Ο Ιμπραήμ αφού πέρασε από την Πελοπόννησο, αρχές του 1826, άρχισε να πολιορκεί το Μεσολόγγι, φτιάχνοντας προμαχώνες και προχώματα. Στις 25 Φεβρουαρίου ο γαμπρός του Ιμπραήμ, Χουσεΐν μπέης, που είχε μετακληθεί από τη Γαστούνη, κατόρθωσε με πεζικές και ναυτικές δυνάμεις να καταλάβει το Βασιλάδι, το προπύργιο του Μεσολογγίου.
Η πτώση του Βασιλαδίου ενθάρρυνε τον Ιμπραήμ για νέες επιχειρήσεις μετά από τρεις μέρες εναντίον άλλων νησιών, του Ντολμά και το Πόρου, τα οποία κυρίευσε ύστερα από ηρωική αντίσταση των 350 περίπου υπερασπιστών τους, που όλοι τους σχεδόν βρήκαν ένδοξο θάνατο. Οι άνδρες της φρουράς του Ανατολικού έδειξαν τότε ασυγχώρητη νωθρότητα και δεν έτρεξαν να βοηθήσουν. Οι γενναίοι όμως υπερασπιστές του Μεσολογγίου, ενήργησαν ορμητική έξοδο και προξένησαν μεγάλες απώλειες στους αντιπάλους τους, αλλά δεν μπόρεσαν να σώσουν τους αγωνιστές των δύο νησιών.
Τα μεσάνυχτα της 28ης Φεβρουαρίου οι άνδρες της φρουράς του Ανατολικού, επειδή φοβήθηκαν ότι η πόλη τους κινδύνευε μετά την πτώση του Βασιλαδίου, του Ντολμά και του Πόρου εγκατέλειψαν την οχυρή θέση τους, με αποτέλεσμα να εξαναγκαστούν οι κάτοικοι την άλλη μέρα να παραδοθούν με τον όρο να φύγουν από την πατρίδα τους με όσα πράγματα μπορούσαν να σηκώσουν και να πάνε στην Άρτα.
Οι πολιορκημένοι απελπισμένοι μετά την παράδοση του Ανατολικού και παράλληλα εξαντλημένοι από τη φοβερή πείνα και τις άλλες στερήσεις, τώρα μόνο από την άφιξη του στόλου περίμεναν τη σωτηρία τους.
Μετά την πτώση του Ανατολικού, ο εχθρός προσπάθησε και πάλι να πείσει τους Μεσολογγίτες να παραδώσουν τα όπλα και ελεύθεροι να φύγουν, όπου θέλουν. Εκείνοι, όμως, αρνήθηκαν. Έτσι συνεχίστηκε το πυρ εναντίον της πόλης με μεγαλύτερη μανία.
Στις 25 Μαρτίου ο Κιουταχής επιχείρησε να καταλάβει το μικρό νησί Κλείσοβα, που το υπεράσπιζαν 130 μόνο άνδρες με επικεφαλής τον Παναγιώτη Σωτηρόπουλο από τα Κράβαρα. Στην αρχή στολίσκος από ελαφρά πλοιάρια άρχισε τον βομβαρδισμό του Μεσολογγίου, που τον υποστήριζαν με την ίδια δραστηριότητα τα πυροβολεία της στεριάς. Ενώ όμως οι πολιορκημένοι υπέθεσαν ότι επρόκειτο να επακολουθήσει γενική έφοδος εναντίον τους, ο στολίσκος ύστερα από λίγο έκανε απότομη στροφή και διευθύνθηκε εναντίον της Κλείσοβας.
Αμέσως ο Κίτσος Τζαβέλλας μπήκε σε ένα πλοιάριο με 8 συντρόφους και αποβιβάστηκε στην Κλείσοβα, προτού αρχίσουν οι αποβάσεις των Γκέγκηδων και των Τούρκων. Η παρουσία του έδωσε μεγάλο θάρρος στη μικρή φρουρά πους ως το μεσημέρι απέκρουσε έξι αλλεπάλληλες εφόδους. Τις επιχειρήσεις τις διηύθηνε ο ίδιος ο Κιουταχής, ο οποίος τραυματίστηκε αλαφρά στο πόδι. Κατά το μεσημέρι 70-80 Έλληνες πολεμούσαν, γιατί 13 είχαν σκοτωθεί και 16 πληγωθεί, ενώ των άλλων τα όπλα είχαν αχρηστευθεί.
Το μεσημέρι οι τουρκικές δυνάμεις αποχώρησαν αφήνοντας πίσω τους 1.000 νεκρούς. Στον αγώνα τότε μπήκαν νέες ξεκούραστες δυνάμεις, τρία συντάγματα των Αιγυπτίων με αρχηγό τον Χουσεΐν μπέη. Παρ’ όλο το σφοδρό πυρ οι επιτιθέμενοι έμεινα καθηλωμένοι στην ακτή, χωρίς να κατορθώσουν να πλησιάσουν τα ελληνικά οχυρώματα. «Σωροί πτωμάτων και λέμβοι είχαν γίνει ένα μίγμα», όπως γράφει ο Κασομούλης.
Η μάχη εξακολούθησε έως ότου άρχισε να σκοτεινιάζει, οπότε σκοτώθηκε ο Χουσεΐν, ενώ παρακινούσε τους άνδρες του να εξορμήσουν εναντίον των Ελλήνων και να δώσουν τέλος στην επιχείρηση. Ο θάνατος του προκάλεσε πανικό στους Αιγύπτιους. Τότε όρμησαν με πλοιάρια από το Μεσολόγγι και οι υπόλοιποι άνδρες του σώματος του Τζαβέλλα και άρχισαν να εξοντώνουν με άγριο κυνηγητό τους αντιπάλους τους, που έτρεχαν μέσα στα ρηχά νερά της λιμνοθάλασσας. Ο πανικός μεταδόθηκε και στους Αλβανούς και στους Αιγύπτιους που ήταν σκορπισμένοι στον περίγυρο του νησιού. Γέμισε τότε η περιοχή εκείνη της λιμνοθάλασσας από σημαίες, παλάσκες, τουφέκια, σπαθιά, μεγάλες βάρκες με πυροβόλα και άλλα πολεμοφόδια. Πάνω από 1.200 πτώματα Αιγυπτίων κείτονταν εμπρός από τα οχυρώματα της Κλείσοβας. Ήρωας εκείνης της ημέρας αναδείχθηκε ο Παναγιώτης Σωτηρόπουλος, που ατρόμητος διηύθυνε την αντίσταση των Ελλήνων.
Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών