Βενετοί και Τούρκοι ήταν οι κατακτητές της Πελοποννήσου τον 17ο και τον 18 αιώνα. Κάθε ένας εφάρμοσε τις δικές του διοικητικές αρχές, οι οποίες είχαν αντίκτυπο στο ελληνικό στοιχείο. Παρακάτω αναφέρονται με συντομία οι αρχές που εφαρμόστηκαν και η θέση των Ελλήνων της Πελοποννήσου κάτω από τον βενετικό και τον τουρκικό ζυγό.
Βενετοί και Τούρκοι στην Πελοπόννησο
Βενετοί
Οι πολεμικές επιχειρήσεις των Βενετών στην Πελοπόννησο, που διήρκεσαν μεταξύ 1685 ως το 1688 προκάλεσαν αναστάτωση στη χώρα, ιδίως σε περιοχές που δεν προστατεύονταν από κάστρα. Εξαιτίας του πολέμου οι Τούρκοι της Πελοποννήσου αναγκάστηκαν να καταφύγουν στα κοντινά μεγάλα μεσόγεια και κυρίως στα παράλια κάστρα, από τα οποία πολλοί διεκπεραιώθηκαν σε εδάφη της οθωμανικής αυτοκρατορίας, Κωνσταντινούπολη κ.α. Αλλά και αρκετοί Έλληνες μετανάστευσαν στη Στερεά Ελλάδα ή στα νησιά. Ο πληθυσμός λόγω αυτών των μετακινήσεων αλλά και της πανώλους μειώθηκε αισθητά τα πρώτα χρόνια της νέας βενετικής κυριαρχίας.
Οι ανώτατοι υπάλληλοι της Βενετίας συνεργάζονταν με τους φορείς της ελληνικής αυτοδιοικήσεως και επεδίωκαν να συνδυάζουν τα συμφέροντα των ντόπιων με τις επιδιώξεις και τους στόχους της Βενετικής Δημοκρατίας. Οι κάτοικοι των πόλεων είχαν πολλά προνόμια και βρίσκονταν σε πολύ καλύτερη κατάσταση από τους χωρικούς, γι΄ αυτό και σημειώθηκε ένα ρεύμα αστυφιλίας που απειλούσε να απογυμνώσει την ύπαιθρο, παρά τα διάφορα ευεργετικά μέτρα που έλαβαν οι Βενετοί για την γεωργική αξιοποίηση του τόπου.
Ποια ήταν η κατάσταση των Ελλήνων πριν την νέα βενετική κατάκτηση δεν μας είναι αρκετά γνωστό. Το πιθανότερο είναι να είχε εφαρμοστεί το τιμαριωτικό σύστημα των Τούρκων, οι οποίοι νέμονταν τις ευφορώτερες γαίες του τόπου.
Μια τάξη μεγάλων Ελλήνων γαιοκτημόνων έπαψαν να υπάρχουν μέχρι την εποχή της βενετικής κατάκτησης και επήλθε σημαντική κοινωνική και οικονομική ισοπέδωση των υποδούλων. Κατά τα πρώτα χρόνια της βενέτικής κατάκτησης οι Έλληνες ήταν γεωργοί, ενώ αργότερα παρουσιάστηκαν και οι πρώτοι έμποροι. όσοι από τους Τούρκους αποκλείσθηκαν στην Πελοπόννησο αναγκάστηκαν να εκχριστιανισθούν, για να γλιτώσουν από την εξόντωση ή τις καταπιέσεις και να κρατήσουν τα κτήματα τους. Οι Αλβανοί, που βρίσκονταν στην Πελοπόννησο και επί βενετοκρατίας και επί τουρκοκρατίας, κατοικούσαν στα ορεινά και ασχολούνταν με την κτηνοτροφία.
