Το Κτηματολόγιο στο Βυζάντιο είναι η καταγραφή των αποτελεσμάτων της αποτίμησης της γης και της εργατικής δύναμης ανθρώπων και ζώων σε κεφαλές και ζυγά.
Πρωτοβυζαντινή περίοδος (324-565)
Υπήρχαν πολλοί τύποι κτηματολογίων: τα αναλυτικά κτηματολόγια των τοπικών αρχών, τα συνοπτικά των επάρχων του πραιτωρίου και το κεντρικό κρατικό κτηματολόγιο. Με αυτόν τον τρόπο η κεντρική διοίκηση και ο αυτοκράτορας είχαν πλήρη εικόνα των φορολογικών υποχρεώσεων των διαφόρων περιφερειών του κράτους.
Τα τοπικά (αναλυτικά) κτηματολόγια περιελάμβαναν τα ονόματα των φορολογουμένων, το όνομα του χωριού τους και στη συνέχεια τις γαίες τους σε ιούγερα (ιούγερο=ρωμαϊκή μονάδα μέτρησης περιοχής, που ισοδυναμεί με 71 × 35½m περίπου), σύμφωνα με την ποιότητα τους, επίσης τους αμπελώνες, τα ελαιόδεντρα, κατά την ποιότητα τους, και τέλος τους παροίκους οικογενειακώς, τους δούλους και τα ζώα.
Τα συνοπτικά κτηματολόγια των επάρχων του πραιτωρίου ανέγραφαν τις πόλεις κάθε επαρχίας με τον αριθμό των φορολογικών τους μονάδων.
Τέλος, στο κεντρικό κτηματολόγιο αναγραφόταν ο αριθμός των φορολογικών μονάδων κατά επαρχίες.
Τα τοπικά κτηματολόγια συντάσσονταν βάσει φορολογικών δηλώσεων των φορολογουμένων που δήλωναν την έκταση και ποιότητα γης, ανθρώπους και ζώα, και που ανανεώνονταν κάθε πέντε χρόνια. Ειδικοί υπάλληλοι επαλήθευαν τις δηλώσεις αυτές και αποτιμούσαν τη φορολογητέα ύλη σε ζυγά και κεφαλές.
Άλλοι φορολογικοί υπάλληλοι επέβλεπαν την τακτική καταβολή των φόρων και λαμβάνοντας υπ’ όψιν εξωτερικά τεκμήρια μπορούσαν να εισηγηθούν προσαρμογή του φόρου στις πραγματικές δυνατότητες του φορολογουμένου.
Έτσι το κράτος προσπαθούσε να συλλάβει με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια τη φορολογητέα ύλη, ώστε με το προϊόν των πολλών φόρων που επέβαλλε να μπορεί να αντιμετωπίζει τις τεράστιες κρατικές δαπάνες.
Μεσοβυζαντινή περίοδος (565-1081)
Το κτηματολόγιο της μεσοβυζαντινής εποχής, ο κώδιξ ή τα χαρτία του γενικού, περιελάμβανε τις γαίες κάθε φορολογούμενου, με ένδειξη του χωριού του, το ποσό του φόρου και το όνομα του. Ακολουθούσε η καταγραφή των ιδιοστάτων, των γαιών δηλαδή που δεν ανήκαν φορολογικά στο χωριό, των κλασμάτων, των χέρσων γαιών δηλαδή που για πρώτη φορά καταγράφονταν στο κτηματολόγιο. Το σύνολο των ψηφίων (φορολογικών ποσών) μιας περιοχής αποτελούσε το ακρόστιχο της, δηλαδή την φορολογική της υποχρέωση.
Κατά το τέλος της μεσοβυζαντινής εποχής εμφανίζεται και άλλη μορφή κτηματολογίου, το πρακτικό. Περιλαμβάνει ακριβή περιγραφή των γαιών μεγάλης ιδιοκτησίας με κατάλογο των παροίκων, των οικογενειών τους και των ζώων που είχαν.
Το μεσοβυζαντινό κτηματολόγιο δεν έχει αποφασιστικό αποδεικτικό χαρακτήρα. Σπανιότατα χρησιμοποιείται ως αποδεικτικό στοιχείο για εμπράγματα δικαιώματα, αλλά και τότε δεν του αποδίδεται ιδιαίτερη σημασία.
Υστεροβυζαντινή περίοδος (1081-1453)
Από την υστεροβυζαντινή περίοδο σώζονται μόνο πρακτικά κτηματολόγια. Περιέχουν τον περιορισμό, δηλαδή την περιγραφή της έκτασης μιας μεγάλης ιδιοκτησίας με δήλωση των παροίκων, της οικογένειας τους, της οικίας, των ζώων, των γαιών τους και του τελούμενου φόρου.
Πηγή: Το Βυζαντινό Κράτος, Ιωάννης Καραγιαννόπουλος, εκδ.Βάνιας