Από την βυζαντινή Ιερουσαλήμ στην τουρκική

Το 614 οι Πέρσες κατέλαβαν την Ιερουσαλήμ και άρπαξαν ως λάφυρα τα λείψανα του Τίμιου Σταυρού, ενώ λίγο αργότερα τα απέκτησαν άλλοι. Στη συνέχεια ήταν οι Άραβες εκείνοι που πήραν τη μερίδα του λέοντος: Το 638 ο χαλίφης Ομάρ Ιμπν Αλ Χατάμπ μπήκε στην ιερή πόλη και την κατέκτησε στο όνομα του Ισλάμ. Η μετάβαση από την βυζαντινή Ιερουσαλήμ στην αραβική τελέστηκε χωρίς έντονες αστικές αλλαγές, καθώς οι Άραβες αφιερώθηκαν κυρίως στο σχεδιασμό ενός λειτουργικού συστήματος αποχέτευσης. Ωστόσο, το δεύτερο ήμισυ του 7ου αιώνα σχεδιάστηκε και ολοκληρώθηκε ένα μεγαλοπρεπές κτίριο που θα υπογράμμιζε τη σπουδαιότητα της πόλης για τον μουσουλμανικό κόσμο.

Από την βυζαντινή Ιερουσαλήμ στην τουρκική
Ο Πανάγιος Τάφος

Στην ιεραρχία των ιερών πόλεων του Ισλάμ, η Ιερουσαλήμ καταλαμβάνει την τρίτη θέση μετά τη Μέκκα και τη Μεδίνα. Από την Ιερουσαλήμ θεωρείται πως ο Μωάμεθ ανέβηκε στα ουράνια και, για να κάνει μνεία στο γεγονός αυτό ο χαλίφης Ομάρ, μετέτρεψε το όρος του εβραϊκού Ναού, που ήταν πλέον από αιώνες εγκαταλελειμμένο. σε σημείο του Ισλάμ, με την ονομασία Χαράμ αλ Σαρίφ ή «Ιερό Ναό». Σύμφωνα με το Κοράνι, στο εβραϊκό όρος του Ναού βρισκόταν ένας βράχος πάνω στον οποίο τοποθετήθηκε η σορός του Μωάμεθ μετά τον θάνατό του.

Ακριβώς στο σημείο όπου βρίσκεται ο βράχος, οικοδομήθηκε στη συνέχεια το τέμενος που είναι ξακουστό με το όνομα Θόλος του Βράχου. Το κτίριο με σχήμα ορθογώνιο, παρουσιάζει ένα εξαίσιο τρούλο, διακοσμημένο με ψηφιδωτά, με σχέδιο λουλουδιών όπως φύλλα ακάνθου και φοίνικες, χρωματισμένα σε αποχρώσεις του μπλε και του πράσινου πάνω σε χρυσή βάση. Με την κατάκτηση του όρους από τους χριστιανούς Σταυροφόρους, το κτίριο καθαγιάστηκε εκ νέου και αφιερώθηκε στη χριστιανική πίστη, αλλά με την επιστροφή του Ισλάμ έγινε και πάλι τζαμί.

Μετά την Ιερουσαλήμ, οι μουσουλμάνοι συνέχισαν τις κατακτήσεις τους φτάνοντας στο σημείο να απειλούν την ευρωπαϊκή ήπειρο, έως ότου να σταματήσουν στην Κωνσταντινούπολη το 718, και στο Πουατιέ το 732. Στην Ανατολή πολλές χριστιανικές κοινότητες υπέστησαν διώξεις, αλλά παρά τους πιθανούς κινδύνους οι πιστοί δεν σταμάτησαν το προσκύνημα στους Αγίους Τόπους. Τον 8ο αιώνα ήταν κατά κύριο λόγο οι Ιρλανδοί, οι Άγγλοι και οι Σάξονες της Βρετανίας εκείνοι που επιχείρησαν το δύσκολο ταξίδι, ενώ ανάμεσα σε αυτούς ξεχώρισε ο Βιλιβάλδος, ο οποίος στην συνέχεια αγιοποιήθηκε.

Το 750 η δυναστεία των Αββασιδών διαδέχτηκε εκείνη των Ομεϋαδών -που είχε πάρει την εξουσια ύστερα από τη μάχη που ακολούθησε τον θάνατο του Μωάμεθ-και το κεντρικό σημείο της πολιτικής μετατοπίστηκε ανατολικά, προς την Περσία, με την πόλη της Βαγδάτης να γίνεται πρωτεύουσα.

Τη χρονική περίοδο της μέγιστης πολιτιστικής και εδαφικής ανάπτυξης, η συνάντηση του ισλαμικού πολιτισμού με τον χριστιανικό αποδείχτηκε ειρηνική και ωφέλιμη. Οι Άραβες φάνηκαν ανεκτικοί σε σχέση με τον χριστανισμό και επέτρεψαν στους προσκυνητές να επισκέπτονται τον Πανάγιο Τάφο. Η κατάσταση άλλαξε ριζικά τον 11ο αιώνα από τη στιγμή που οι Τούρκοι κατέλαβαν την Παλαιστίνη και αποφάσισαν να να απαγορεύσουν την πρόσβαση στους ιερούς χώρους.

Το 1095 ο πάπας Ουρβανός Β’ εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία της απαγόρευσης της πρόσβασης στους Αγίους Τόπους, που είχε επιβάλει ο ισλαμικός κόσμος, για να αναγγείλει την Α’ Σταυροφορία. Η έκκληση ανακοινώθηκε στον καθεδρικό ναό της Κλερμόν της Γαλλίας, ενώ η επιχείρηση παρουσιάστηκε σαν ιερός πόλεμος. Σε μια Ευρώπη που μαστιζόταν από το λιμό και τις επιδρομές η αποστολή φάνηκε ως μοναδική ευκαιρία: στους φτωχούς ώστε να γλυτώσουν από το λιμό, στους πολυάριθμους υποβιβασμένους ευγενείς και εκείνους που είχαν χάσει την αίγλη τους να αποκτήσουν πάλι κύρος και αναγνώριση.

Το 1096 ομάδες ιπποτών ξεκίνησαν με προορισμό την Ιερουσαλήμ. Η επονομαζόμενη «Σταυροφορία των φτωχών» του Πέτρου του Ερημίτη οδήγησε μία ομάδα απόκληρων, στρατιωτικά ανέτοιμων, οι οποίοι αρκετές φορές κατά τη διάρκεια του ταξιδιού επιδίδονταν σε κλοπές και μεταξύ τους δολοφονίες, είχε τραγική κατάληξη. Αντίθετα, η αποστολή του Γοδεφρείδου του Μπουιγιόν, που θεωρήθηκε η πρώτη επίσημη Σταυροφορία, είχε ως αποτέλεσμα, έπειτα από μακρά και εξαντλητική πολιορκία, την κατάκτηση της Ιερουσαλήμ το 1099.

Ο μουσουλμανικός και εβραϊκός κόσμος που αριθμούσε περί τα 20.000 με 30.000 άτομα σφαγιάστηκε σχεδόν ολοκληρωτικά και οι λίγοι επιζώντες πουλήθηκαν ως σκλάβοι. Η στρατιωτική επιτυχία των σταυροφοριών συνοδεύτηκε από τον σχηματσμό ανεξάρτητων κρατών στη Εγγύς Ανατολή, παρόμοιων με εκείνα της φεουδαρχικής Ευρώπης. Ανάμεσα σε αυτά τα ρωμαιοχριστιανικά βασίλεια, το βασίλειο της Ιερουσαλήμ αναδείχθηκε ως σπουδαιότερο και ανατέθηκε στον Γοδεφρείδο του Μπουιγιόν, ο οποίος πήρε και τον τίτλο του «Προστάτη του Παναγίου Τάφου».

Τα ρωμαιοχριστιανικά βασίλεια σύντομα βρέθηκαν υπό την απειλή, των μουσουλμάνων, που τα περικύκλωσαν και εξαπέλυσαν επιθέσεις εναντίον τους μία από τις οποίες οδήγησε στην κατάκτηση της πόλης της Έδεσσας στη Μεσοποταμία. Για την ανάκτηση αυτής πόλης, το 1145, ανακηρύχθηκε η έναρξη της Β’ Σταυροφορίας, την οποία υποστήριξε ένθερμα ο Βερνάρδος του Κλερβό.

Ο πόλεμος ολοκληρώθηκε με συντριπτική ήττα για τους χριστιανούς, το γεγονός αυτό ωστόσο δεν πτόησε τους σταυροφόρους, που διοργάνωσαν νέες επιχειρήσεις έως ότου οι Τούρκοι, με επικεφαλής των σουλτάνο Σαλάχ ελ Ντιν, περισσότερο γνωστό ως Σαλαδίνο, να καταφέρουν να κατακτήσουν την Ιερουσαλήμ οριστικά το 1187 και να καταλάβουν την εκκλησία του Παναγίου Τάφου.

Από την βυζαντινή Ιερουσαλήμ στην τουρκική
Απόβαση στην ιερουσαλήμ του Φρειδερίκου Α’ Βαρβαρόσα

Ωστόσο, μία συνθήκη που υπογράφτηκε μετά την Γ’ Σταυροφορία εξασφάλισε προόσβαση σε ιερούς χώρους στους χριστιανούς. Οι μεταγενέστερες σταυροφορίες δεν άλλαξαν καθοριστικά την κατάσταση των πραγμάτων. Μεταξύ του 1188 και του 1192 έλαβαν μέρος στη σταυροφορία και οι βασιλείς της Γαλλίας και της Αγγλίας, καθώς και ο αυτοκράτορας Φρειδερίκος Α’ Βαρβαρόσα. Η εντυπωσιακή αυτή επιχείρηση κατάφερε μόνο να επιτύχει την κατάκτηση της Άκρας, που θεωρούνταν πύλη για τους Αγίους Τόπους, καθώς εξασφάλιζε ασφαλή πρόσβαση στην ακτή της Μεσογείου. Η Ιερουσαλήμ, ωστόσο, παρέμεινε κάτω από την κυριαρχία των Τούρκων.

Για ολόκληρο τον 13ο αιώνα συνεχίστηκαν οι επιχειρήσεις, που πλέον δεν καθορίζονταν τόσο από θρησκευτικό ζήλο, όσο από οικονομικούς και εμπορικούς λόγους. Αποφασιστικό ρόλο έπαιξαν οι δημοκρατίες του Αμάλφι, της Πίζας, της Γένοβας και της Βενετίας, που φρόντιζαν για τα συμφέροντα τους ως αδιαμφισβήτητοι πρωταγωνιστεές των εμπορικών τεκταινόμενων στη Μεσόγειο.

Με πληροφορίες από: nationalgeographic