Οι Αθηναίοι των κλασικών χρόνων πίστευαν ότι το κράτος τους προέκυψε από την ένωση πολλών μικρότερων κρατών που πραγματοποιήθηκε από τον μυθικό βασιλιά Θησέα. Σε αντίθεση με αυτήν την πίστη, έρευνες υποστηρίζουν ότι το κράτος που ήλεγχε την Αττική κατά τους μυκηναϊκούς χρόνους διαλύθηκε και ότι το γνώριμό μας αθηναϊκό κράτος των ιστορικών χρόνων ανασυγκροτήθηκε έπειτα από μια νέα σταδιακή διαδικασία ένωσης που ολοκληρώθηκε γύρω στο 700π.Χ. με την προσάρτηση της Ελευσίνας.

Η υπόθεση ότι η Ελευσίνα αποτέλεσε χωριστό κράτος μέχρι περίπου το 700π.Χ. στηρίζεται στο γεγονός ότι ο «ύμνος της Δήμητρας», έργο των αρχών του 7ου π.Χ. αιώνα, παρουσιάζει την Ελευσίνα ως έδρα βασιλιά. Αλλά ο ύμνος αυτός εξιστορεί περιπλανήσεις της θεάς σε εποχή που, κατά τις αντιλήψεις που αποδεχόταν ο ποιητής και οι ακροατές του ύμνου, ήταν κατά πολλούς αιώνες παλαιότερη από τα χρόνια του Θησέα στον οποίο απέδιδαν την πολιτική ενοποίηση της Αττικής.
Η Ασίνη και η Ερμιόνη υπήρξαν οι μόνες από τις προδωρικές κοινότητες που κατόρθωσαν να επιζήσουν στην ΒΑ Πελοπόννησο. Στην υπόλοιπη περιοχή, που μεσολαβεί ανάμεσα στην Αρκαδία και στην Αχαΐα, στην Αττική και στη Βοιωτία, σχηματίστηκαν δέκα αυτόνομα δωρικά κράτη με έδρες το Άργος, τις Μυκήνες, την Τίρυνθα, την Τροιζήνα, την Επίδαυρο, τις Κλεωνές, τον Φλιούντα, τη Σικυώνα, την Κόρινθο, τα Μέγαρα. Ένα ενδέκατο ιδρύθηκε στηβ Αίγινα. Τα τρία πρώτα προέκυψαν από τη διάσπαση των Δωριέων που εγκαταστάθηκαν στην πεδιάδα του Άργους. Οι πέντε επόμενες πόλεις υπήρξαν αποικίες των ίδιων Δωριέων. Στην Κόριθνο εγκαταστάθηκε ειδική δωρική ομάδα, ενώ τα Μέγαρα ιδρύθηκαν από Αργείους, Κορίνθιους και άλλους Δωριείς. Η Αίγινα αποικίσθηκε από την Επίδαυρο.
Αττική
Το αθηναϊκό κράτος των ιστορικών χρόνων παρουσιάζει τη δομή κράτους φυλετικού τύπου, με τις παλαιές φυλές διοικούμενες από «φιλοβασιλείς» και διαιρούμενες σε φατρίες, που με τη σειρά τους περιελάμβαναν ορισμένο αριθμό γενών. Φαίνεται ότι η φυλετική οργάνωση, που κληρονόμησαν οι Ίωνες της Αττικής από τους Πρωτοΐωνες, δεν διαταράχθηκε ούτε από τον σχηματισμό γραφειοκρατικού και συγκεντρωτικού κράτους κατά τη μυκηναϊκή εποχή, ούτε από την κατάλυσή του, στο τέλος ίδιας εποχής.
Η απόκρουση της εισβολής των Δωριέων, κατά τα μέσα του 10ου π.Χ. αιώνα εξυπακούει ότι οι αμυ’πμενοι παρέταξαν ισόπαλη δύναμη, γεγονός που θα ήταν πιο εύκολο αν η χώρα υπάκουσε σε μια κεντρική εξουσία παρά αν ήταν πολιτικά κατακερματισμένη. Τέλος, η συμμετοχή των Αθηναίων και των Ιώνων της Εύβοιας στην αμφικτιονία των Δελφών, όχι ως πολιτών χωριστών κρατών αλλά ως μελών μιας ενιαίας φυλετικής κοινότητας που χαρακτηρίζεται με το όνομα των Ιώνων σημαίνει ότι τον καιρό που συγκροτήθηκε η αμφικτιονία, η Αττική και το ιωνικό τμήμα της Εύβοιας ανήκαν σε ένα ενιαίο κράτος, φυλετικού χαρακτήρα, του οποίου οι πολίτες ονομάζονταν Ίωνες.
Κατά το τέλος της μυκηναϊκής εποχής κατέρρευσε η εξουσία του άνακτος που ήλεγχε την Αττική από την Ακρόπολη των Αθηνών μαζί με όλο το σύστημα του φεουδαλικού τύπου που την στήριζε και την προεξέτεινε. Έτσι έμειναν ακέφαλοι τοπικοί άρχοντες που κατά τη μυκηναϊκή εποχή χαρακτηρίζονταν ως βασιλείς και οι διοικητικές μονάδες που λέγονταν δάμοι (στην ιωνική-αττική διάλεκτο: δήμοι).
Από αυτήν την κατάσταση θα μπορούσαν να αναπτυχθούν κεντρόφυγες τάσεις τόσο δυνατές που θα οδηγήσουν στην πλήρη αυτονόμηση των δήμων και τη μεταβολή των τοπικών βασιλέων σε απόλυτα ανεξάρτητους ηγεμόνες. Αλλά η ένταξη του συνόλου των Ιώνων της Αττικής σε ένα σύστημα γενών, φατριών και φυλών, που κάλυπτε ολόκληρη τη χώρα λειτούργησε ανασταλτικά. Η ύπαρξη και άλλων θεσμών και λατρειών κοινών σε όλους τους Ίωνες καθώς και μιας ιωνικής εθνικής συνείδησης συνέβαλαν στο ίδιο αποτέλεσμα.
Η βούληση για τη διατήρηση της φυλετικής ενότητας στα πλαίσια ενός κρατικού οργανισμού οδήγησε στον σχηματισμό μιας ομοσπονδίας είτε δήμων έιτε τοπικών αρχόντων που λέγονταν βασιλείς. Οι βασιλείς των Αθηνών λέγονταν Μεδοντίδαι. Οι κατάλογοι των Αθηναίων βασιλέων , που συντάχθηκαν πολλούς αιώνες αργότερα, αναφέρουν έναν Μέδοντα, ως γιο και διάδοχο του Κόδρου, βασιλιά της Αττικής, και πατέρα και προκάτοχο του Ακάστου. Επειδή όμως μαρτυρείται αρχαία λέξη μέδων που σημαίνει βασιλιάς πιστεύεται ότι ο Μέδων δεν υπήρξε στην πραγματικότητα αλλά πρόκεται για προσωποποίηση μιας βασιλικής προσωνυμίας που αχρηστεύθηκε πριν από την κλασική εποχή.
Ως ιδρυτής της δυναστείας αναγνωριζόταν ο Μέλανθος, για τον οποίο έλεγαν ότι ήταν απόγονος του Νηλέα, βασιλιά της Πύλου, και ότι είχε έρθει στην Αττική μετά την δωρική εισβολή στη Μεσσσηνία. Αλλά, εκτός από το γεγονός ότι το όνομα του Μελάνθου δινόταν αρχικά σε ένα θεό, είναι απίθανο ότι ένας ξένος φυγάς θα γινόταν βασιλιάς των Αθηνών, υπερνικώντας ντόπιους διεκδικητές της εξουσίας.
Η όλη αφήγηση προέκυψε από το ότι οι κάτοικοι της Πύλου και των Αθηνών είχαν ορισμένες κοινές λατρείες: του Νηλέα, θεού του Άδη, και του Μελάνθου, θεού της βλάστησης. Πρώτος ιστορικός βασιλιάς των Μεδοντιδών ήταν ο Άκαστος που, σύμφωνα με τους βασιλικούς καταλόγους, θα κυβέρνησε κατά το δεύτερο ήμισυ του 11ου π.Χ. αιώνα. Και οι διάδοχοί του φαίνονται ιστορικά πρόσωπα.
Πελοπόννησος
Τα κράτη της πεδιάδας του Άργους και των αποικιών είχαν ως βασιλείς απογόνους του Τήμενου, του Ηρακλείδη, που κατέλαβε την Αργεία. Οι βασιλείς των Κορίνθιων ονομάζονταν Ηρακλείδες και Βακχιάδες. Το δεύτερο όνομα το πήραν από τον Βάκχι, που αναφέρεται στους βασιλικούς καταλόγους ως πέμπτος βασιλιάς της Κορίνθου.
