Η δημιουργική ορμή που συνείχε τις μικρές κοινωνίες των πόλεων-κρατών κατά τον 7οπ.Χ. αιώνα δεν ήταν δυνατόν να μη βρει πρόσφορο έδαφος και στην αρχιτεκτονική. Τα οικοδομικά υλικά που χρησιμοποιούσαν οι Έλληνες πριν το 700π.Χ. ήταν κατά κύριο λόγο οι ωμές πλίνθοι πάνω σε λίθινο θεμέλιο για τους τοίχους, το ξύλο, το χόρτο ή τα καλάμια για τη στέγη. Ακόμα και στις περιπτώσεις που χρησιμοποιήθηκε αποκλειστικά σκληρότερο υλικό, η πέτρα, τούτο ήταν ακατέργαστο ή πολύ αδρά κατεργασμένο.
Κατά το δεύτερο μισό του 8ου π.Χ. αιώνα έγινε φανερή μία τάση για μνημειωδέστερες κατασκευές. που όμως ο αποκλειστικός φορέας της έννοιας μνημειώδους ήταν το μήκος του οικοδομήματος: ναοί όπως το αψιδωτό εκατόμπεδο Δαφνηφόριο της Ερέτριας, το πρώτο εκατόμπεδο Ηραίο της Σάμου, επιδιώκουν να επιβληθούν στον προσκυνητή μόνο με την υπερτονισμένη διάσταση του μήκους.
Ουσιαστικά απουσιάζει η τρίτη διάσταση. Η κύρια όψη των κτιρίων ήταν η θέαση του μακρού άξονα στο εσωτερικό τους και όχι οι αδρανείς εξωτερικοί τους τοίχοι. Η τοιχοδομία δεν παρουσιάζει τίποτα το εξαιρετικό. Είναι φανερό ότι για την ώρα φιλοδοξίες του Έλληνα αρχιτέκτονα ξεπερνούσαν τις τεχνικές του γνώσεις και ικανότητες.
Από το 670π.Χ. και έπειτα επιζητήθηκε μια νέα ισορροπία, η επιβολή μιας νέας έκφρασης, όπου θα συνδυαζόταν η ορμή της δημιουργίας (υπερφυσικό μέγεθος, πλούσιος στολισμός της επιφάνειας) προς σταθερότερες αξίες (τεχνικότητα, βαρύτητα). Πιθανότατα στη δημιουργία των μνημειωδών ρυθμών οδήγησε τους Έλληνες η επαφή τους με την ανατολική, ιδιαίτερα με την αιγυπτιακή αρχιτεκτονική.
Ίωνες και Κάρες βοήθησαν τον Αιγύπτιο πρίγκιπα Ψαμμήτιχο να αποτινάξει την ασσυριακή κηδεμονία και να ενοποιήσει υπό την εξουσία του την Αίγυπτο το 664π.Χ. Ως αντάλλαγμα απέσπασαν το δικαίωμα να εγκατασταθούν στο ανατολικό Δέλτα του Νείλου. Με την ίδρυση της Ναυκράτεως στο δυτικό Δέλτα, τα αρχιτεκτονικά θαύματα της Αιγύπτου ανοίχτηκαν διάπλατα στους Έλληνες εμπόρους. Οι σχέσεις με την Αίγυπτο που είχαν αρχίσει ήδη νωρίτερα, πήραν σχεδόν επίσημη μορφή. Τα αιγυπτιακά αρχιτεκτονήματα εντυπωσίασαν τους Έλληνες. Δεν μιμήθηκαν όμως τη μορφή τους. Εκείνο που τους επηρέασε περισσότερο ήταν οι τεχνικές τοιχοδομίας που γνώρισαν, πιθανότατα παρακολουθώντας το ευρύ και φιλόδοξο οικοδομικό πρόγραμμα του Ψαμμήτιχου.
Πρόδρομος του ιωνικού και του δωρικού ρυθμού ήταν ο μεγαρόσχημος οίκος, μία συρρίκνωση του μυκηναϊκού μεγάρου. Αποτελείτο από έναν ορθογώνιο χώρο, οι μακρές πλευρές του οποίου προχωρούσαν πέρα από τον τοίχο της εισόδου, δημιουργώντας έτσι μια στοά με στέγη που στηριζόταν σε ένα ή δύο στηρίγματα και σχημάτιζε αέτωμα, είχε δηλαδή τριγωνική απόληξη στην πρόσοψη.
Ένα αναθηματικό ομοίωμα ναού από το Ηραίο του Άργους που χρονολογείται στο τέλος του 8ου π.Χ. αιώνα μας δίνει αρκετές πληροφορίες για τα πραγματικά ναϊκά οικοδομήματα της εποχής.
Η μορφή της κάτοψης που παρουσίαζαν τα πρώτα αυτά οικοδομήματα, η διαίρεση δηλαδή σε «σηκό» και σε «πρόδρομο» ή σε «πρόσταση», θα αποτελέσει σταθερή διαμόρφωση του ελληνικού ναού, όπως η αετωματική απόληξη της στέγης στις δύο στενές πλευρές.
Αρχαιολογία των πρώιμων ελληνικών χρόνων, Εύα Μπουρνιά, εκδ. Καρδαμίτσα