Η ανάμιξη διαφορετικών πληθυσμών της Πελοποννήσου συχνά δημιουργούσε προστριβές και οι Βενετοί για να αντιμετωπίσουν την κατάσταση οργάνωσαν ειδικά σώματα οπλοφόρων, των «μεϊντάνηδων». οι Βενετοί έλαβαν επίσης μέτρα για την ασφάλεια της Πελοποννήσου από εξωτερικούς εχθρούς, αλλά δεν είχαν πάντα τα αναμενόμενα αποτελέσματα, λόγω του μικρού αριθμού του έμψυχου υλικού.
Οι Βενετοί ενίσχυσαν αποτελεσματικά την γεωργική παραγωγή. επέβαλαν επιεικείς φόρους για τα αγροτικά προϊόντα και επέβαλαν δασμούς στα εισαγόμενα ώστε αν είναι λιγότερο ανταγωνιστικά στα εγχώρια προϊόντα. Την εποχή αυτή η αμπελοκαλλιέργεια γνωρίζει πολύ μεγάλη ανάπτυξη αφού οι Ευρωπαίοι κατακτητές εισάγουν ποικιλίες αμπελιών από την Γαλλία, την Ιταλία, τα νησιά του Αιγαίου και την Ήπειρο.
Οι Βενετοί δεν άλλαξαν την οργάνωση της Ορθόδοξης Εκκλησία, αλλά ασχολήθηκαν περισσότερο με την αναζωογόνηση της Λατινικής. ύστερα από την κατάληψη κάθε κάστρου της Πελοποννήσου ακολουθούσε η εγκατάσταση δυτικών μοναχών, μινοριτών, φραγκισκανών, καρμελιτών, καπουκίνων και δομηνικανών. Επισκευάζονταν οι παλαιές εκκλησίες ή χτίζονταν νέες. Στην Μεθώνη ιδρύθηκε και μονή καθολικών Αρμενίων από τον ηγούμενο Μεχιτάρ, οι οποίοι μετά την κατάκτηση της Πελοποννήσου από τους Τούρκους το 1715 κατέφυγαν στη Βενετία όπου ίδρυσαν νέα μονή.
Η στάση των Βενετών προς την Ορθόδοξη Εκκλησία χαρακτηρίστηκε από διπλωματική διαλλακτικότητα. Ο πατριάρχης εξακολουθούσε να εγκαθιστά επισκόπους στην Πελοπόννησο και να εισπράττει μέρος των εισοδημάτων κάθε επισκοπής και να διορίζει τους ηγουμένους των μοναστηριών. Οι Βενετοί προσπάθησαν να ανακόψουν τα προνόμια του πατριάρχη αλλά χωρίς επιτυχία.
Από τους κόλπους της Εκκλησίας αυτοί που πραγματικά παραστάθηκαν τον απλό λαό ήταν οι ιερείς που ασκούσαν και κάποιο επάγγελμα. Ο ορθόδοξος ιερέας ακολουθώντας τη βυζαντινή παράδοση απετέλεσε το κύριο κύτταρο της κοινοτικής οργάνωσης. Μαζί με έναν ή περισσότερους χωρικούς με κύρος διηύθυναν τα κοινά.
Τούρκοι
Ο βενετοτουρκικός πόλεμος του 1714-1715 κατέληξε στην άδοξη αποχώρηση των Βενετών από την Πελοπόννησο. Οι Βενετοί πια κατείχαν μόνο τα Ιόνια Νησιά. Στην περίοδο που ακολούθησε αστικά κέντρα που είχαν αποδυναμωθεί πληθυσμιακά τώρα γνώριζαν ξανά άνθηση. Η οικονομική άνοδος του ελληνικού στοιχείου ήταν αξιοσημείωτη παρά το γεγονός ότι εκτεταμένες περιοχές αποτελούσαν τουρκική ιδιοκτησία και παρά την υπεροχή των Τούρκων σε ορισμένες πόλεις.