Οι απόγονοι των Δωριέων κατακτητών αποτέλεσαν την ανώτερη κοινωνική τάξη: ήταν μέλη του σώματος των πολιτών και απολάμβαναν τα εισοδήματα κλήρων που καλλιεργούσαν απόγονοι των παλαιών κατοίκων. Άλλοι απόγονοι των τελευταίων δεν προσκολλήθηκαν σε κλήρους, αλλά αφέθηκαν ελεύθεροι στα κτήματά τους ή στα εργαστήρια τους. Ωστόσο δεν εξομοιώθηκαν με τους Δωριείς από άποψη πολιτικών δικαιωμάτων, αλλά πολύ αργότερα.
Οι Κορίνθιοι φάνηκαν αγνώμονες στους Λαπίθες που τους βοήθησαν να καταλάβουν την παρίσθμια χώρα και δεν τους επέτρεψαν να μετάσχουν στην διανομή των ευφορότερων εκτάσεων. Έτσι οι Λαπίθες αναγκάστηκαν να κατοικήσουν σε μια περιοχή την ποιότητα της οποίας χαρακτηρίζει το όνομά της, Πέτρα, το οποίο έδωσαν οι ίδιοι οι Λαπίθες. Ωστόσο φαίνεται ότι έγιναν πολίτες της Κορίνθου.
Το κράτος των Αργείων ξεπέρασε όλα τα άλλα σε έκταση και δύναμη. Προς Β., και Δ. έφτασε ως τις κορυφογραμμές που αποτελούν τα φυσικά όρια της Αργείας, προς Ν. κατέλαβε τη Θυρεάτιδα και την Κυνουρία. Αργότερα θα προωθηθεί ως τον Μαλέα και θα καταλάβει τα Κύθηρα. Οι περισσότεροι από τους κατοίκους των ορεινών αυτών κατακτήσεων εντάχθηκαν στο κράτος ως ελεύθεροι πολίτες χωρίς πολιτικά δικαιώματα. Τα μέλη αυτής της τάξης που αντιστοιχεί στους περιοίκους της Σπάρτης ονομάστηκαν Ορνεάται, από το όνομα των Ορνεών, μιας κώμης της Αργείας, της οποίας οι κάτοικοι περιήλθαν σε αυτήν την πολιτική θέση.
Οι Δωριείς που εισχώρησαν στην κοιλάδα του Ευρώτα, αφού εγκαταστάθηκαν στην περιοχή της Σπάρτης, σχημάτισαν δύο κράτη. Η ιστορική Σπάρτη είχε δύο βασιλείς, από δύο διαφορετικές οικογένειες, των Αγιαδών και Ευρυποντιδών. Οι επώνυμοι και των δύο θεωρούνταν εγγονοί του Αριστόδημου, που η σπαρτιατική παράδοση ανέφερε ως αρχηγό των κατακτητών. Κάθε μία από αυτές είχε χωριστό κοιμητήριο: οι Αγιάδες σε μια συνοικία της Πιτάνης και οι Ευρυποντίδες στην περιοχή των Λιμνών. Πιτάνη και Λίμνες ήταν δύο από τις πέντε κώμες που συναποτελούσαν τις την ιστορική Σπάρτη. Στην αρχή όμως αποτέλεσαν έδρες χωριστών αυτόνομων κοινοτήτων. Η διπλή βασιλεία στη Σπάρτη άρχισε όταν αυτές οι δύο κοινότητες ενώθηκαν διατηρώντας τους βασιλείς τους.
Το γεγονός ότι οι δύο οικογένειες ονομάζοντας Αγιάδαι και Ευρυποντίδαι, και όχι Ευρυσθενίδαι και Προκλείδαι, από τα ονόματα των διδύμων γιων του Αριστόφημου, που ήταν και οι πραγματικοί γενάρχες, δείχνει ότι η ένωση συντελέστηκε επί της βασιλείας του Άγιδος και του Ευρυπώντος. Μόνο από τη στιγμή που βρέθηκαν δύο βασιλείς επικεφαλής ενός κράτους, θα έγινε αισθητή η ανάγκη να δοθεί ένα διαφορετικό όνομα σε κάθε οικογένεια. Προγενέστερα και οι δύο θα λέγονταν Ηρακλείδες.
Τα δύο κράτη ενώθηκαν με ίσους όρους: οι δύο βασιλείς θα ασκούσαν αδιαίρετα βασιλικά δικαιώματα, τα συμβούλια γερόντων συναποτέλεσαν ένα σώμα, τη γνωστή μας γερουσία, οι πολίτες του καθενός από τα παλαιά κράτη ήταν πολίτες του νέου.
Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους