Ατρείδες

Οι Ατρείδες (αρχ. Ατρείδαι) είναι ο κυριότερος κλάδος των Πελοπιδών, που βασίλεψαν στα μεγαλύτερα πολιτικά κέντρα της Πελοποννήσου, ιδιαίτερα οι γιοι του Ατρέα, Αγαμέμνων και Μενέλαος και οι απόγονοί τους, Ιφιγένεια, Ηλέκτρα, Χρυσόθεμις, Ορέστης, Ερμιόνη.

Ατρείδες

Οι Ατρείδες

Ατρεύς

Ο Ατρεύς ήταν βασιλιάς των Μυκηνών, γενεαλογούμενος ως γιος του Πέλοπα και της Ιπποδάμειας, αδελφός του Θυέστη, σύζυγος της Αερόπης, πατέρας του Αγαμέμνονα και του Μενελάου και ιδρυτής της δυναστείας των Ατρειδών, που βασίλεψε στις Μυκήνες. Σύμφωνα με τον Απολλόδωρο, όταν στις Μυκήνες επρόκειτο να οριστεί νέος βασιλιάς, αυτή τη φορά ένας από τους Πελοπίδες, και ο Θυέστης, ανάμεσα τους υποψηφίους, πρότεινε να αναγνωριστεί βασιλιάς αυτός που είχε στην κατοχή του την «χρυσή προβειά», ο Ατρεύς που την είχε στην κατοχή του έσπευσε να συμφωνήσει με τον αδελφό του βέβαιος για το αποτέλεσμα χωρίς την υποψία για δόλο.

Όμως ο Θυέστης, που διατηρούσε ερωτική σχέση με την γυναίκα του αδελφού του, την έπεισε να την του δώσει τη χρυσή προβειά, την παρουσίασε και πέτυχε να στεφθεί αυτός βασιλιάς των Μυκηνών. Ο Δίας, που δεν μπορούσε να δεχθεί την αδικία, έστειλε τον Ερμή στον Ατρέα λέγοντας του να βάλει στοίχημα το βασίλειο ότι την άλλη μέρα θα βγει ο ήλιος από τη Δύση. Ο Θυέστης δέχτηκε το στοίχημα και το έχασε, αφού ο ήλιος έκανε το θέλημα του Δία, κατ’ εξαίρεσιν, να αλλάξει πορεία εκείνη την ημέρα. Έτσι ανέβηκε στο θρόνο ο Ατρεύς και ο Θυέστης εξορίστηκε.

Αργότερα, ο Ατρεύς, αφού ανακάλυψε την κρυφή σχέση του Θυέστη με την γυναίκα του, τον κάλεσε δήθεν να συμφιλιωθούν, και κατά το δείπνο του πρόσφερε ψημένες τις σάρκες των παιδιών του (Θυέστη), που κρυφά τα είχε σφάξει και τα είχε διαμελίσει. Αφού ο Θυέστης έφαγε, ο Ατρεύς του έδειξε τα κεφάλια και τα χέρια από τα διαμελισμένα πτώματα και τότε ο Θυέστης κυριεύθηκε από φρίκη, ανέτρεψε το τραπέζι και έφυγε τρέχοντας, αφού καταράστηκε τους Ατρείδες να έχουν όλοι κακό τέλος.

Το όνομα του Ατρέα, που σημαίνει τον ατρόμητο, έχει διαβαστεί ήδη στην μυκηναϊκή γραφή. Η άγνωστη στην ομηρική Ιλιάδα μυθική εκδοχή για το αδελφικό μίσος και την καταραμένη γενιά, παραμυθιακά στοιχεία τυπικά και γνωστά από τους μύθους των Δαναού και Αιγύπτου, Ετεοκλή και Πολυνείκη κ.α., προδίδει το πως έβλεπαν οι Δωριείς ηγεμόνες της Αργολίδας τους προκατόχους της επικράτειας τους στους οποίους ήταν εύκολο να αποδώσουν μνήμες του ελληνισμού από βάρβαρα ήθη και εγκληματικές πράξεις, καθώς και από θεολογικά δόγματα και λατρευτικά τυπικά, που για τις ιστορικές κοινωνίες η σημασία τους δεν ήταν πια προσιτή.

Η παιδοθυσία και παιδοφαγία, που έμεινε παροιμιώδης με τα Θυέστεια δείπνα, είναι στοιχείο γνωστό και από τους μύθους του Κρόνου και του Λυκάονα, ενώ η χρυσή προβειά ως σύμβολο εξουσίας έχει σχέση όχι μόνο με το «χρυσόμαλλο δέρας» της Αργοναυτικής Εκστρατείας, αλλά και με την χρυσή βροχή στον μύθο της Δανάης και προέρχεται από την εποχή που επικρατούσαν οι «βασιλείς ποιμένες».

Η μεταβίβαση της εξουσίας απεικονίζεται με τη μεταβίβαση της προβειάς από τον Ατρέα στον Θυέστη με πρωτοβουλία της Αερόπης, που η διακριτική της εξουσία, αναφέρεται στην μητριαρχική παράδοση, τη γνωστή όχι μόνο από την Ήρα ως μεγάλη κυρία του Άργους, αλλά και από τον μύθο της Ιούς, της Δανάης κ.α. Με το πατριαρχικό κριτήριο στη δωρική κοινωνία οι φορείς μιας τέτοιας εξουσίας ερμηνεύτηκαν σαν μοιχαλίδες, προδότρες, φόνισσες με κορυφαία ανάμεσα τους την Κλυταιμνήστρα.

Αγαμέμνων

Ο Αγαμέμνων ήταν βασιλιάς των Μυκηνών, γιος του Ατρέα και της Αερόπης, αδελφός του βασιλιά της Σπάρτης Μενελάου και σύζυγος της Κλυταιμνήστρας, πατέρας του Ορέστη, της Ιφιγένειας, της Ηλέκτρας, της Χρυσόθεμης, οργανωτής και αρχηγός της εκστρατείας που οδήγησε στον Τρωικό Πόλεμο.

Ατρείδες

Σύμφωνα με αφηγηματικά στοιχεία, ο Αγαμέμνων, σε νεαρή ηλικία αφού ο πατέρας του είχε εκθρονιστεί και δολοφονηθεί, έζησε μαζί με τον αδελφό του εξόριστος διαδοχικά στην Σικυώνα, την Καλυδώνα και την Σπάρτη, όπου με την υποστήριξη του μετέπειτα πεθερού του Τυνδάρεω ανέκτησε τον θρόνο των Μυκηνών σκοτώνοντας τον σφετεριστή του και γιο του Θυέστη Τάνταλο.

Όταν ο νεαρός πρίγκιπας της Τροίας Πάρης, φιλοξενούμενος στην Σπάρτη απήγαγε την σύζυγο του Μενελάου Ελένη, ο Αγαμέμνων ανταποκρινόμενος στο κάλεσμα του αδελφού του, οργάνωσε πανελλήνια εκστρατεία εναντίον της Τροίας συναθροίζοντας πολλούς από τους βασιλείς του ελλαδικού χώρου, οι οποίοι ως υποψήφιοι μνηστήρες της Ελένης, είχαν ορκιστεί να υπερασπιστούν την τιμή και στην ζωή της σε κάθε περίπτωση.

Στην Ιλιάδα, ο Αγαμέμνων χαρακτηρίζεται ως βασιλεύτατος ανάμεσα στους συνασπισμένους βασιλείς. Ο ίδιος προσφέρει 100 πλοία και δίνει άλλα 60 στους Αρκάδες που δεν είχαν στόλο, και διοικεί τις στρατιωτικές δυνάμεις που προέρχονται από τις Μυκήνες, την Κόρινθο, τις Κλεωνές, τη Σικυώνα, το Αίγιο και άλλες πόλεις της Β. Αχαΐας, ενώ τις δυνάμεις που προέρχονται από το Άργος, την Τίρυνθα, την Τροιζήνα, την Ερμιόνη, την Επίδαυρο και την Αίγινα διοικούν οι Διομήδης, Σθένελος και Ευρύαλος, δηλαδή πρόσωπα που ανήκουν στην τοπική δυναστεία του Άργους.

Στην Αυλίδα υποχρεώθηκε να θυσιάσει την Ιφιγένεια στην Άρτεμη όταν ο μάντης Κάλχας αποκάλυψε ότι η θεά είχε προκαλέσει παρατεταμένη νηνεμία, εξοργισμένη εναντίον του επειδή κυνηγώντας κάποτε είχε καυχηθεί ότι ξεπερνούσε στην τοξοβολία ακόμη και τη θεά.

Στην ίδια την Ιλιάδα παρέχεται η πληροφορία ότι η γενιά του Αγαμέμνονα βασίλευε «σε ολόκληρο το Άργος και σε πολλά νησιά», πράγμα που σημαίνει ότι η επικράτεια του εκτεινόταν σε ολόκληρη την Αργολίδα ή την Πελοπόννησο ή και πολύ ευρύτερη περιοχή. Ακόμη ο Αγαμέμνων περιγράφεται ως ηγέτης με ανώτερες δεξιότητες, άλλοτε αλαζονικός, άλλοτε μετριοπαθής κάποτε γενναίος και καρτερικός μαχητής, κάποτε όμως τόσο αποθαρρυμένος ώστε να σκέφτεται να λύσει την πολιορκία.

Του αποδίδεται η ευθύνη για τον αποδεκατισμό του ελληνικού στρατεύματος από λοιμό, που προκάλεσε ο θεός Απόλλων, επειδή ο Αγαμέμνων είχε προσβάλει τον ιερέα του Χρύση, που τον ικέτευε, προσφέροντας του και λύτρα, να του επιστρέψει την αιχμαλωτισμένη κόρη του Χρυσηίδα. Ακόμη του αποδίδεται ευθύνη για τη διάσπαση του ελληνικού στρατεύματος, με την αποχή των δυνάμεων του Αχιλλέα, που ένιωσε μειωμένος, όταν ο Αγαμέμνων του απέσπασε με τη βία την όμορφη αιχμάλωτη Βρισηίδα.

Κατά την επιστροφή του στις Μυκήνες, όπου μαζί με τα λάφυρα της εκπορθημένης Τροίας μετέφερε και τη βασιλοπούλα Κασσάνδρα, ο Αγαμέμνων δολοφονήθηκε, σύμφωνα με την Οδύσσεια, από τον ξάδελφό του Αίγισθο με ή χωρίς την σύμπραξη της Κλυταιμνήστρας ή σύμφωνα με τον Αισχύλο με πρωτοβουλία της Κλυταιμνήστρας, η οποία αφού συνδέθηκε ερωτικά με τον Αίγισθο, σκότωσε η ίδια τον άνδρα της, παγιδεύοντας τον μέσα στο λουτρό με ένα χιτώνα και χτυπώντας τον με έναν πέλεκυ.

Η τελευταία εκδοχή δικαιολόγησε την συζυγοκτονία με την κατάρα της γενιάς του Αγαμέμνονα, τον φόνο του πρώτου άνδρα της Κλυταιμνήστρας από αυτόν, της θυσίας της κόρης του Ιφιγένειας για χάρη του αδελφού του και του πολέμου ή τις σχέσεις του Αγαμέμνονα με τη Χρυσηίδα, την Βρισηίδα και την Κασσάνδρα. Επτά χρόνια αργότερα ο θρόνος του Αγαμέμνονα ανακτήθηκε από τον γιο του Ορέστη, που με εντολή του Απόλλωνα σκότωσε την ένοχη μητέρα του και τον εραστή της.

Ο μύθος του Αγαμέμνονα, στην αρχική του μορφή, πρέπει να αναφερόταν απλά σε έναν μαχητή, που αφού διέφυγε τους κινδύνους του πολέμου βρήκε τον θάνατο μέσα στο σπίτι από την άπιστη γυναίκα του και τον εραστή της. Αυτός ο μύθος πρέπει να συνδεόταν με την πόλη των Μυκηνών, όπως ο αντίστοιχος μύθος του Αμφιάραου συνδεόταν με την πόλη του Άργους. Σε επικές συνθέσεις, ο μύθος συνδυάστηκε με μνήμες γύρω από την ακμή της ιδαίτερης πατρίδας του και ενσωματώθηκε στην γενικότερη ιστορική παράδοση της Αργολίδας. Έτσι με πρότυπο τον ηγεμόνα των πρώιμων ιστορικών χρόνων, που με έδρα το Άργος επηρέαζε τα πράγματα σε μια ευρύτερη περιοχή προτού η Αθήνα και η Σάρτη εξελιχθούν σε πανελλήνιες δυνάμεις, ο Αγαμέμνων, από την εποχή του Ομήρου και έπειτα, περιγράφεται σαν αυτοκράτορας, που εξουσιάζει ένα πολύ μεγάλο μέρος της ελληνικής γης.

Ότι όμως πρόκειται μόνο για ένα τοπικό ήρωα της πόλης των Μυκηνών διαφαίνεται και από την ίδια την ομηρική περιγραφή, σύμφωνα με την οποία, οι βασιλείς που ανήκουν στις παλαιές δυναστείες του Άργους και άλλων αργολικών πόλεων υπάρχουν και συνεργάζονται με τον Αγαμέμνονα, και βέβαια όχι ως υποτελείς του.

Σε αντίθεση με τον μύθο του Ατρέα που χρησιμοποιήθηκε για να μνημειωθεί το παραμυθιακό στοιχείο του αδελφικού μίσους, ο μύθος του Αγαμέμνονα φάνηκε προσιτός για να τονιστεί η αδελφική σύμπνοια. Έτσι ο Αγαμέμνων και ο Μενέλαος αντιστοιχούν στους Διόσκουρους, που στην τοπική κοινωνία της Πελοποννήσου έδωσαν το μυθικό πρότυπο της διπλής βασιλείας στη Σπάρτη. Η μυθολογούμενη σχέση του Αγαμέμνονα με τον Μενέλαο, συνδυασμένη με τους μύθους του Άδραστου, του Αίγισθου και του Ορέστη τυπικό αφηγηματικό στοιχείο με το βασιλόπουλο, που, ορφανεμένο από τον δολοφονημένο πατέρα του και τον κληρονομικό κλήρο, ενηλικιώνεται στην εξορία και με τη βοήθεια του πεθερού του ανακτά τον πατρικό θρόνο, εξυπηρέτησε τους ιστορικούς χρόνους τα πολιτικά προγράμματα του Άργους και της Σπάρτης, τόσο στις μεταξύ τους σχέσεις όσο και στην εμβέλεια της δραστηριότητας της κάθε μιας από αυτές τις επικράτειες στην ευρύτερη περιοχή της.

Το άδοξο τέλος του, σαν αυτό του Μίνωα, έχει αποδοθεί στο τύπο της θυσίας του βασιλιά με τη λήξη της χρονικά προκαθορισμένης εξουσίας του. Έτσι παρατηρείται ότι ο Αγαμέμνων ταυτίζεται με τον προϊστορικό βασιλικό σύζυγο που, σύμφωνα με τα σύμβολα του τελετουργικού τυπικού, αφήνει τη ζωή, ενώ είναι στο λουτρό, τυλιγμένος με ένα μανδύα και είχε το ένα πόδι μέσα στον λουτήρα και το άλλο στο δάπεδο, δηλαδή ούτε γυμνός, ούτε ντυμένος, δεν πατά ούτε στο χώμα, ούτε στο νερό, δεν είναι ούτε μέσα στο παλάτι του, ούτε έξω από αυτό.

Με κριτήριο τον παραπάνω τύπο, οι Τάνταλος, Αγαμέμνων και Αίγισθος ενσαρκώνουν μια διαδοχική σειρά βασιλικούς συζύγους, ενώ η συζυγοκτόνος Κλυταιμνήστρα φωτίζεται από το ισχυρό στην Αργολίδα μητριαρχικό πρότυπο, που εκφράζεται στην διακριτική εξουσία της βασίλισσας.

Στους ιστορικούς χρόνους έδειχναν τον τάφο του Αγαμέμνονα στις Μυκήνες και στις Αμύκλες της Λακωνίας, μέσα στον εκεί ναό της θεάς του Κάτω Κόσμου Αλεξάνδρας. Ο Αγαμέμνων λατρευόταν, εκτός από την Αργολίδα και την Λακωνία στην Αρκαδία, την Βοιωτία, την Ιωνία και αλλού, και η λατρεία του συνδεόταν με τα νερά, τη γη και την βλάστηση. Μάλιστα στην Χαιρώνεια τιμούσαν με καθημερινές προσφορές κάποιο πανάρχαιο φετίχ, που το θεωρούσαν σκήπτρο του Αγαμέμνονα.

Έτσι τόσο από τη μορφή της λατρείας του, όσο και από τον εντοπισμό της σε περιοχές άσχετες με τον Τρωικό πόλεμο, αποκαλύπτεται ότι ο Μυκηναίος ήρωας ταυτίστηκε νωρίς με τον χθόνιο θεό Αγαμέμνονα-Δία, ιδιαίτερα στη Λακωνία όπoυ ο Ζευς Αγαμέμνων και η πάρεδρος του Αλεξάνδρα συνέπεσαν με τους ήρωες Αγαμέμνων και Κασσάνδρα. Άλλωστε το όνομα του αρχιστρατήγου της εκστρατείας στην Τροία παραπέμπει στον χθόνιο θεό Αγαμέμνονα, που «άγαν μιμνήσκεται», δηλαδή θυμάται πάρα πολύ καλά και δεν ξεχνάει ποτέ κανένα θνητό, όταν πρόκειται να τον πάρει από τη ζωή.

Μενέλαος

Ο Μενέλαος ήταν βασιλιάς της Σπάρτης και ήρωας Τρωικού πολέμου, γιος του Ατρέα και της Αερόπης, αδελφός του Αγαμέμνονα, σύζυγος της Ωραίας Ελένης και πατέρας της Ερμιόνης και του Νικόστρατου. Μετά τον θάνατο του πατέρα τους, ο Μενέλαος ακολούθησε τον αδελφό του στην εξορία, ώσπου αυτός με τη βοήθεια του μετέπειτα πεθερού Τυνδάρεω επανέκτησε τον θρόνο των Μυκηνών. Ο Τυνδάρεως ξεχώρισε τον Μενέλαο από όλους τους μνηστήρες της κόρης του και Ελένης, τον έκανε γαμπρό και τελικά του παραχώρησε τον θρόνο.

Ατρείδες

Βασιλιάς της Σπάρτης πια ο Μενέλαος δέχτηκε στο παλάτι τον Πάρη, πρίγκιπα της Τροίας. Ο Μενέλαος τον περιποιήθηκε ώσπου χρειάστηκε να ταξιδέψει ως την Κρήτη, για να πάρει μέρος στις τελετές για τον θάνατο του Κατρέα, πατέρα της μητέρας του. Εκεί στην Κρήτη του έφερε η θεά Ίρις την είδηση για την αρπαγή της Ελένης και βέβαια γύρισε αμέσως στη Σπάρτη, αποφασισμένος να ζητήσει τη βοήθεια των άλλων βασιλέων της ελληνικής γης, που οι όρκοι του Τυνδάρεω τους υποχρέωναν να του παρασταθούν. Για αυτό τον σκοπό επισκέφθηκε πρώτα τον αδελφό του στις Μυκήνες και έπειτα τον Νέστορα στην Πύλο.

Στις ζυμώσεις που ακολούθησαν ο Μενέλαος έπαιξε σπουδαίο ρόλο: επισκέφθηκε την Ιθάκη μαζί με τον Παλαμήδη, για να κινητοποιήσουν τον Οδυσσέα και βέβαια μαζί με τον Οδυσσέα την Τροία, σε μια πρώτη προσπάθεια συμβιβασμού. Σε αυτήν την πρεσβεία που φιλοξενήθηκε στο σπίτι του Αντήνορα, ο Μενέλαος μιλούσε σύντομα, γρήγορα με καθαρή φωνή και μυαλωμένα. Στον πόλεμο, που ξέσπασε μετά την αποτυχία της πρεσβείας, ο Μενέλαος δεν ζήτησε την αρχιστρατηγία, που δόθηκε στον μεγαλύτερο αδελφό του Αγαμέμνονα, που ήταν ο ισχυρότερος από όλους. Ο Μενέλαος κυβερνούσε τα 60 πλοία των Λακώνων και αρίστευσε στις μάχες χωρίς όμως να ξεχωρίζει τόσο όσοι άλλοι μεγάλοι πολεμιστές, σαν τον Αχιλλέα και τον Διομήδη.

Σημαντική είναι η μονομαχία του Μενελάου με τον Πάρη που έγινε στην αρχή της εκστρατείας, άσχετα αν ο Όμηρος την τοποθετεί στο δέκατο έτος του πολέμου. Οι δύο στρατοί συμφωνούν να μονομαχήσουν οι δύο σύζυγοι της Ελένης και όποιος κερδίσει να την πάρει μαζί ,ε ους κλεμμένους θησαυρούς. Ολοφάνερα καλύτερος ο Μενέλαος θα τον σκότωνε αν δεν επενέβαινε η Αφροδίτη. Αξιοσημείωτη είναι η συμμετοχή του Μενελάου στην μάχη για το σώμα του Πάτροκλου.

Στην άλωση της Τροίας ο Μενέλαος είναι από τους πρώτους που μπαίνουν μέσα στον Δούρειο Ίππο και ορμούν να καταλάβουν την Τροία. Κατευθύνεται αμέσως στο σπίτι Δηίφοβου, που είχε παντρευτεί την Ελένη μετά τον θάνατο του Πάρη, τον βρίσκει να κοιμάται και τον σκοτώνει. Θα σκότωνε και την Ελένη αλλά λύγισε και την πήρε μαζί του στο καράβι.

Σε μια ταραγμένη συνέλευση μετά την άλωση της Τροίας ο Μενέλαος ζητά να φύγουν αμέσως για τα σπίτια τους, χωρίς να καθυστερήσουν για τις επινίκιες θυσίες, όπως πρότεινε ο Αγαμέμνων. Πραγματικά, ξεκινά με τον Νέστορα, και μαζί φτάνουν ως το Σούνιο, όπου όμως ο Μενέλαος σταματά για να θάψει τον τιμονιέρη του Φρόντη, που είχε πεθάνει ξαφνικά στο ταξίδι. Συνεχίζοντας μόνοι τους οι Λάκωνες συναντούν μεγάλη τρικυμία στον Μαλέα, και καταλήγουν στην Κρήτη, κοντά στην Φαιστό, όπου τα περισσότερα πλοία τσακίζονται στα βράχια. Πέντε μόνο σώζονται, που με αυτά ο Μενέλαος καταφεύγει στην Αίγυπτο.

Για πολύ καιρό ταξιδεύει με τα καράβια του από τόπο σε τόπο, επισκέπτεται την Κύπρο, την Φοινίκη, την Αίγυπτο την Αιθιοπία, την Λυβύη και άλλες χώρες, μαζεύοντας αμύθητο πλούτο. Τον όγδοο χρόνο βρέθηκε στον Φάρο, το νησί που βρίσκεται ανοιχτά των εκβολών του Νείλου, με τους ανέμους να τον κρατούν κλεισμένο.

Τον λυπήθηκε η Ειδοθέα, κόρη του Πρωτέα, και τον καθοδήγησε πως να πιάσει το πατέρα της και να τον αναγκάσει να του αποκαλύψει για ποιο λόγο μένει μακριά από την πατρίδα του. Ο Πρωτέας του αποκαλύπτει πως οι θεοί είναι θυμωμένοι για τις θυσίες που τους χρωστά. Έτσι ο Μενέλαος περνά στην Αίγυπτο εξευμενίζει τους θεούς, ξεκινά και φτάνει στην Σπάρτη. Σύμφωνα με τον Στησίχορο, ο Μενέλαος στην Αίγυπτο συνάντησε την πραγματική Ελένη που οι θεοί την είχαν εμπιστευτεί στον Πρωτέα για να την φυλάει.

Στην Σπάρτη ο Μενέλαος ζει πια αρμονικά με την Ελένη. Όταν ήρθε η ώρα να πεθάνει οι θεοί τον μετέφεραν για να ζήσει αιώνια στα Ηλύσια Πεδία. Οι κατοπινοί άνθρωποι τοποθετούσαν τον τάφο του στο «Μενελάιον», ένα λόφο κοντά στην Σπάρτη, όπου και τον λάτρευαν ως ήρωα.

Ιφιγένεια

Η Ιφιγένεια ήταν πανάρχαια θεά (του τύπου της αιγαιακής Μεγάλης Μητέρας) που επικαλύφθηκε από την Άρτεμη και επιβίωσε ως λατρευτική επίκληση της ή ως μυθολογούμενη ιέρεια της. Στη μυθική παράδοση γενεαλογήθηκε ως κόρη του Αγαμέμνονα και της Κλυταιμνήστρας.

Σύμφωνα μυθικές παραδόσεις και τα δράματα του Ευριπίδη «Ιφιγένεια η εν Αυλίδα» και «Ιφιγένεια η εν Ταύροις», ο Αγαμέμνων, επικεφαλής των δυνάμεων για την εκστρατεία στην Τροία, υποχρεώθηκε να θυσιάσει την Ιφιγένεια, όταν ο μάντης Κάλχας του αποκάλυψε ότι η Άρτεμη είχε προκαλέσει παρατεταμένη νηνεμία, εξοργισμένη μαζί του.

Η Ιφιγένεια μεταφέρθηκε από τις Μυκήνες στην Αυλίδα δήθεν με σκοπό να αρραβωνιαστεί τον Αχιλλέα. Κατά τη διάρκεια της θυσίας η θεά Άρτεμις αντικατέστησε στον βωμό την Ιφιγένεια με ένα ελάφι, ενώ την κοπέλα την πήρε μαζί της στην Ταυρίδα (σημ. Κριμαία) και την όρισε ιέρεια στον εκεί ναό της, όπου κατά το τοπικό λατρευτικό τυπικό, θυσιαζόταν στη θεά κάθε ξένος, που θα τύχαινε να περάσει από εκείνη την χώρα.

Εκεί η Ιφιγένεια αργότερα αναγνώρισε τον αδελφό της Ορέστη, λίγο πριν θυσιαστεί στη θεά ως ξένος, που είχε φτάσει στην Ταυρίδα, καταδιωκώμενος από τις Ερινύες ύστερα από την μητροκτονία, με την υπόσχεση του Απόλλωνα ότι θα καθαριζόταν από το έγκλημά του, αν πετύχαινε να πάρει από την Ταυρίδα ένα παλαιό ξόανο της θεάς Άρτεμης και να το μεταφέρει στη Βραυρώνα της Αττικής. Έτσι η Ιφιγένεια κατέληξε στην Αττική και τελείωσε τη ζωή της ως ιέρεια της Ταυροπόλου ή Βραυρωνίας Αρτέμιδος στης οποίας τον ναό και θάφτηκε.

Μνημεία και λατρεία της Ιφιγένειας, σε συνδυασμό με την λατρεία της Άρτεμης έχουν μαρτυρηθεί στην Αττική στα Μέγαρα και την Ερμιόνη, όπου υπήρχε και η λατρεία της Ιφιγένειας Αρτέμιδος. Ιδιαίτερη σημασία σε αυτόν τον λατρευτικό κύκλο είχαν οι ναοί της Ταυροπόλου Αρτέμιδος και Βραυρωνίας Αρτέμιδος στην Βραυρώνα Αττικής, όπου μάλιστα αφιερώνονταν στην Ιφιγένεια τα φορέματα των γυναικών που είχαν πεθάνει κατά τη λοχεία.

Η αναφορά του μύθου σε θυσία της Ιφιγένειας και σε δραστηριότητας της ως ιέρειας της Άρτεμης στην Ταυρίδα απηχεί την ύπαρξη παλαιότερου λατρευτικού θεσμού με ανθρωποθυσίες, ενώ η παράδοση για την μεταφορά του λατρευτικού ειδώλου από την Κριμαία στην Αττική βασίζεται στο συσχετισμό της Ταυρίδας με την Ταυροπόλο Άρτεμη.

Ηλέκτρα

Η Ηλέκτρα ήταν ηρωίδα των Μυκηνών, κόρη του Αγαμέμνονα και της Κλυταιμνήστρας, αδελφή της Ιφιγένειας, της Χρυσοθέμιδος και του Ορέστη, σύζυγος του Πυλάδη, μητέρα του Στρόφιου και του Μέδοντα. Παραδίδεται ότι, μετά την δολοφονία του πατέρα της φυγάδευσε τον μικρό της αδελφό στη Φωκίδα και παραμένοντας η ίδια στις Μυκήνες υφιστάμενη τις ταπεινώσεις από τους σφετεριστές της εξουσίας έμεινε πιστή στη μνήμη του πατέρα της και έκανε σκοπό της ζωής της την εκδίκηση και ότι όταν, μετά την ενηλικίωση του, ο Ορέστης επέστρεψε στις Μυκήνες, αυτή του παραστάθηκε και τον εμψύχωσε, για να θανατώσει τους δολοφόνους του πατέρα τους.

Ορέστης

Ο Ορέστης ήταν βασιλιάς των Μυκηνών γενεαλογούμενος ως γιος του Αγαμέμνονα και της Κλυταμνήστρας, αδελφός της Ιφιγένειας, της Ηλέκτρας και της Χρυσοθέμιδος, σύζυγος της Ερμιόνης και πατέρας του Τισαμενού, του τελευταίου από τους Ατρείδες.

Ο Ορέστης σε παιδική ηλικία, όταν η μητέρα του και ο εραστής της Αίγισθος δολοφόνησαν τον πατέρα του, φυγαδεύτηκε από την αδελφή του Ηλέκτρα στη Φωκίδα, όπου βασίλευε ο άντρας της αδελφής του δολοφονημένου, ο Στρόφιος, και τον ανάθρεψε μαζί με τον γιο του Πυλάδη. Έτσι ο Ορέστης, ενηλικιωμένος, ύστερα από επτά χρόνια επέστρεψε στις Μυκήνες και, με εντολή του Απόλλωνα, βοηθούμενος από τον Πυλάδη και την Ηλέκτρα σκότωσε τον Αίγισθο και την Κλυταιμνήστρα.

Ως μητροκτόνος ο Ορέστης σύμφωνα με την επικρατέστερη εκδοχή, που είναι κυρίως γνωστή από την Ορέστεια του Αισχύλου, καταδιωκόμενος από τις Ερινύες, κατέφυγε στο μαντείο των Δελφών και από εκεί, με υπόδειξη του Απόλλωνα στην Αθήνα, όπου δικάστηκε στον Άρειο Πάγο από τους Δώδεκα θεούς και αθωώθηκε κυρίως με την ψήφο του Απόλλωνα και την στήριξη της Αθηνάς.

Σύμφωνα με την την εκδοχή του Ευριπίδη (Ιφιγένεια η εν Ταύροις), ο Ορέστης καταδιωκόμενος από τις Ερινύες έφτασε στην Ταυρίδα, όπου κατά την υπόσχεση του Απόλλωνα, θα καθαριζόταν από το έγκλημα του αν κατάφερνε να πάρει το ξόανο της θεάς Αρτέμιδος και το μετέφερε στην Αττική. Ο Ορέστης εκεί κινδύνεψε να θυσιαστεί, αλλά τον αναγνώρισε η Ιφιγένεια και έφυγαν μαζί για την Βραυρώνα Αττικής, όπου η Ιφιγένεια κατέστη ιέρεια στο ναό της Αρτέμιδος εκεί.

Σύμφωνα με άλλες παραδόσεις, ο Ορέστης έπειτα από τη λύτρωση του από τις Ερινύες, συνάντησε στους Δελφούς τον γιο του Αχιλλέα Νεοπτόλεμο παντρεμένο με την κόρη του Μενελάου και της Ελένης Ερμιόνη, η οποία προοριζόταν από τους γονείς της για τον Ορέστη. Ο Ορέστης μονομάχησε μαζί του και τον σκότωσε ή φανερώνοντας στους κατοίκους των Δελφών τις κακές προθέσεις του Νεοπτόλεμου γι’ αυτούς αυτοί τον σκότωσαν μπροστά στον βωμό του Απόλλωνα.

Ο Ορέστης ανέκτησε το βασίλειο των Μυκηνών, πάντρεψε την ξαδέλφη του Ηλέκτρα με τον καλύτερο του φίλο Πυλάδη, παντρεύτηκε ο ίδιος την Ερμιόνη και απέκτησε μαζί της τον γιο του, Τισαμενό. Ο τελευταίος αναγνωρίστηκε γενικός αρχηγός των Πελοποννησίων για να αντιμετωπίσει την κάθοδο των Ηρακλειδών στη Πελοπόννησο και έπεσε μαχόμενος ή, ότανη Πελοπόννησος κατακλύστηκε από τους Ηρακλείδες, περιορίστηκε στη Αχαΐα όπου ίδρυσε νέα επικράτεια. Ο Ορέστης, σύμφωνα με παραδόσεις, πέθανε στη Αρκαδία από δάγκωμα φιδιού.

Ο ήρωας του μύθου, με το όνομα που αναφέρεται στη λατρεία της Ορεστειάδας Αρτέμιδος, ίσως να κατάγεται από την Αρκαδία, όπως υποδηλώνει και ο εκεί θάνατός του. Γεγονός πάντως είναι ότι τον 6οπ.Χ. αιώνα οι Σπαρτιάτες απέσπασαν βίαια από την αρκαδική Τεγέα λείψανα ήρωα, τον οποίο ταύτιζαν με τον Ορέστη.

Κεντρικό πρόβλημα του μύθου του Ορέστη είναι η ‘’τίσις’’ για τα εγκλήματα αίματος, γι’ αυτό και ο γιος του φέρνει το όνομα Τισαμενός, ο τισάμενος, αυτός δηλαδή που πλήρωσε για τα εγκλήματα της γενιάς του. Έτσι ο Ορέστης συνδέεται με λατρεία και καθαρμούς από βαριά εγκλήματα.

Η διαφορά του Ορέστη με τον Νεοπτόλεμο είναι λογοτεχνική επανάληψη του στοιχείου της μυθολογούμενης διαφοράς των πατέρων τους, ενώ η σχέση του Ορέστη με τον Πυλάδη προσφέρει ένα από τα μυθικά πρότυπα καθαρής φιλίας.