Μεθώνη, Κορώνη, Μονεμβασιά αποτελούν τώρα αξιόλογα εμπορικά κέντρα παρ’ όλο που οι Τούρκοι ήταν περισσότεροι επειδή οι θέσεις αυτές παρουσίαζαν περισσότερο ενδιαφέρον για τους κυριάρχους και είχαν ενισχύσει τις φρουρές τους. Στην Τρίπολη, την Καλαμάτα, τη Πάτρα και τη Βοστίτσα οι Τούρκοι ήταν ελάχιστοι. Στην Πελοπόννησο ο εβραϊκός πληθυσμός ήταν σημαντικός, ιδίως στο Ναύπλιο, στην Τρίπολη και τον Μυστρά.
Ο χαρακτήρας του τόπου της Πελοποννήσου ήταν καθαρά αγροτικός. Το λάδι ήταν το σημαντικότερο παραγόμενο προϊόν με σημαντικές εξαγωγές. Η αμπελοκαλλιέργεια συνεχίστηκε και επί τουρκοκρατίας και η σταφίδα ήταν το δεύτερο εξαγώγιμο προϊόν της Πελοποννήσου. Σιτάρι, μετάξι και δέρματα κατείχαν και αυτά μια θέση στις εξαγωγές των εμπόρων της Πελοποννήσου. Εισαγόμενα στην Πελοπόννησο ήταν τα βιοτεχνικά προϊόντα, όπως τσόχινα υφάσματα, υφάσματα χρυσοκέντητα, βελούδα, γουναρικά και χαρτί.
Το εμπόριο και η οικονομία της Πελοποννήσου πέρασε από διακυμάνσεις, οι συνέπειες των οποίων ήταν πιο έντονες από τα άλλα ελληνικά διαμερίσματα. Η ύπαρξη πολλών λιμανιών καταμέρισε την εμπορική και ναυτιλιακή κίνηση με αποτέλεσμα να μην δημιουργηθούν λιμάνια της τάξεως της Θεσσαλονίκης και του Μεσολογγίου. Η απορρόφηση τεράστιων ποσοτήτων αγροτικών προϊόντων από το γαλλικό εμπόριο, ο συναγωνισμός,, η εισαγωγή βιοτεχνικών προϊόντων από τους ίδιους εμπόρους υπήρξε ανασταλτικός παράγοντας για τη δημιουργία αξιόλογης βιοτεχνίας ή μικρών βιομηχανιών, όπως στην Ήπειρο και τη Μακεδονία.
Ο μόρα βαλεσής είχε την στρατιωτική και πολιτική εξουσία. Ο θεσμός όμως που απέκτησε ιδιαίτερη σημασία για τον Ελληνισμό της Πελοποννήσου ήταν ο «δραγουμάνος του Μορέως». Ο δραγουμάνος ήταν πάντοτε Έλληνας. Καθήκοντα του ήταν η τυπική διεξαγωγή της αλληλογραφίας με άλλες περιοχές της Ελλάδας, όπως Ύδρα και Σπέτσες, αλλά είχε αρμοδιότητα και για άλλα ζητήματα και ήταν άμεσος βοηθός του μόρα βαλεσή.
Μετά τα Ορλωφικά η Μάνη, η πιο πυκνοκατοικημένη περιοχή της Πελοποννήσου, αποσχίστηκε από το σαντζάκι της Πελοποννήσου για να υπαχθεί στην δικαιοδοσία του Καπουδάν πασά. Στην πραγματικότητα υπήρξε ημιαυτόνομη με διοικητή της τον μπέη, τον Μανιάτμπεη. Η περιοχή ήταν χωρισμένη σε 14 περιοχές και ο ισχυρότερος από τους καπετάνιους έπαιρνε τον τίτλο. Σε αυτήν την ανώτατη βαθμίδα έφθασαν οκτώ μόνο εκπρόσωποι ελάχιστων οικογενειών.
[…] άσχετη με τη δράση των στρατιωτών η ανεξαρτησία της Μάνης, που τα βουνά της έμειναν απάτητα από Τούρκους στους […]