Βάρκιζα και Γιάλτα σε ανοιχτή γραμμή: Η Συνδιάσκεψη της Γιάλτας (4-11 Φεβρουαρίου 1945) συνέπεσε χρονικά με τη Συμφωνία της Βάρκιζας (2-12 Φεβρουαρίου 1945) στην Ελλάδα. Η Βρετανική ηγεσία που βρισκόταν στην Κριμαία ενημερωνόταν για τις εξελίξεις στη διάσκεψη της Βάρκιζας και από εκεί διαβίβαζε τις απόψεις της στην Αθήνα.

Η Πέμπτη 1 Φεβρουαρίου 1945 ήταν μία ενδιαφέρουσα και «σκοτεινή» μέρα. Η αριστερή αντιπροσωπεία είχε φτάσει στην έπαυλη Κανελλόπουλου στη Βάρκιζα, όπου και θα άρχιζε η διάσκεψη.
Ο Βρετανός υπουργός Μακμίλαν πληροφορήθηκε ότι «ο Σιάντος κα ο Παρτσαλίδης είχαν έλθει στην Αθήνα να επιτύχουν μια συμφωνία» και ότι η κύρια προσπάθεια τους θα επικεντρωνόταν στη χορήγηση γενικής αμνηστίας για όσους συμμετείχαν στην εξέγερση του Δεκεμβρίου και στην προσπάθεια συμμετοχής του ΕΑΜ στην κυβέρνηση.
Στο μεταξύ στην έπαυλη Κανελλόπουλου ο Ηλίας Τσιριμώκος είχε ιδιαίτερες επαφές με τον εκπρόσωπο της βρετανικής πρεσβείας Ντέιβιντ Μπάλφουρ και το στενό συνεργάτη του αρχιεπισκόπου-αντιβασιλέα Δαμασκηνού, το δικηγόρο Ιωάννη Γεωργάκη.
Ο Τσιριμώκος επιθυμούσε μια διακριτική συνάντηση με τον Δαμασκηνό, που πραγματοποιήθηκε με άκρα μυστικότητα. Ο Τσιριμώκος διαβεβαίωσε τον αρχιεπίσκοπο ότι «ήταν διατεθειμένος την κατάλληλη στιγμή να προδώσει» τους κομμουνιστές αντιπροσώπους Σιάντο και Παρτσαλίδη.
Στις 3 Φεβρουαρίου το Φόρεϊν Όφις τηλεγράφησε στον Τσόρτσιλ στην Γιάλτα: «Ο κος Λίπερ αναφέρει ότι συζητήσεις σχετικά με τη συμμετοχή του Τσιριμώκου ανέβαλαν την έναρξη της Διάσκεψης μέχρι το απόγευμα της 2ας Φεβρουαρίου. Ο αντιβασιλέας κάλεσε τον Τσιριμώκο, ο οποίος όχι μόνο του είπε ότι οι συνάδελφοι του είχαν έρθει για να επιτύχουν μια συμφωνία, αλλά αποκάλυψε τους όρους που προετίθεντο να θέσουν και δεσμεύτηκε να ψηφίσει εναντίον τους στα δύο βασικά σημεία, δηλαδή την γενική αμνηστία και την είσοδο των κομμουνιστών στην κυβέρνηση. Ο κ. Μακμίλαν, ο κ. Λίπερ και ο αντιβασιλέας έπεισαν τον Σοφιανόπουλο και τους άλλους αντιπροσώπους της ελληνικής κυβέρνησης να συμφωνήσουν για τη συμμετοχή του Τσιριμώκου στη Διάσκεψη».
Οι διαπραγματεύσεις στην Βάρκιζα άρχισαν στις 2 Φεβρουαρίου το βράδυ και την επομένη ο Σιάντος υποστήριξε το σχηματισμό μιας ενωτικής κυβέρνησης με τη συμμετοχή του ΚΚΕ, πρότεινε την ένταξη των μόνιμων αξιωματικών του ΕΛΑΣ στο νεοσχηματιζόμενο ελληνικό στρατό και επέμεινε ότι «στις υστερικές συνθήκες της μαζικής εξέγερσης» του Δεκεμβρίου «είναι αδύνατο να γίνει διάκριση ανάμεσα στο κοινό ποινικό και τι πολιτικό αδίκημα», έτσι ζήτησε «γενική, χωρίς όρους, αμνηστία» για όλους.
Οι αντιπρόσωποι της ελληνικής κυβέρνησης Πλαστήρα και οι Βρετανοί αντιδρούσαν και δεν δέχονταν τη χορήγηση γενικής αμνηστίας. Ο Τσώρτσιλ και ο Ίντεν τηλεγράφησαν από τη Γιάλτα ότι «συμφωνούν απόλυτα» να μη δοθεί γενική αμνηστία στους ΕΛΑΣίτες.
Ο Μακμίλαν έπρεπε να λάβει υπόψιν του ότι η διάσκεψη της Βάρκιζας μπορεί να ναυαγήσει και να υπάρξει «πιθανότητα επανάληψης των επιχειρήσεων κατά του ΕΛΑΣ». Αλλά για μια τόσο σοβαρή απόφαση έπρεπε να συγκατατεθούν οι Τσώρτσιλ και το βρετανικό γενικό επιτελείο, που ήταν στη Γιάλτα.
Το βρετανικό γενικό επιτελείο συνεδρίασε σχετικά με τις ελληνικές εξελίξεις και ζήτησε τις οδηγίες του Τσώρτσιλ. Ο Βρετανός πρωθυπουργός δίσταζε, όμως, να επαναλάβει την ένοπλη σύγκρουση στην Ελλάδα ενώ διεξαγόταν η συνδιάσκεψη της Γιάλτας.
Στις 7 Φεβρουαρίου τηλεγράφησε από την Κριμαία στην Αθήνα: «Δεν προτίθεμαι να πάρω κάποια σημαντική απόφαση σαν αποτέλεσμα πιθανής διακοπής των ελληνικών συνομιλιών μέχρι να μπορέσω να διερευνήσω την κατάσταση επί τόπου υπό το φως όλης της γνώσης που κερδήθηκε εδώ. Ελπίζω ότι θα μπορέσω να επισκεφθώ την Αθήνα μετά το τέλος της Διάσκεψης. Μέχρι τότε ευελπιστώ ότι θα μπορέσετε να αποφύγετε κάθε οριστική διακοπή των διαπραγματεύσεων».
Την επομένη 8 Φεβρουαρίου, στην πέμπτη συνάντηση της Γιάλτας, η σοβιετική πλευρά εμφάνισε ξαφνικά το ελληνικό ζήτημα. Ο Στάλιν ήθελε να μάθει «γιατί καθυστερούσε ο σχηματισμός μιας ενωτικής κυβέρνησης στη Γιουγκοσλαβία. Επίσης, υπάρχουν διαδόσεις σε σχέση με την Ελλάδα».
Ο Τσώρτσιλ απάντησε ότι «σχετικά με την Ελλάδα ήλπιζε να επέλθει ειρήνη στη βάση της χορήγησης αμνηστίας, εκτός για εκείνα τα εγκλήματα που είχαν διαπραχθεί εναντίον των νόμων του πολέμου». Ο Τσώρτσιλ «είχε αμφιβολίες αν μια κυβέρνηση όλων των κομμάτων μπορούσε να σχηματιστεί αφού ο ένας μισούσε τον άλλον τόσο πολύ». Ο Στάλιν χαμογελώντας υποστήριξε ότι «οι Έλληνες δεν είχαν ακόμη εξοικειωθεί με το διάλογο γι’ αυτό ο καθένας έκοβε το λαρύγγι του άλλου».
Η διάσκεψη της Γιάλτας έληξε με ένα συμφιλιωτικό πνεύμα, έστω και φαινομενικό, μεταξύ των τριών μεγάλων συμμάχων. Η Βρετανία, οι ΗΠΑ και η ΕΣΣΔ αναλάμβαναν την ευθύνη να βοηθήσουν από κοινού στην εγκαθίδρυση δημοκρατικών κυβερνήσεων στην απελευθερωμένη Ευρώπη. Τον Φεβρουάριο του 1945 ο πόλεμος δεν είχε ακόμη τελειώσει, αν και πλησίαζε προς το τέλος του. Το ίδιο συμφωνητικό πνεύμα εκδηλώθηκε στα περισσότερα άρθρα της Συμφωνίας της Βάρκιζας, που υπογράφηκε στις 12 Φεβρουαρίου και κατοχύρωνε τις ατομικές και πολιτικές ελευθερίες στη χώρα.
Η συμφωνία, όμως, άφηνε και ένα παραθυράκι ανοιχτό στην ανωμαλία, αφού αμνήστευε μεν «τα πολιτικά αδικήματα τα τελεσθέντα από τις 3 Δεκεμβρίου 1944», εξαιρούσε δε «της αμνηστίας τα συναφή κοινά αδικήματα κατά της ζωής και της περιουσίας, τα οποία δεν ήσαν απαραιτήτως αναγκαία διά την επιτυχίαν του πολιτικού αδικήματος».
Μετά το τέλος του πολέμου ούτε η Συμφωνία της Γιάλτας ούτε εκείνη της Βάρκιζας τηρήθηκαν σε όλη τους την έκταση, με συνέπεια από τους συμβαλόμενους.