Η Αρχαιολογία είναι η επιστήμη που «μελετά τα αρχαία πράγματα». Ο ακριβής σύγχρονος ορισμός της είναι η «συστηματική μελέτη των υλικών καταλοίπων του απώτερου ή πιο πρόσφατου ανθρώπινου παρελθόντος μέσω της εφαρμογής θεωρίας και μεθόδου».
Ο όρος αναπτύχθηκε στην εξελικτική πορεία της να περιλαμβάνει πολύ περισσότερα πράγματα στο εννοιολογικό της πλαίσιο. Το 1948 ο Γουόλτερ Τέιλορ (Walter Taylor) έδωσε έναν πρώτο ορισμό, γράφοντας πως «Η Αρχαιολογία δεν είναι ιστορία, ούτε ανθρωπολογία. Ως αυτόνομη επιστήμη περιλαμβάνει τη δική της μεθοδολογία και εξειδικευμένες τεχνικές, για τη συγκέντρωση ή παραγωγή πολιτισμικής πληροφόρησης», από έρευνα στερεής ύλης και μνημείων του παρελθόντος.
Σύμφωνα με τον Μόρτιμερ Γουίλερ, «ο αρχαιολόγος φέρνει στο φως όχι πράγματα αλλά ανθρώπους» συνεπώς από αυτή την άποψη θεωρούμενη η αρχαιολογία είναι μελέτη ανθρώπινων λειψάνων του παρελθόντος. Ο όρος «ανθρώπινο παρελθόν» τονίζει το γεγονός ότι η αρχαιολογία δεν μελετά ζώα που έχουν εκλείψει, απολιθώματα ή πετρώματα, καθώς αυτά αποτελούν προϊόν μελέτης της παλαιοντολογίας και της γεωλογίας. Συνεπώς, το χρονικό όριο μελέτης της αρχαιολογίας, σε ό,τι αφορά στο απώτατο παρελθόν, αγγίζει το χρονικό όριο των 2.000.000 ετών.
Κλάδοι της Αρχαιολογίας είναι:
- Προϊστορική (…-8ος αιώνας π.Χ.)
- Κλασική (8ος αιώνας π.Χ-4ος αιώνας μ.Χ.)
- Βιβλική (3000π.Χ.-1μ.Χ.) και Χριστιανική (324μ.Χ.-1453μ.Χ.)
- Μεσαιωνική και Βυζαντινή (5ος αιώνας μ.Χ.-16ος αιώνας μ.Χ.)