμένα ξύλινα σπαθιά στη μέση, να υπερασπιστούν μέχρι θανάτου την πατρίδα τους.
Τα πιο μεγάλα παιδιά πολεμούσαν με τ’ άρματα δίπλα στους Μεσολογγίτες. Πολλά παιδιά οπλισμένα καλά, γλιστρούσαν τις σκοτεινές νύχτες με μονόξυλα πάνω στη Λιμνοθάλασσα και ρίχνονταν στα μικρά εχθρικά πλεούμενα, τα λαντσόνια. Άλλα απ’ αυτά τα βούλιαζαν και άλλα τα κυρίευαν. Άλλες φορές έβγαιναν τις σκοτεινές νύχτες από το κάστρο και έκαναν «γιουρούσια», μικρές, επιθετικές δηλαδή εφόδους. Τα γιουρούσια αυτά, που ήταν εξαιρετικά επικίνδυνα, γοήτευαν τότε τους εφήβους και τα επιζητούσαν. Και τα πραγματοποιούσανε συνήθως με την άδεια του Φρούραρχου, όχι λίγες φορές όμως και χωρίς αυτήν. Η ομάδα διάλεγε νύχτα βροχερή ή με αέρα. Ήξερε καλά τα κατατόπια. Περνούσε το χάντακα και χωνότανε στο εχθρικό στρατόπεδο. Εκεί έπεφτε ξαφνικά πάνω στους εχθρούς και γινότανε μεγάλο κακό. Ανάστατο το στρατόπεδο. Σύγχυση και πανικός. Επιστρέφοντας η ομάδα στο κάστρο έφερνε όπλα, λάφυρα, ρούχα και τρόφιμα. Πολλές φορές όμως δεν γύριζαν όλα τα παιδιά της ομάδας.
Τα παιδιά μεγάλωναν μέσα στον πυρετό του πολέμου. Αρκετά απ’ αυτά, επώνυμα ή ανώνυμα, θυσιάζουν τη ζωή τους για τη Λευτεριά και πέφτουν σαν ήρωες αποτελώντας παράδειγμα προς μίμηση.
Γελεκτσήδες ταχυδρόμοι
Τα πιο μικρόσωμα παιδιά που γνώριζαν την τέχνη, εισχωρούσαν στο εχθρικό στρατόπεδο χωρίς να γίνουν αντιληπτά από τους Τούρκους και μετέφεραν την εμπιστευτική αλληλογραφία των πολιορκημένων στους έξω καπεταναίους. Δεν ήταν λίγες οι φορές που πολλά από αυτά πλήρωναν με την ίδια τη ζωή τους τη μεγάλη προσφορά τους στην πατρίδα. Ο Κιουταχής τρία από αυτά τα παιδιά -τα ονόματά τους δυστυχώς δεν σώθηκαν- τα κρέμασε στη μέση του στρατοπέδου του.
Ονόματα Γελεκτσήδων
- Γιωργάκης Χρ. Άρτης
- Γιωργάκης Κ. Βαλτινός
- Τάσος (Νταής) Βορίλας
- Πέτρος Γαλιώτος ή Αγγούρας
- Τασούλα Γυφτογιάννη
- Χρυσάφω Χ. Καραγγελέ
- Μανώλης
- Αντώνης Μπάκας
- Γιώργος Μπούλαλας
- Σπύρος Παπαλουκάς, γιος του αντιστράτηγου Αναστάσιου Παπαλουκά
- Παντελέων Πλατύκας
- Ζαφείρης Ν. Ράπεσης
- «Σφήκας»
- Μάνθος Τρικούπης
Με πληροφορίες από: https://el.wikipedia.org