Αχιλλεύς Πηλείδης

Ο Αχιλλεύς ήταν ο μεγαλύτερος ήρωας του Τρωικού πολέμου, γιος μιας θεάς της Νηρηίδας Θέτιδας, και ενός θνητού, του Πηλέα, βασιλιά των Μυρμιδόνων στη Φθία της Θεσσαλίας, πατέρας του Νεοπτόλεμου από τη Διηδάμεια, κόρη του Λυκομήδη.

Αχιλλεύς Πηλείδης

Στην ομηρική Ιλιάδα ονομάζεται και Πηλείδης από τον πατέρα του Πηλέα και Αιακίδης από τον παππού του Αιακό, που ήταν γιος του Δία. Άλλα συνηθισμένα επίθετα του αναφέρονται στη πολεμική δύναμη (αρήιος, καρτεράς, όβριμος, πτολίπορθος), στην ομορφιά (αμύμων, θεοείκελος, φαίδιμος), στη σωφροσύνη (δαΐφρων), στο φρόνημα (Θυμολέων, μεγάθυμος), πάνω από όλα στην εξαιρετιή ταχύτητα (ποδάρκης, ποδώκης, ταχύς).

Για να ενισχύσει την θεϊκή φύση του παιδιού της η Θέτις άρχισε μωρό ακόμα να τον αλείφει με αμβροσία. Παράλληλα για να καταστρέψει τα θνητά σωματικά του στοιχεία, το κρατούσε νύχτα πάνω από τη φωτιά ή το βουτούσε σε βραστό νερό. Στα ρωμαϊκά χρόνια ανήκει η παραλλαγή ότι τον βουτούσε στα νερά της Στύγας, της ιερής πηγής, και ότι τάχα η φτέρνα από όπου τον κρατούσε έμεινε στεγνή- μόνο στην αχίλλειο πτέρνα έλεγαν μπορούσε να πληγωθεί, εκεί που τον χτύπησε το βέλος του Πάρη. Όλες οι προσπάθειες τις Θέτιδας διακόπηκαν όταν μια νύχτα ο Πηλεύς παραφύλαξε την γυναίκα του, τρόμαξε και την σταμάτησε. Από τότε η θεά τον εγκατέλειψε και πήγε να κατοικήσει στα βάθη της θάλασσας μαζί με τον πατέρα και τις αδελφές της.

Ο Πηλεύς εμπιστεύτηκε την ανατροφή του γιου του στον Χείρωνα, τον σοφό κένταυρο που ζούσε στο Πήλιο. Ο Όμηρος αναφέρει ότι πέρα από τα άλλα, ο Χείρων δίδαξε στον Αχιλλέα τα βότανα, όσα ωφελούν στις πληγές, αλλά μνημονεύει ως παιδαγωγό του και τον Φοίνικα που τον δίδαξε «να μιλά στη μάζωξη, να πολεμά στη μάχη». Στα ίδια χρόνια τοποθετείται και η αρχή της φιλίας του με τον Πάτροκλο.

Ο Αχιλλέας ήταν ο νεότερος από τους ήρωες που ξεκίνησαν για να πάρουν την Τροία. Όταν οι βασιλείς της Ελλάδας είχαν μαζευτεί στην Σπάρτη, θέλοντας όλοι να παντρευτούν την Ελένη, ο Αχιλλέας δεν ήταν σε ηλικία γάμου, και γι’ αυτό δεν πήγε, «αλλιώς» όπως αναφέρει ο Ησίοδος «ούτε ο Μενέλαος ούτε κανένας άλλος από τους ανθρώπους που κατοικούν στη γη δεν θα την είχε πάρει». Έτσι ο Αχιλλεύς δεν πήρε μέρος στους όρκους του Τυνδάρεω και είναι ελεύθερος, όταν οι βασιλείς εκστρατεύουν στην Τροία να τους ακολουθήσει ή όχι.

Στο θέμα αυτό η μυθολογική παράδοση διχάζεται: άλλοι διηγούνται ότι ο ήρωας ακολούθησε εθελοντικά το στρατό, άλλοι ότι η μητέρα του, ίσως γιατί γνώριζε την θλιβερή του μοίρα, θέλησε να τον κρατήσει μακριά από τον πόλεμο και τον έστειλε στην Σκύρο για να τον κρύψει ο Λυκομήδης, ο βασιλιάς των Δολόπων. Στην Σκύρο ο Αχιλλεύς κρύφτηκε στο παλάτι, ανάμεσα στις κόρες του βασιλιά. Τα γυναικεία ενδύματα που φορούσε, όμως, δεν τον εμπόδισαν να συνάψει ιδιαίτερες σχέσεις με μία από τις κόρες του Λυκομήδη, την Διηδάμεια.

Στο μεταξύ έφτασαν στη Σκύρο, σταλμένοι από τον Αγαμέμνονα, κατά συμβουλή του μάντη Κάλχα, ο Οδυσσέας με τον Διομήδη, αναζητώντας τον Αχιλλέα. Μεταμφιεσμένος σε γυρολόγο ο Οδυσσέας πρόσφερε στο παλάτι γυναικεία εμπορεύματα, ανάμεσα τους μια ασπίδα και ένα ξίφος. Οι κόρες του Λυκομήδη ασχολούνταν με τα πρώτα. Ο Αχιλλεύς προδίδει την ταυτότητα του προτιμώντας την ασπίδα και το ξίφος και πια δεν μπορεί να κάνει κάτι άλλο παρά να ακολουθήσει τους άλλους στην εκστρατεία.

Ο Αχιλλεύς στην Τροία

Ο μύθος πρέπει να είναι παλιός, γιατί ο Όμηρος λέει ότι ακολούθησε από την αρχή πρόθυμα τον Οδυσσέα και τον Νέστορα όταν τον αναζήτησαν στη Φθία. Πήρε μαζί του τον στρατό των Μυρμιδόνων: πενήντα καράβια με πενήντα το καθένα πολεμιστές. Οι συγγραφείς που μαρτυρούν αυτήν την οπωσδήποτε ηρωικότερη παραλλαγή, τοποθετούν την ένωση του Αχιλλέα με τη Διηδάμεια νωρίτερα από την Τρωική Εκστρατεία. Ο Αχιλλεύς είχε εκστρατεύσει εναντίον την Σκύρου για να εκδικηθεί τον θάνατο του Θησέα που ήταν φίλος του πατέρα του. Ο Λυκομήδης τον είχε σκοτώσει γκρεμίζοντας από τον βράχο, γιατί φοβόταν ότι θα του πάρει τη εξουσία. Αυτός ο πόλεμος τελείωσε με συμφιλίωση και ο Λυκομήδης έδωσε για γυναίκα στον Αχιλλέα την Διηδάμεια.

Στην Αυλίδα οι Αχαιοί έχουν εναντίον τους την Άρτεμη και δεν μπορούν να αποπλεύσουν, ο Αγαμέμνων στέλνει στο Άργος να φέρουν την Ιφιγένεια, την κόρη του, που πρέπει να θυσιαστεί για να αποπλεύσουν, τάχα για να αρραβωνιαστεί τον Αχιλλέα. Στην Ιφιγένεια εν Αυλίδι, ο Αχιλλεύς θυμώνει γιατί χρησιμοποίησαν το όνομα του και δηλώνει ότι θα εμποδίσει τη θυσία, υποχωρεί μόνο όταν η Ιφιγένεια φαίνεται αποφασισμένη να πεθάνει.

Αμέσως μετά την απόβαση των Αχαιών στην Τρωάδα, τότε που ο Έκτορας σκότωσε τον Πρωτεσίλαο, ο Αχιλλεύς οδηγεί την πρώτη επίθεση, τρέπει τους Τρώες σε φυγή και σκοτώνει το Κύκνο που ήταν γιος του Ποσειδώνα.

Στα πρώτα χρόνια του πολέμου όταν οι Τρώες μένουν τον περισσότερο μέσα στο κάστρο και οι Αχαιοί οργανώνουν ληστρικές επιδρομές στα περίγυρα πρέπει να τοποθετηθεί το επεισόδιο του Τρωίλου. Αυτός ο μικρός γιος του Πρίαμου βγήκε μια μέρα έξω από τα τείχη, μόνος με τα άλογο του ή συνοδευόμενος από την αδελφή του Πολυξένη. Ο Αχιλλέας τον είδε και του επιτέθηκε. Ο Τρωίλος του αντιστάθηκε και από την Τροία έτρεξαν και άλλα αδέλφια του να παρασταθούν, όμως ο Αχιλλεύς πρόλαβε και τον σκότωσε μέσα στον ναό του Θυμβραίου Απόλλωνα, εξοργίζοντας τον θεό.

Σε ανάλογη ευκαιρία ο Αχιλλεύς αιχμαλωτίζει έναν ακόμα γιο του Πρίαμου, τον Λυκάονα. Τον παραδίδει στον Πάτροκλο που τον πουλά στην Λήμνο, από όπου γύρισε κρυφά στην Τροία. Δεύτερη φορά θα συναντήσει αργότερα τον Αχιλλέα στη μάχη και θα σκοτωθεί. Ο Αχιλλεύς θα σκοτώσει έναν ακόμη γιο του Πρίαμου τον Μήστορα, που θα τον συναντήσει να φυλάει τα κοπάδια του πατέρα του στο βουνό.

Απογοητευμένοι από τις άσκοπες τειχομαχίες οι Αχαιοί έρχεται η ώρα που αγανακτούν, στασιάζουν και ετοιμάζονται να φύγουν, όμως ο Αχιλλεύς τους εμψυχώνει και τους συγκρατεί. Τελικά αποφασίζουν να αδυνατίσουν την Τροία, χτυπώντας πρώτα τις συμμαχικές πόλεις που τη στηρίζουν. Στην προσπάθεια αυτή πρωταγωνιστεί πάλι ο Αχιλλεύς που κατάκτησε «δώδεκα πόλεις με τα καράβια, έντεκα πεζός», και κάθε φορά έφερνε και παράδιδε τα λάφυρα στο στράτευμα να μοιραστούν σε όλους.

Από τις εξορμήσεις αυτές είναι γνωστές η άλωση ορισμένων πόλεων της Λέσβου και οι επιτυχημένες εκστρατείες στη Μονηνία, στη Θήβα και στη Λυρνησσό. Η Μονηνία είναι χτισμένη σε ένα φυσικό οχυρό, στη νότια παραλία της Τρωάδας. Ο Αχιλλεύς την πολιορκούσε πολύ καιρό χωρίς να καταφέρει να την πάρει. Ήταν έτοιμος να εγκαταλείψει τη προσπάθεια, όταν η κόρη του βασιλιά, η Πηδάση, που τον είχε αγαπήσει, του μήνυσε να περιμένει λίγο ακόμα γιατί στην πόλη τους τελείωνε το νερό και θα παραδοθούν. Δεν ξέρουμε την τύχη της βασιλοπούλας μετά την άλωση, αλλά η Μονηνία από τότε μετονομάστηκε σε Πήδασο.

Η Θήβα ήταν χτισμένη στον Αδραμυττινό κόλπο. Εκεί βασίλευε ο Ηετίων, που είχε εφτά γιους και μία θυγατέρα, την Ανδρομάχη η οποία ήταν στην Τροία. Παίρνοντας την πόλη ο Αχιλλεύς σκότωσε τον Ηετίωνα και τους γιους του. Σεβάστηκε όμως τα γηρατειά του Ηετίωνα και άφησε να τον θάψουν με τα όπλα του σε μεγαλόπρεπο τύμβο. Στην ίδια πόλη ο Αχιλλεύς αιχμαλώτισε την Χρυσηίδα, που ήταν κόρη του Χρύση, ιερέα του Απόλλωνα.

Η άλωση της Λυρνησσού έγινε σχεδόν συμπτωματικά. Ο Αχιλλεύς είχε ανακαλύψει στην Ίδη τον Αινεία να βόσκει μόνος τα κοπάδια του. Του επιτέθηκε φυσικά και αυτός τρέχοντας έφτασε στην Λυρνησσό και κλείστηκε μέσα για να γλυτώσει. Ο Αχιλλεύς πολιόρκησε την πολιτεία, σκότωσε τον βασιλιά Μύνητα, τους τρεις γιους του και τον αδελφό του Επίστροφο και σκλάβωσε την βασίλισσα Βρισηίδα. Μοιράζοντας τα λάφυρα από τις επιδρομές αυτές οι Αχαιοί έδωσαν στον Αγαμέμνονα την Χρυσηίδα, ενώ η Βρισηίδα έπεσε στο μερτικό του ίδιου του Αχιλλέα.

Η Ιλιάδα

Τα γεγονότα της Ιλιάδας είναι πιθανόν να μην ανήκουν στον αρχικό μύθο του Αχιλλέα. Ο Όμηρος πιθανόν να επινόησε τα περισσότερα, ακολουθώντας παραδοσιακά πρότυπα και θέλοντας στο επεισόδιο της μήνιδος (θυμού) του Αχιλλέα να απεικονίσει τον Τρωικό Πόλεμο στο σύνολό του. Ο θυμός του Αχιλλέα ξεκίνησε, όταν ο Αγαμέμνων αναγκάστηκε να επιστρέψει τη Χρυσηίδα στον πατέρα της και ζήτησε οι Αχαιοί να του δώσουν άλλη σκλάβα για την αντικαταστήσει.

Ο Αχιλλέας τον κατηγόρησε για αχορταγιά, οι δύο ήρωες αντάλλαξαν λόγια βαριά, και η λογομαχία τους κατέληξε με δύο ολέθριες αποφάσεις: ο Αγαμέμνων όρισε να πάρουν από τη σκηνή του Αχιλλέα την Βρισηίδα και να την οδηγήσουν στην δική του, ο Αχιλλέας δήλωσε ότι αποσύρεται από τον πόλεμο, ο ίδιος και το στράτευμα των Μυρμιδόνων. Παράλληλα, με η μεσολάβηση της Θέτιδας ο ήρωας ζήτησε και πέτυχε από τον Δία, οι Αχαιοί να πληρώσουν βαριά την προσβολή που του έκαναν.

Πραγματικά, παρ’ όλο τον ηρωισμό του Αίαντα, του Διομήδη, και των άλλων πολεμιστών, οι Τρώες σηκώνουν κεφάλι, τώρα που ο Αχιλλέας δεν πολεμά και οι Αχαιοί κινδυνεύουν. Μετανιωμένος ο Αγαμέμνων στέλνει στη σκηνή του Αχιλλέα πρεσβεία, που την αποτελούν ο Τελαμώνιος Αίας, ο Οδυσσέας και ο παιδαγωγός του Αχιλλέα, Φοίνικας. Του μεταφέρουν το μήνυμα ότι Αγαμέμνων θα του επιστρέψει ανέγγιχτη την Βρισηίδα και θα του δώσει και δώρα πολλά. Τέλος, όταν επιστρέψουν στην Ελλάδα ο Αχιλλέας θα παντρευτεί όποια από την κόρη του Αγαμέμνονα θέλει. Ο Αχιλλεύς αρνείται την προσφορά, δεν πολεμά μέχρι ο Έκτορας φτάσει να απειλεί το στρατόπεδο και τα πλοία των Μυρμιδόνων.

Ο πόλεμος δεν σταματά. Ο Πάτροκλος παρακαλεί τον Αχιλλέα να βγει να πολεμήσει. Του ζητά να του δανείσει το άρμα του και τα αθάνατα άλογά του και τα όπλα του, ώστε οι Τρώες να νομίζουν ότι είναι ο Αχιλλεύς. Ο Αχιλλέας δέχεται. Ο Πάτροκλος πολεμά με εξαιρετική γενναιότητα σκοτώνει πολλούς και κατατροπώνει τους Τρώες. Προχωρά προς την Τροία και τότε ο Έκτορας τον σκοτώνει και του παίρνει τα όπλα.

Ο Αχιλλεύς μαθαίνει την θλιβερή είδηση από τον Αντίλοχο, σωριάζεται κατάχαμα και θρηνεί. Στο μεταξύ μάχη ξεσπά γύρω από το σώμα του Πάτροκλου, ώσπου ο Αχιλλέας ειδοποιημένος από την Ίριδα, προχωρεί άοπλος καθώς είναι ως την τάφρο που τριγυρίζει το στρατόπεδο και μόνο με τη φωνή του διώχνει τρέπει τους Τρώες σε φυγή.

Η μοίρα του Αχιλλέα είναι δεδομένη και του ανοίγει δυο δρόμους: ή θα μείνει μακριά από τον πόλεμο, θα ζήσει ευτυχισμένος αλλά άσημος και θα πεθάνει σε βαθιά γεράματα, ή θα πολεμήσει και θα πεθάνει νέος και δοξασμένος. Τώρα το δίλημμα παρουσιάζεται οξύτερο, καθώς η Θέτις του αποκαλύπτει ότι αν σκοτώσει τον Έκτορα, η ώρα του θανάτου του πλησιάζει. Και όμως ο Αχιλλεύς αποφασίζει να εκδικηθεί για τον φίλο του. Το πρωί η Θέτις του φέρνει καινούργια όπλα, που η ίδια ζήτησε να κατασκευάσει ο Ήφαιστος. Στη συνέλευση των Αχαιών ο Αχιλλεύς συμφιλιώνεται με τον Αγαμέμνονα και δέχεται τα δώρα που του είχε τάξει.

Όλος ο θυμός μετατρέπεται τώρα σε εκδικητική μανία. Ο Αχιλλέας επιστρέφει στη μάχη και αρχίζει την σφαγή. Είναι τόσα πολλά τα πτώματα που αφήνει πίσω του, ώστε ο ποταμός Σκάμανδρος αγανακτεί, φουσκώνει και απειλεί να πνίξει τον Αχιλλέα. Χρειάζεται να κατέβει ο Ήφαιστος, να τον συγκρατήσει με τη φωτιά.

Ο Απόλλων με τη μορφή του Αγήνορα παραπλανά τον Αχιλλέα για να δώσει στους Τρώες καιρό να καταφύγουν στα τείχη. Απέξω μένει μόνος ο Έκτορας για να αντισταθεί. Ο Αχιλλεύς πλησιάζει, τον κυνηγά τρεις φορές γύρω από την πόλη και τελικά τον σκοτώνει. Ύστερα δένει τον νεκρό στο άρμα του και το φέρνει σέρνοντας στην σκηνή του.

Την άλλη μέρα γίνεται με κάθε επισημότητα η ταφή του Πάτροκλου. Νύχτα έρχεται ο Πρίαμος και ο Αχιλλέας ημερωμένος πια τον καλοδέχεται, δίνει εντολή να περιποιηθούν το σώμα του Έκτορα και το σηκώνει με τα χέρια του για να το απιθώσει στο άρμα του βασιλιά.

Στην Τροία είχε φτάσει ο Μέμνων από την Αιθιοπία, σύμμαχος των Τρώων. Η Θέτις προειδοποιεί τον γιο της ότι θα πεθάνει αμέσως αν θανατώσει τον Μέμνονα, και ο Αχιλλεύς αποφεύγει να τον αντιμετωπίσει, ώσπου ο Μέμνονας σκοτώνει στη μάχη τον γιο του Νέστορα, τον Αντίλοχο, που έχει διαδεχτεί τον Πάτροκλο στη σχέση του με τον Αχιλλέα.

Το τέλος του Αχιλλέα

Αψηφώντας πια κάθε προειδοποίηση, ο Αχιλλεύς ορμά να εκδικηθεί τον φόνο του φίλου του, σκοτώνει μετά από αμφίρροπο αγώνα τον Μέμνονα και ετοιμάζεται να επιτεθεί στην Τροία. Εκεί, κοντά στις Σκαιές πύλες, τον περιμένει ο θάνατος, καθοδηγούμενο από τον θεό Απόλλωνα ένα βέλος του Πάρη τον βρίσκει στο πόδι και τον σκοτώνει.

Μεγάλη μάχη γίνεται για το σώμα του, ώσπου ο Τελαμώνιος Αίας με τον Οδυσσέα , όχι χωρίς την βοήθεια του Δία, που φέρνει ανεμοζάλη, καταφέρνουν να το μεταφέρουν στο στρατόπεδο. Εκεί μαζί με τους Μυρμιδόνες και τους άλλους Αχαιούς έρχονται από την θάλασσα οι Νηρηίδες με τη Θέτιδα για να θρηνήσουν τον ήρωα, κατεβαίνουν από τον ουρανό οι Μούσες. Δεκαοκτώ μέρες κρατά ο θρήνος και η ταφή. Η τέφρα και τα κόκαλα τοποθετούνται μετά την καύση σε χρυσό αμφορέα, έργο του Ήφαιστου, μαζί με τα κατάλοιπα του Πάτροκλου. Οι Αχαιοί σωρεύουν έναν πελώριο τύμβο, στο ακρωτήριο Σίγειο, στον Ελλήσποντο, που φαίνεται από μακριά, για να θυμίζει τη δόξα του μεγάλου ήρωα.

Ο μύθος του Αχιλλέα

Το όνομα Αχιλλεύς είναι δύσκολο να ετυμολογηθεί. Πιο πιθανή είναι είναι η σύνδεση του ονόματος με τη ρίζα ‘’Αχ’’, που σημαίνει νερό, αν και η θεωρία αυτή δεν βοηθά ιδιαίτερα. Τα μόνα στοιχεία που οδηγούν σε αυτήν την κατεύθυνση, εκτός από τη θαλάσσια καταγωγή της μητέρας του και την μεταθανάτια παρουσία του σε ένα νησί του Πόντου. Όσο για τη μεγάλη εξάπλωση της λατρείας του, από την Θεσσαλία ως τον Δνείπερο, ερμηνεύεται άνετα στο πλαίσιο της απλής ηρωολατρείας, ιδιαίτερα ύστερα από την πανελλήνια απήχηση που είχαν τα ομηρικά έπη.

Ο ίδιος ο μύθος του Αχιλλέα προσφέρει αρκετά στοιχεία για να προσεγγίσουμε τον αρχικό πυρήνα της ηρωικής του υπόστασης. Πέρα από την εξαιρετική του πολεμική δύναμη και ταχύτητα, ο Θεσσαλός ήρωας χαρακτηρίζεται από δύο διαμετρικά αντίθετες δυνάμεις, την μεγαλοψυχία και την αγριότητα. Ο ίδιος ο Αχιλλέας που σκοτώνει δίχως έλεος τους νικημένους εχθρούς και ξεκληρίζει οικογένειες, που κακοποιεί τον νεκρό Έκτορα, σέβεται τα γηρατειά του Ηετίωνα και του Πρίαμου και του παραδίδει το σώμα του μεγάλου του εχθρού, του Έκτορα, να το θάψει όπως του ταιριάζει.

Στα αντιφατικά αυτά φαινόμενα πρέπει να προσθέσουμε από τη μια την εριστικότητα και την οξυθυμία, από την άλλη την απαρασάλευτη πίστη που τηρεί και την στοργική τρυφερότητα που εκδηλώνει απέναντι στους φίλους. Στη πραγματικότητα οι αντιφάσεις δεν είναι παρά φαινομενικές: ο Αχιλλέας ενσαρκώνει υποδειγματικά τον «ήρωα-πολεμιστή» όπου η αγριότητα και η μεγαλοψυχία, ο εύθικτος και ο εριστικός, αλλά και τρυφερός και ευσυγκίνητος χαρακτήρας συνυπάρχουν από τη φύση του.

Αυτός ο μοναχογιός μιας θεάς και ενός θνητού πρέπει να ανήκει στην παλιά ηρωική γενιά, όπως σχηματίστηκε από τη λαϊκή μυθοπλασία, ίσως ήδη στα υπομυκηναϊκά χρόνια, και διαμορφώθηκε από την ραψωδική παράδοση των σκοτεινών αιώνων.

Τεκμήριο της παλαιότητας του αποτελούν και τα αθάνατα άλογα και τα ηφαιστότευκτα «μαγικά» όπλα του, που αυτά πρέπει στον πανάρχαιο μύθο να καθιστούσαν άτρωτο όποιον τα φορούσε, αλλά και η προδιαγεγραμμένη μοίρα του. Στην παγκόσμια μυθολογική παράδοση είναι γνωστός ο τύπος του γενναίου πολεμιστή, που η Μοίρα τού έγραψε να πεθάνει νέος.

Ο Όμηρος από τη μια διατηρεί στο πρόσωπό του Αχιλλέα τα αρχαϊκά χαρακτηριστικά του, από την άλλη τα μετασχηματίζει και τα προάγει: με διπλή μοίρα που αποδίδει στον ήρωα, αφήνοντας τον να διαλέξει μόνος ανάμεσα στη μακρόχρονη ζωή και στη δόξα, ο Αχιλλέας προσεγγίζει ήδη τον τύπο του τραγικού ήρωα, όπως θα τον διαπλάσει αργότερα το αττικό δράμα.