Β’ Αθηναϊκή Συμμαχία

Τον αιώνα που ακολούθησε μετά τον Πελοποννησιακό πόλεμο, οι Έλληνες έψαχναν να βρουν τον πολιτικό προσανατολισμό τους στην μετά τον εμφύλιο πόλεμο εποχή. Οι Αθηναίοι και οι Σπαρτιάτες, αιώνιοι αντίπαλοι, προσπαθούσαν να προσεταιρισθούν άλλες μικρότερες πόλεις και να συνάψουν συμμαχίες. Έτσι, οι Αθηναίοι, αφού συμμάχησαν με τους Θηβαίους την άνοιξη του 379π.Χ. προσανατολίσθηκαν στην ιδέα να σχηματίσουν γύρω τους μια πολυμερή αμυντική συμμαχία με ρητό σκοπό την αναχαίτιση των Σπαρτιατών. Στις σχετικές προκλήσεις, που απηύθυναν σε κάθε ενδιαφερόμενο ανταποκρίθηκαν οι Χιώτες και οι Μυτιληναίοι, που είχαν ήδη διμερείς αμυντικές συνθήκες με τους Αθηναίους, και επί πλέον οι Ρόδιοι και οι Βυζάντιοι. Το σύμφωνο που υπογράφτηκε, η Β’ Αθηναϊκή Συμμαχία, μας είναι γνωστό από ψήφισμα της Εκκλησίας του δήμου (μεταξύ 14 Φεβρουαρίου και 21 Μαρτίου του 377π.Χ.) και σώθηκε μέχρι τώρα χάρη σε μια επιγραφή.

Β' Αθηναϊκή Συμμαχία

Η Β’ Αθηναϊκή Συμμαχία όριζε ως σκοπούς της την προστασία της ελευθερίας, της αυτονομίας της ακεραιότητας και της ησυχίας των ελληνικών κρατών από σπαρτιατικές επεμβάσεις και τη διατήρηση της «Ανταλκιδείου ειρήνης» ή «βασιλείου ειρήνης» που είχαν συνάψει οι Σπαρτιάτες με τον Μεγάλο Βασιλέα της Περσίας το 386π.Χ. Ο δεύτερος σκοπός συνδέεται στενά με τον πρώτο γιατί η βασίλειος ειρήνη διακήρυξε την ελευθερία και την αυτονομία των ελληνικών πόλεων και η μνεία αυτού του σκοπού από τη μια ισοδυναμούσε με καταγγελία των Σπαρτιατών ως παραβατών των βασικών διατάξεων της ειρήνης εκείνης και από την άλλη μεριά τείνει να καθησυχάσει τον Μεγάλο Βασιλέα με τη διαβεβαίωση ότι η νέα συμμαχία δεν στρέφεται εναντίον του.

Στη συνέχεια δηλώνεται ότι μπορούν να υπογράψουν το σύμφωνο και άλλοι Έλληνες, αρκεί να μην είναι υπήκοοι του Μεγάλου Βασιλέως. Και αυτή η δήλωση υπογραμμίζει την εμμονή των συμβαλλομένων στη βασίλειο ειρήνη και το σεβασμό τους για τα δικαιώματα του Μεγάλου Βασιλέως, ενώ συγχρόνως αποσκοπεί να δώσει στη συμμαχία το μεγαλύτερο δυνατό πλάτος. Τα μέλη της συμμαχίας θα διατηρούν την ελευθερία και την αυτονομία τους, θα έχουν το πολίτευμα που θέλουν, δεν θα υποχρεώνονται να δεχθούν ξένες φρουρές και ξένους φρούραρχους, ούτε να πληρώνουν φόρους. Όλες αυτές οι διατάξεις είναι σύμφωνες με την βασίλειο ειρήνη και αποδοκιμάζουν τη συμπεριφορά των ίδιων των Αθηναίων απέναντι σε συμμάχους τους κατά το παρελθόν, καθώς και των Σπαρτιατών απέναντί σε δικούς τους συμμάχους. Έτσι εξυπακούεται ότι οι συμμαχικές σχέσεις θα μπουν σε νέα βάση.

Ακόμη οι Αθηναίοι παραιτούνται από τα δημόσια και ιδιωτικά κτήματα που απέκτησαν παλαιότερα σε εδάφη των συμμάχων τους και ότι δεν θα επιχειρήσουν να αποκτήσουν νέα στο μέλλον. Σε αντάλλαγμα οι συμμαχικές πόλεις αναλάμβαναν την υποχρέωση να καταστρέψουν τις στήλες, στις οποίες είχαν αναγράψει εχθρικά προς την Αθήνα ψηφίσματα ή άλλα κείμενα.

Όπως ήταν φυσικό για μια αμυντική συμμαχία τα συμβαλόμενα μέρη όφειλαν να να βοηθούν με όλες τους τις δυνάμεις κάθε σύμμαχο που θα δεχόταν επίθεση. Επίσης γίνεται λόγος για «συνέδρους των συμμάχων» και για ορισμένες αρμοδιότητές τους. Αυτοί ήταν εκπρόσωποι των συμμαχικών πόλεων σε ένα συμβούλιο που λεγόταν «συνέδριο των συμμάχων» ή «κοινόν συνέδριο των συμμάχων». Σε αυτό το συμβούλιο συμμετείχαν όλες οι σύμμαχες πόλεις εκτός από την Αθήνα, καθεμιά από τη μία ψήφο ανεξάρτητα από το μέγεθός της. Η αθηναϊκή στάση απέναντι στα προβλήματά της συμμαχίας αποτελούσε αντικείμενο συζήτησης της Εκκλησίας του δήμου και καθοριζόταν σε ψηφίσματα αυτού του σώματος.

Αν η αθηναϊκή Εκκλησία του δήμου και το «συνέδριον των συμμάχων» διαφωνούσαν, οι αποφάσεις εξουδετερώνονταν αμοιβαία. Για να ληφθούν έγκυρες αποφάσεις έπρεπε να συμπέσουν οι γνώμες του αθηναϊκού δήμου και και του συμμαχικού συμβουλίου, προφανώς έπειτα από διαπραγματεύσεις στις οποίες από την αθηναϊκή πλευρά λάμβανε μέρος η Βουλή. Οι επαφές ανάμεσα ανάμεσα στις αθηναϊκές αρχές και το συμβούλιο των συμμάχων διευκολύνονταν από το γεγονός ότι αυτό είχε την έδρα του στην Αθήνα. Η Β’ Αθηναϊκή Συμμαχία ήταν λοιπόν δικέφαλη όπως φαίνεται και από την ονομασία της: «οι Αθηναίοι και οι σύμμαχοι».

Στο σύμφωνο του 377π.Χ. δηλώνεται ότι οι σύμμαχοι δεν θα καταβάλλουν «φόρους». Ωστόσο από το 373π.Χ. τουλάχιστον και έπειτα συνέβαλλαν στα κοινά αμυντικά έξοδα. Τα ποσά που προορίζονταν για αυτόν τον σκοπό λέγονταν «συντάξεις», για να αποφευχθεί η δυσάρεστη ανάμνηση από την Α’ Αθηναϊκή Συμμαχία των μισητών «φόρων».

Με το ίδιο πάντα ψήφισμα της η Εκκλησάία του δήμου αποφάσισε να σταλούν στην Θήβα τρεις πρέσβεις για να διαπραγματευτούν με τους Θηβαίους την προσχώρησή τους στη νέα συμμαχία. Η αποστολή τους στέφθηκε με επιτυχία. Περίπου συγχρόνως προσχώρησαν και οι Μηθυμναίοι, ήδη σύμμαχοι των ΑΘηναίων. Το καλοκαίρι του 377π.Χ έγιναν μέλη της συμμαχίας οι Χαλκιδείς, οι Ερετριείς, οι Καρύστιοι, οι Πεπαρήθιοι, οι Σκιάθιοι, οι Ίκιοι, οι Αρεθούσιοι, άποικοι των Χαλκιδέων στη Μακεδονία. Η συμμαχία θα μεγαλώσει περισσότερο τα επόμενα χρόνια.

Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους