Λίγο μετά το 1450π.Χ., Αχαιοί δυνάστες έχουν εγκατασταθεί στην Κνωσό. Την παρουσία των Μυκηναίων στην Κρήτη επιβεβαιώνουν τα στοιχεία που έφερε στο φως η αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Γραφής Β το 1952. Η διένεξη μεταξύ «παμμινωιστών» και «ελλαδιστών» έλαβε τέλος. Ωστόσο, παρέμεινε ακέραιο το πρόβλημα της αχαϊκής προώθησης στην μεγαλόνησο.

Το δεύτερο μισό του 15ου π.Χ. αιώνα ανέτειλε στην Κρήτη με μια μεγάλη καταστροφή, που παράλληλα έπληξε και ένα τμήμα του Αιγαίου, μια νέα έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας. Η καταστροφή σε ό,τι αφορά την Κρήτη υπήρξε ολοκληρωτική εξαιτίας των παλιρροϊκών κυμάτων, των σεισμών, πριν και μετά την έκρηξη, και την βροχή της τέφρας.
Ήταν μια καταστροφή από την οποία η μινωική Κρήτη δεν επρόκειτο να ξαναφθάσει στην παλαιά της ακμή. Τα ανάκτορα σωριάστηκαν και δεν ξαναχτίστηκαν. Κάθε κεντρική εξουσία παρέλυσε. Φαίνεται ότι αυτήν την ευκαιρία έδραξαν οι Μυκηναίοι, που εγκαταστάθηκαν στην Κνωσό. Δεν είναι γνωστό αν η εγκατάσταση αυτή ήταν αποτελέσμα κατάκτησης, ενός δυναστικού γάμου ή ενός πραξικοπήματος κάποιου Μυκηναίου στρατηγού, που υπηρετούσε στον μινωικό στόλο.
Το κύριο χαρακτηριστικό της περιόδου, που ονομάστηκε Υστερομινωική ΙΙ, είναι για πρώτη φορά, ολοφάνερη η συγκέντρωση της εξουσίας στην Κνωσό. Το ανάκτορο αυτό ήταν το μόνο που ξαναχτίστηκε μετά την ηφαιστειακή καταστροφή. Τα ανακτορικά αρχεία και τα άλλα αρχαιολογικά στοιχεία, που ήρθαν στο φως: η αίθουσα του θρόνου της Κνωσού, οι τοιχογραφίες, η κεραμική του λεγόμενου ανακτορικού ρυθμού, οι μεγάλοι αμφορείς και οι κομψές εφυραϊκές κύλικες, αποκαλύπτουν την εγκατάσταση των Μυκηναίων στην Κρήτη.
Τα αρχιτεκτονικά ευρήματα της Κνωσού είναι ίσως τα πιο χαρακτηριστικά αποδεικτικά στοιχεία των μυκηναϊκών επιδράσεων, κυρίως η αίθουσα του θρόνου. Το κτιριακό αυτό συγκρότημα χρονολογείται στην τελευταία οικοδομική φάση του ανακτόρου. Πρόκειται για μια ενσωμάτωση στο παλαιό αρχιτεκτονικό σχέδιο. Ο σκοπός της κατασκευής είναι προφανής: να εφοδιασθεί το ανάκτορο με την επίσημη αίθουσα του θρόνου, αντίστοιχη της οποίας υπήρχε στα ανάκτορα των Μυκηνών, της Πύλου, της Τιρύνθου.
Οι τοιχογραφίες των γρυπών που φρουρούν τον θρόνο, επισημαίνονται σε τοιχογραφίες της Πύλου. Ακόμα και τα αλάβαστρα, που βρέθηκαν στην αίθουσα του θρόνου της Κνωσού, ανήκουν στον τύπο που επικράτησε κυρίως στην ελλαδική περιοχή. Επίσης λίθινες ζωφόροι με την ανάγλυφη διακόσμηση των τριφλύφων και ημιροδάκων και τους ραβδωτούς κίονες φαίνεται να ανήκουν στον ίδιο τύπο.
Στη κεραμική οι μυκηναϊκές επιδράσεις είναι έκδηλες. Πρόκειται για την κεραμική του λεγόμενου ανακτορικού ρυθμού που είναι γνωστή μόνο από την Κνωσό και την γύρω περιοχή, από το ανάκτορο και τα κτίρια που το περιβάλλουν, από τους «τάφους των πολεμιστών» και τελευταία από τους τάφους του Κατσαμπά, του επινείου της Κνωσού. Τρία είναι τα χαρακτηριστικά τους σχήματα: οι μεγάλοι τρίωτοι αμφορείς, τα πεπλατυσμένα αλάβαστρα και οι λεγόμενες εφυραϊκές κύλικες. Τα μυκηναϊκά αυτά στοιχεία αναγνωρίζονται όχι μόνο από το σχήμα, αλλά και από την διακόσμηση. Είναι παλαιά απλοποιημένα μινωικά θέματα, καθώς και παλαιά φυσιοκρατικά. Παρατηρείται στην σύνθεση των θεμάτων μια νέα τεκτονική διακοσμητική τάση.
Τα στοιχεία αυτά λείπουν από την υπόλοιπη Κρήτη. Σποραδικά εμφανίζονται σε μερικές περιοχές. Ήταν γνήσια μυκηναϊκά επείσακτα, που έμειναν ξένα στην μινωική σκέψη. Το μινωικό στοιχείο συνήλθε σιγά-σιγά από την ηφαιστεακή συμφορά και συνέχισε τη ζωή του σε όλη την Κρήτη, χωρίς προστιβές με τους κατακτητές, οι οποίοι αρκέστηκαν στην επικυριαρχία.
Ένα νέο πνεύμα κυριαρχεί στην Κνωσό του 15ου π.Χ. αιώνα, αντίθετο με το παλαιό φιλειρηνικό μινωικό. Για πρώτη φορά παρατηρούνται στην Κνωσό ταφές πολεμιστών με όλο τον οπλισμό τους, κράνη, ξίφη, εγχειρίδια και λόγχες από χαλκό. Τοιχογραφίες της Κνωσού απεικονίζουν νεαρούς ένοπλους λευκούς στρατιώτες να ηγούνται μαύρων μισθοφόρων από τη Νουβία. Σε άλλη τοιχογραφία υπάρχουν παραστάσεις ασπίδων κρεμασμένων σε τοίχο.
Όσον αφορά στο άρμα πιθανόν να μην έπαιξε ποτέ σπουδαίο στρατιωτικό ρόλο στην Κρήτη, γιατί λείπουν οι μεγάλες πεδιάδες και μάλλον χρησίμευε περισσότερο για θρησευτικες πομπές. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο με τα αμυντικά και επιθετικά όπλα, τα ιδεογράμματα των οποίων συναντούμε στις πινακίδες της Κνωσού. Οι θώρακες και τα κράνη, τα ξίφη και οι λόχγες είναι σαφή δείγματα της στρατοκρατίας που επκρατεί στην Κνωσό.
Η πολιτική διάρθρωση την εποχή της αχαϊκής δυναστείας στην Κνωσό είναι η ίδια που επικρατεί στη Πύλο. Δυνάστης της Κνωσού είναι ο Fάναξ, σύμφωνα με τις πινακίδες της Γραμμικής Γραφής Β. Στα χέρια του βρίσκονται συγκεντρωμένες όλες οι εξουσίες, στρατιωτικές πολιτικές, εμπορικές, ίσως ακόμη και θρησκευτικές. Χωρίς αφιβολία ο τίτλος ανήκει στον Αχαιό πρίγκιπα που κατέλαβε την Κνωσό και μεταβιβάζεται στους απογόνους του.
Το πολιτικό σύστημα φαίνεται να είναι φεουδαρχικό, όπως και στην Πύλο, ίσως με περισσότερα θεοκρατικά στοιχεία, μινωικά κατάλοιπα. Το ανάκτορο ελέγχει περιοχές όπως οι γειτονικές Αμνισός και Τύλισος, η Φαστός και η Ίνατος στην νότια Κρήτη, η Λύκτος στην κεντρική, η Λατώ και ίσως η Σητεία και η Ίτανος στην ανατολική, τέλος τα Σύβριτα, η Κυδωνία και η Απτέρα στην δυτική Κρήτη.
Το ανάκτορο διαθέτει τεράστιο αριθμό προβάτων και έχει αναθέσει τη φύλαξη τους σε βοσκούς σκορπισμένους σε ολόκληρη την Κρήτη. Οι γραφείς καταγράφουν στο αρχείο το όνομα του βοσκού και τον τόπο βοσκής, τα αρσενικά και τα θηλυκά ζώα, καθώς και τα ζώα που λείπουν. Ο αριθμός των ποιμνίων ανέρχεται από 30 έως 400 κεφαλές. Επίσης κατέγραφαν και το έριο (μαλλί), που αποδίδουν τα ζώα, την ποσότητα δηλαδή που πρέπει να δοθεί στο ανάκτορο, αφού έχει υπολογισθεί μαθηματικά πόσο έριο αποδίδει κάθε ζώο. Τα πρόβατα που αριθμούνται στις πινακίδες είναι περίπου 80.000, αριθμός πολύ μεγάλος για τηνΚρήτη εκείνης της εποχής. Μάλλον ο σκοπός της εκτροφής τόσων ζώων δεν ήταν η εκμετάλλευση του κρέατος, αλλά του ερίου, που αποδίδουν σε μεγαλύτερη ποσότητα οι κριοί.
Το μινωικό εμπόριο και γενικά η κρητική κυριαρχία στο Αιγαίο βρίσκεται πια σε παρακμή. Αντίθετα, κερδίζουν έδαφος οι παράλληλοι μυκηναϊκοί σταθμοί που είχαν εγκατασταθεί στα νησιά παλαιότερα. Αυξάνουν σταθερά οι μυκηναϊκές εισαγωγές κεραμικής και φθίνουν οι μινωικές. Φαίνεται ότι οι επικυρίαρχοι Αχαιοί ηγεμόνες δεν κατέβαλαν καμία προσπάθεια να αναστείλουν την επερχόμενη δύση των Μινωιτών που αποτελούσαν ως τότε επικίνδυνους ανταγωνιστές στην αγορά του Αιγαίου, της Ανατολής και της Αιγύπτου. Στο εσωτερικό, αντίθετα, οι δυνάστες της Κνωσού προσανατολίζονταν στην υποστήριξη του μινωικού στοιχείου. Σε αυτό άλλωστε είχαν θεμελιώσει την ισχύ τους.
Και στην θρησκεία βρίσκονται παράλληλα τα παλαιά μινωικά και τα νέα αχαϊκά στοιχεία. Συνεχίζεται η λατρεία της μεγάλης θεάς στα ιερά κορυφών στα ιερά σπήλαια, στα οικιακά ιερά. Στο ανάκτορο γίνεται για πρώτη φορά λόγος για νέες αχαϊκές θεότητες, τον Δία, την Πότνια Αθηνά, ίσως τον Ποσειδώνα. Ωστόσο πρέπει να αποκλεισθεί η συνύπαρξη δύο χωριστών λατρειών μίας ανακτορικής και μυκηναϊκής και μίας λαϊκής ή αγροτικής μινωικής. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι ο Αχαιός δυνάστης της Κνωσού και μέλη της οικογένειας του, θα υποδύονταν με επιτυχία τον ρόλο του τελευταίου Μινωίτη βασιλιά – αρχιερέα, που στα μάτια των υπηκόων του αποκτούσε θεϊκή υπόσταση κατά τη διάρκεια των τελετουργιών.
Αλλά και τα ταφικά έθιμα των Μινωιτών φαίνεται ότι υιοθέτησαν οι Αχαιοί δυνάστες της Κνωσού. Ο παλαιός μινωικός βασιλικός τάφος των Ισοπάτων χρησιμοποιήθηκε και σε αυτήν την περίοδο για κάποια μέλη της Αχαϊκής δυναστείας. Η ταφή έγινε σύμφωνα με το παλαιό μινωικό τυπικό των βασιλικών νεκρών.
Λίγο μετά το 1400π.Χ. ήρθε η νέα καταστροφή. Το ανάκτορο της Κνωσού αφανίστηκε από πυρκαγιά. Για τα αίτια μόνο υποθέσεις μπορούν να γίνουν. Ίσως οφείλεται σε τυχαίο γεγονός, σε φυσικά αίτια, σε επανάσταση των υποτελών Μινωιτών. Το τελευταίο κρητικό ανάκτορο έπαψε να υφίσταται και μαζί του έσβησαν και οι τελευταίες αναλαμπές της ακτινοβολίας του Μινωικού Πολιτισμού. ίσως οι Αχαιοί δυνάστες να αναζήτησαν μια νέα έδρα στην Κνωσό ή στην γύρω περιοχή. Δεν μπόρεσαν όμως να ανακόψουν τον δρόμο της παρακμής. Για την μυκηναϊκή Ελλάδα δεν υπήρχε πια ανταγωνιστής.
Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους