Παρά το μικρό μέγεθος του πρώτου βασιλείου της Παρσουμάς, οι βασιλείς της πρώτης περιόδου υιοθέτησαν τον τίτλο «βασιλεύς των βασιλέων», που όμως είχε νόημα μόνο την περίοδο που βασίλευαν ηγέτες όπως ο Κύρος, ο Δαρείος και ο Ξέρξης. Οι Αχαιμενίδες είχαν καταλάβει μια αχανή έκταση που περιελάμβανε τη Μεσοποταμία, την Συρία, την Αίγυπτο, τη Μικρά Ασία, τα νησιά του Αιγαίου, ένα μέρος της ηπειρωτικής Ελλάδας, αλλά και τεράστιες εκτάσεις της Ινδίας και της Τρανσοξανίας (σημερινό Τατζικιστάν και Ουζμπεικιστάν).
Οι Αχαιμενίδες ακολούθησαν μία πολιτική πολύ διαφορετική από άλλες αυτοκρατορίες. Παρείχαν πολιτιστική, θρησκευτική και κοινωνική ελευθερία στους λαούς που υπέταξαν. Ωστόσο, η ανοχή που υπέδειξαν ο Κύρος και ο Δαρείος ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με τη βάρβαρη κατάκτηση που είχαν πραγματοποιήσει με τα στρατεύματά τους. Έτσι, δημιουργήθηκαν πολιτική ανισορροπία, συνεχείς επαναστάσεις και εξεγέρσεις που ήταν δύσκολο να κατασταλούν. Η περσική «ειρήνη» δεν είχε ποτέ τα αποτελέσματα της ρωμαϊκής στους υπόδουλους λαούς.
Η μεγάλη έκταση της αυτοκρατορίας δεν επέτρεπε τον σωστό έλεγχό της. Παρ’ όλα αυτά, οι μεταρρυθμίσεις που εισήγαγε ο Δαρείος ο Μέγας βοήθησαν την αυτοκρατορία του Κύρου να διατηρηθεί για δύο αιώνες. Το περσικό βασίλειο υποχώρησε μόνο μπροστά στην αμείλικτη προέλαση του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Κέντρα εξουσίας
Η μεγάλη αυτοκρατορία που ίδρυσε ο Κύρος και επέκτειναν οι Αχαιμενίδες, και συγκεκριμένα ο Δαρείος και ο Ξέρξης, διοικούνταν από τα μεγάλα κέντρα εξουσίας. Η πρώτη πρωτεύουσα των Αχαιμενιδών, οι Πασαργάδες, έχασε σταδιακά τον ρόλο της ως κύριου πολιτικού κέντρου μετά την ίδρυση της Περσέπολης και μετατράπηκε σε χώρο διεξαγωγής τελετών, όπως αυτής της στέψης του Μεγάλου Βασιλέως. Τα Σούσα, η χειμερινή πρωτεύουσα, έγινε έδρα της Αυλής και των διοικητικών λειτουργιών. Τα Εκβάτανα, η πρώτη πρωτεύουσα που ο Κύρος κατέλαβε από τους Μήδους, το 559π.Χ., μετατράπηκαν σε πολιτικό και στρατιωτικό κέντρο. Τέλος η ιστορική Βαβυλώνα έγινε διοικητική πρωτεύουσα, έδρα του πολύπλοκου διοικητικού συστήματος του κράτους.
Κατά την ακμή της αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών, πρώτη από όλες τις πόλεις ήταν η Περσέπολη, που ιδρύθηκε από τον Δαρείο και επεκτάθηκε από τον Ξέρξη. Η είσοδος στη πόλη απαγορευόταν στους ξένους, ενώ οι Πέρσες βασιλείς έδειξαν ξεκάθαρα την προτίμηση τους στην πόλη χτίζοντας εκεί τις βασιλικές τους κατοικίες.
Σατραπείες
Μέχρι την εποχή του Δαρείου του Μεγάλου, η Περσική Αυτοκρατορία ήταν διαιρεμένη σε 20 σατραπείες με επικεφαλής τους σατράπες. Τον σατράπη, ο οποίος έδινε απευθείας λόγο στο βασιλιά, πλαισίωνε μια ομάδα τοπικών αξιωματούχων, συχνά προερχόμενη από τις τοπικές πολιτικές ιεραρχίες που προϋπήρχαν της αυτοκρατορίας.
Ένα από τα κύρια στοιχεία που συνέβαλαν στη σταθερότητα της Περσικής Αυτοκρατορίας ήταν ακριβώς η ισορροπία αυτή μεταξύ κεντρικής εξουσίας και τοπικής αυτονομίας, η οποία επέτρεπε στους άρχοντες της Φοινίκης να παραμένουν στο τιμόνι των πλούσιων εμπορικών πόλεων τους και στους ηγεμόνες της Μικράς Ασίας να συνεχίσουν να κυβερνούν την Λυδία και την Καρία. Με τον ίδιο τρόπο οι Ιουδαίοι και οι Σαμαρείτες είχαν τον έλεγχο του Ισραήλ.
Μέρος των φόρων που κατέβαλαν οι υπήκοοι στην διοίκηση προοριζόταν για το κεντρικό θησαυροφυλάκιο της Περσέπολης όπου ο πλούτος φυλασσόταν σε ράβδους χρυσού ή αργύρου σε μεγάλες ποσότητες. Ένα άλλο μερίδιο προοριζόταν για την τοπική διοίκηση και χρησιμοποιούνταν για την χρηματοδότηση και την κατασκευή δημοσίων έργων.
Οι Αχαιμενίδες ηγεμόνες για να μπορέσουν να διαχειριστούν το πλήθος εθνοτήτων που ανήκαν στην αυτοκρατρία τους, επέλεξαν να μην παρεμβαίνουν σε ζητήματα όπως γλώσσα ή θρησκεία. Ο κάθε λαός μπορούσε να μιλά τη δική του γλώσσα, ενώ για τις ανάγκες της αυτοκρατορίας είχε επικρατήσει η αραμαϊκή γλώσσα, που αποτελούσε το πιο διαδεδομένο ιδίωμα στην Εγγύς Ανατολή.
Ο κάθε λαός μπορούσε να ασκεί ελεύθερα τα θρησκευτικά του καθήκοντα και να χτίσει ναούς προς τιμήν των θεών. Οι Πέρσες μονάρχες είχαν την πολιτική πεποίθηση ότι η ελεύθερη λατρεία έπρεπε να φυλάσσεται και να προάγεται. Κάθε μορφή θρησκευτικής έκφρασης επιτρεπόταν στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας, με την προϋπόθεση ότι δεν παρενέβαινε στην περσική κυριαρχία, ενώ οι ναοί κατάβαλαν και αυτοί εισφορές στο κράτος.
Σε ορισμένες περιπτώσεις οι ίδιοι οι Πέρσες χρηματοδοτούσαν την κατασκευή ιερών αφιερωμένων σε τοπικές θεότητες, όπως είναι το παράδειγμα του Κύρου Β’, ο οποίος αφού έβαλε τέλος στην αιχμαλωσία των Εβραίων από τους Βαβυλώνιους και επέτρεψε την επιστροφή τους στη χώρα τους, στη συνέχεια χρηματοδότησε την ανοικοδόμηση του ναού της Ιερουσαλήμ.
Λαοί της αυτοκρατορίας
Τα γλυπτά που κοσμούν τις κλίμακες στην «απάδανα», παρουσιάζουν μακρές ακολουθίες αντιπροσώπων που καταβάλλουν τους φόρους στον Μεγάλο Βασιλέα. Αυτοί κατάγονται από τις Σογδιανή, Παρθία, Ελάμ, Μηδία, Αρμενία, Δραγγιανή, Βακτριανή, Αίγυπτο, Κιλικία, Βαβυλωνία, Ιωνία, Σκυθία, Λυδία, Καππαδοκία, Συρία, Φοινίκη, Μακεδονία, Γκαντάρα, Αραχωσία, Αιθιοπία, Λιβύη, Ασσυρία, Αραβία και Σαμαρκάνδη. Στις προσφορές προσφέρονταν υφάσματα, όπλα, δέρματα, χρυσαφικά, βάρκες, αγγεία, δοχεία για αρώματα, διάφορα ζώα (γάιδαροι, καμήλες, κριάρια, λιοντάρια, ταύροι, άλογα και γαζέλες).
Οι αντιπροσωπείες αναγνωρίζονται με βάση τα χαρακτηριστικά τους: τα ρούχα και τα υποδήματά τους, ή ακόμα και τα αντικείμενα που έφερναν μαζί τους ως δώρα. Πληροφορίες μας δίνουν και τοπικά προϊόντα τεχνιτών που εμφανίζονται στα ανάγλυφα της Περσέπολης. Ανάμεσα τους ξεχωρίζουν μεταλλικά αντικείμενα, όπως αγγεία, με λαβές στο σχήμα κατσικιού ή περιβραχιόνια με κεφαλές φιδιών, που οι αντιπροσωπείες Σκύθων ή Συρίων πρόσφεραν στους Πέρσες.
Με πληροφορίες από: nationalgeographic