Γαλαξίδι: μια καταστροφή που μπορούσε να αποτραπεί

Στις αρχές του καλοκαιριού του 1821 το Γαλαξίδι έστελνε σήματα κινδύνου στην Ύδρα και στις Σπέτσες. Έτσι στις 17 Ιουνίου οι Γαλαξιδιώτες και οι κάτοικοι των Σαλώνων τόνιζαν σε επιστολή τους προς τους προκρίτους των δύο νησιών ότι «όλα τα αδύναμα μέρη, γυναίκες, παιδιά και γέροντες από τα μέρη της Λιβαδειάς και των Σαλώνων» έχουν καταφύγει στην περιοχή, ενώ απειλητικός διαγραφόταν ο κίνδυνος για επίθεση του τουρκικού στρατού ή για απόβαση ναυτικών τουρκικών δυνάμεων. Στην απελπισία τους ζητούσαν από αποστολή πλοίων, αλλά και «στεριανή βοήθεια από την Άνδρο και τα λοιπά γειτονεύοντα νησιά», σε περίοδο που τα ανοιχτά μέτωπα της Πελοποννήσου αντιμετώπιζαν το ίδιο οξύ πρόβλημα.

Γαλαξίδι: μια καταστροφή που μπορούσε να αποτραπεί
Ο Δημήτριος Μακρής
Αν το σχέδιο του είχε ακολουθηθεί από τους Γαλαξιδιώτες ίσως να είχε αποτραπεί η καταστροφή του Γαλαξιδιού
.

Η μεγάλη νίκη των Ελλήνων στα Βασιλικά στις 25 και 26 Αυγούστου είχε συντελέσει στη δημιουργία κλίματος αισιοδοξίας και έτσι στις 11 Σεπτεμβρίου οι κάτοικοι της ηρωικής κωμόπολης, έτοιμοι για άμυνα αλλά και για αντεπίθεση αν ήταν αναγκαίο, απευθύνονταν στον Ανδρέα Ζαΐμη και ζητούσαν εκατό οκάδες μπαρούτι, βεβαιώνοντας πως διαθέτουν οκτώ πυροβόλα έτοιμα για δράση και οργανωμένες θέσεις στο λιμάνι για απόκρουση επίθεσης.

Την ίδια μέρα, που γράφτηκε η επιστολή, ο μισός τουρκικός στόλος με 2.500 άνδρες υπό τον Ισμαήλ μπέη Γιβραλτάρ, αφού τροφοδότησε τα φρούρια του Ρίου, Αντρρίου και της Ναυπάκτου, που η κατά ξηρά πολιορκία της διαλύθηκε τότε αμέσως, έπλευσε προς τη Βοστίτσα. Εκεί αποβίβασε στρατεύματα που κατέστρεψαν ότι είχε αφήσει όρθιο ο στρατός του κεχαγιάμπεη. Ο Καρά-Αλής παρέμενε με τον υπόλοιπο στόλο στην είσοδο του Κορινθιακού κόλπου για το ενδεχόμενο εμφάνισης του ελληνικού στόλου.

Μετά τη Βοστίτσα ο στόλος πέρασε στη απέναντι πλευρά του Κορινθιακού, βρέθηκε στα ανοιχτά του Γαλαξιδιού και τις 19 Σεπτεμβρίου και βραδυπορώντας έφθασε στο λιμάνι το πρωί της 22ας Σεπτεμβρίου και άρχισε αμέσως σφοδρό κανονιοβολισμό. Την ίδια μόλις μέρα ξεκινούσε από τα νησιά και ο ελληνικός στόλος, που τη βοήθεια του με αγωνία περίμεναν οι Γαλαξιδιώτες και οι άλλοι κάτοικοι του Κορινθιακού. Οι Γαλαξιδιώτες, ενισχυμένοι με 200 άνδρες υπό την αρχηγία του Πανουργιά, με γενναιότητα και ψυχραιμία, αντιμετώπισαν όλη την μέρα σφοδρό κανονιοβολισμό των Τούρκων, και από τις οχυρωμένες θέσεις του λιμανιού και του μικρού νησιού που βρίσκεται εμπρός στο στόμιο του κατόρθωσαν να αποτρέψουν απόβαση, που είχε σχεδιαστεί από τους Τούρκους.

Η κατάσταση όμως άλλαξε, όταν τη νύχτα οι άνδρες του Πανουργιά, τρομοκρατημένοι από τους κανονιοβολισμούς, αποχώρησαν. Το ρήγμα που δημιουργήθηκε στην άμυνα προκάλεσε σύγχυση και πανικό και οι κάτοικοι άρχισαν να εγκαταλείπουν την πόλη «ως μη έχοντες δε επικεφαλής ούτε Λυκούργος τινά της Σάμου, ούτε Βαλέστα τινά των Καλαμών», όπως γράφει ο Ιωάννης Φιλήμων, τονίζοντας την ανάγκη για άξιο αρχηγό.

Η αποχώρηση των Γαλαξιδιωτών έγινε αμέσως αντιληπτή από τους Τούρκους και την αυγή της 23ης Σεπτεμβρίου έκανε απόβαση όλο το στράτευμα. Το Γαλαξίδι παραδόθηκε στις φλόγες, ενώ 22 άνδρες και μία γυναίκα, που δεν είχαν προλάβει να απομακρυνθούν, σφαγιάσθηκαν. Ένα αξιόλογο ναυτικό κέντρο, που τα πλοία του είχαν αποδειχθεί πολυτιμότατα για τις επιχειρήσεις στην Στερεά στην αρχή του Αγώνα, εξουδετερώθηκε. Από τα 70 πλοία που υπήρχαν στο λιμάνι, οι Τούρκοι κράτησαν τα 30 και έκαψαν τα υπόλοιπα και αποσύρθηκαν στην Πάτρα. Στις 26 Σεπτεμβρίου ο τουρκικός στόλος απέπλευσε στην Ζάκυνθο.

Η καταστροφή του Γαλαξιδιού θα μπορούσε ίσως να αποφευχθεί, αν είχε πραγματοποιηθεί η εξαγορά του Τούρκου διοικητή των φρουρίων του Ρίου και του Αντιρρίου, σύμφωνα με το σχέδιο που είχε συλλάβει ο Δημήτριος Μακρής. Αν τα δύο αυτά φρούρια έπεφταν στα χέρια των Ελλήνων, ο τουρκικός στόλος δεν θα τολμούσε να εισπλεύσει στον Κορινθιακό κόλπο. Ο Μακρής είχε έρθει σε επαφή με τον Τούρκο διοικητή, που του ζήτησε για την παράδοση των φρουρίων 100.000 γρόσια. Ο Μακρής σκέφθηκε τότε να ζητήσει τα μισά από τους Ρουμελιώτες και τα υπόλοιπα από τους Πελοποννήσιους. Δεν ξέρουμε τι απάντηση του έδωσε ο Ανδρέας Λόντος, στον οποίο απευθύνθηκε για να συγκεντρώσει τα χρήματα από τους Πελοποννησίους. Οι Γαλαξιδιώτες όμως από τους οποίους ζήτησε 50.000 γρόσια, αφού πρώτοι αυτοί κινδύνευαν, με την προοπτική μάλιστα να τους αποδώσουν αργότερα οι Μεσολογγίτες και οι Σαλωνίτες το ποσό που τους αναλογούσε, δεν φάνηκαν άξιοι της περιστάσεως. Έτσι, εκτός από τον πρόκριτο Λογοθέτη που προσφέρθηκε να δώσει 10.000 γρόσια, οι άλλοι Γαλαξιδιώτες αρνήθηκαν να καταβάλουν το υπόλοιπο ποσό.

Σε άγνοια τους επίσης ή στην υπερβολική εμπιστοσύνη στα μέσα που διέθεταν οφείλεται η άρνηση τους να ακολουθήσουν το σχέδιο άμυνας, που τους υπέδειξε ο ευρισκόμενος κατά τις παραμονές της τουρκικής επίθεσης στο Γαλαξίδι Καντακουζηνός. Τους συμβούλεψε να βυθίσουν δύο πλοία στο στόμιο του λιμανιού τους, όπου τα νερά είναι αβαθή, ώστε ο τουρκικός στόλος να μην μπορεί να εισπλεύσει στο λιμάνι, ούτε να επιχειρήσει απόβαση. Έτσι, η ευθύνη της καταστροφής του Γαλαξιδιού βαρύνει και τον ελληνικό στόλο, που δεν έφθασε εγκαίρως, αλλά και τους ίδιους τους Γαλαξιδιώτες.

Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *