Απονομή Δικαιοσύνης ανά τους αιώνες

Η απονομή Δικαιοσύνης ξεκινά λίγο μετά την εποχή της τροφοσυλλογής. Προϋπόθεση για την ανάπτυξη των κοινωνικών συμβάσεων που αποτέλεσαν τις απαρχές του δικαίου ήταν η ύπαρξη συσσωρευμένων αγαθών προς διανομή. Δηλαδή η ανάγκη της κοινωνικής διαχείρισης του περισσεύματος. Στις αρχικές κοινωνίες των τροφοσυλλεκτών δεν υπήρχε περίσσευμα και και άρα δεν υπήρχε ανάγκη νόμου και εξουσίας για μοίρασμα και φύλαξη του πλούτου. Με την αλλαγή της παραγωγικής βάσης από συλλεκτική-κυνηγετική σε καλλιεργητική-κτηνοτροφική εμφανίστηκαν ως παράγωγα δύο φαινόμενα: η οικογένεια και η ιδιοκτησία. Η οικογένεια παρήγαγε το δίκαιο του επιμερισμού των φυσικών πόρων και των προϊόντων γης.

Η ανάγκη θεσμοθέτησης νόμων ήρθε ως αποτέλεσμα της συνύπαρξης διαφορετικών παραδόσεων σχετικά με τις κοινωνικές σχέσεις. Για να επιβληθεί ο νόμος χρειάζεται να υπάρχει κοινωνική συναίνεση για την αποδοχή των συνεπειών της παρανομίας και φυσικά ύπαρξη αποδεκτής εξουσίας, που θα επιβλέπει την απονομή της όποιας δικαιοσύνης στην κοινότητα.

Απονομή Δικαιοσύνης
Δικαιοσύνη

Αρχαίο Ελληνικό Δίκαιο

Η δικαστική δικαιοδοσία του βασιλέως κατά τα μυκηναϊκά χρόνια αρχίσει να αποσπάται ήδη από τα ομηρικά χρόνια για να υπαχθεί στην αρμοδιότητα άλλων αρχόντων. Όσο το δίκαιο παραμένει άγραφο αποτελούμενο από γενικές και αόριστες πεποιθήσεις, που συχνά δε συμβαδίζουν με τις κοινωνικές και τις πολιτικές ανακατατάξεις, οι δικαστικές κρίσεις μολονότι πια υποχρεωτικές, δε γίνονται πάντα αποδεκτές χωρίς αμφισβητήσεις.

Τον 6ο αιώνα οι περισσότερες ελληνικές πόλεις έχουν αποκτήσει γραπτές νομοθεσίες. Εκεί που το πολίτευμα είναι ολιγαρχικό ή αριστοκρατικό δεν θεσμοθετούνται ειδικά όργανα για την απονομή δικαιοσύνης: στη Σπάρτη, όπως και στις πόλεις της αρχαϊκής και κλασικής Κρήτης τη δικαιοσύνη απονέμουν τα συλλογικά ή ατομικά όργανα που ασκούν την εξουσία. Στις δημοκρατικές πόλεις τη δικαιοσύνη ασκούν τα λαϊκά δικαστήρια. Πρέπει να πάμε στην Αθήνα για να παρακολουθήσουμε τη γέννηση του νέου ριζοσπαστικού θεσμού, του μεγάλου λαϊκού δικαστηρίου της Ηλιαίας, η ίδρυση της οποίας ανάγεται στο Σόλωνα. Ο Αριστοτέλης περιγράφει τη λειτουργία της Ηλιαίας: κάθε Αθηναίος πολίτης άνω των 30 ετών μπορεί να κληθεί μεταξύ των συνολικά 6000 δικαστών, Σε ένα από τα δέκα τμήματα δικάζουν υποθέσεις αστικές και ποινικές, όπως θα τις χαρακτηρίζαμε σήμερα. Ο Περικλής θεσπίζει το δικαστικό μισθό, δίνοντας την ευκαιρία και στους φτωχότερους να θυσιάσουν το μεροκάματο για να συμμετάσχουν στην άσκηση της εξουσίας.

Τις προβλεπόμενες από την αττική νομοθεσία ποινές οι αρχαίοι ρήτορες τις διακρίνουν σε δύο κατηγορίες: σε χρηματικές και κατά της προσωπικότητας. Η ποινή της ατιμίας αφαιρεί τις όλα τα δικαιώματα που συγκροτούν την ιδιότητα του πολίτη. Η φυλάκιση είναι άγνωστη ως ποινή στα αρχαία δίκαια. Χρησιμοποιείται μόνο ως εξασφαλιστικό μέτρο για την πληρωμή χρεών στο δημόσιο ή ως προφυλάκιση των κατηγορουμένων για σοβαρά αδικήματα κατά της πόλεως.

Από τις υπαγόμενες στη Ηλιαία υποθέσεις εξαιρούνταν η ανθρωποκτονία η οποία ανήκε στην αρμοδιότητα του Αρείου Πάγου, του αρχαιότερου και πιο σεβάσμιου δικαστηρίου της Αθήνας.

Από τους νόμους που θέσπισε ο Δράκοντας τον 7ο αιώνα οι φονικοί δεν καταργήθηκαν ούτε στην κλασική εποχή. Ο Δράκων θεσπίζοντας γραπτά για πρώτη φορά νομοθετημένες ποινές, καταργεί την αυτοδικία αλλά διατηρεί το δικαίωμα των συγγενών να μην ασκήσουν δίωξη αλλά να παράσχουν τη συγνώμη τους στο δράστη, όταν αυτός ενήργησε από αμέλεια. Οι Δρακόντειοι νόμοι δεν είναι τόσο αυστηροί ούτε τόσο πρωτόγονοι όσο τους καταλογίζεται. Αντίθετα, διακρίνουν ανάμεσα σε πράξη που τελέστηκε εκούσια και ακούσια, ανάμεσα σε φυσικό και ηθικό αυτουργό, γνωρίζουν περιπτώσεις ατιμώρητου φόνου και επιβάλλουν διαφορετικές ποινές σε αντιστοιχία με την απαξία του εγκλήματος.

Ρωμαϊκό Δίκαιο

Από τις απαρχές της Ρώμης ως το τέλος της περιόδου της βασιλείας (8ος-6ος αι. π.Χ) τη διατύπωση των νόμων και την εφαρμογή τους αναλαμβάνουν οι αρχηγοί των γενών, οι patres, καθένας μέσα στον κύκλο του γένους του και τους προσκολλημένους σε αυτό πελατών (clientes) και αργότερα ο βασιλιάς για το σύνολο πλέον των γενών που αποτελούν και το λαό.

Με τους Ετρούσκους βασιλείς εισάγεται ο όρος imperium: είναι η απόλυτη εξουσία του ανώτατου άρχοντα εντός και εκτός της πόλης της Ρώμης (αστική και στρατιωτική). Ο βασιλιάς κάποιες φορές ορίζει δύο άνδρες για να δικάσουν αντ’ αυτού, ενώ σε εξαιρετικές περιπτώσεις λαμβάνει υπόψιν τη βούληση του λαού μέσω ενός μηχανισμού προσφυγής που παρέχει στον απειλούμενο με θανάτωση πολίτη την ευκαιρία, αν το επιτρέψει ο βασιλιάς, να αποφανθεί η λαϊκή συνέλευση για την τύχη του.

Μετά την εκδίωξη των βασιλέων οι συνεχείς προσπάθειες, πιέσεις και απειλές των δημάρχων φέρνουν αποτέλεσμα γύρω το 451-450 π.Χ. συντάσσεται και αποδίδεται στους πολίτες ο Δωδεκάδελτος νόμος, ο οποίος σηματοδοτεί την εισαγωγή της, κατά τα ελληνικά πρότυπα, έννοιας του νόμου στη ρωμαϊκή αντίληψη. Το μνημειώδες αυτό κείμενο συνίσταται από διατάξεις τόσο του ιδιωτικού όσο και του δημοσίου δικαίου. Οι διάδικοι παρουσιάζονται μπροστά στον ανώτατο άρχοντα και με καθορισμένα λόγια ορκίζονται καθένας για το δίκαιο του ισχυρισμού του. Ο Δωδεκάδελτος περιέχει ακόμα και τα «κεφαλικά» εγκλήματα, δηλαδή εκείνα που τιμωρούνται με θάνατο.

Μετά το 123π.Χ. ο αριθμός των δικαστών κυμαίνεται μεταξύ 40 και 70, ύστερα από κλήρωση μεταξύ των συγκλητικών και των ιππέων που περιέχονται στον ετήσιο κατάλογο των δικαστών, συνεδριάζουν δημόσια στο forum και αποφασίζουν σε μυστική ψηφοφορία.

Κατά την περίοδο της Ηγεμονίας (27π.Χ.-284μ.Χ.), στο πεδίο του ιδιωτικού δικαίου η δικαιοσύνη απονέμεται από τη πραιτοριανή δίκη η οποία αποβαίνει ο αποκλειστικός τρόπος δικαστικής επίλυσης των αστικών διαφορών. Ο Αυτοκράτορας δικάζει τις περιπτώσεις εγκλημάτων που δεν προβλέπονται από την υπάρχουσα νομοθεσία. Είναι επίσης κατ’ έφεση δικαστής των υποθέσεων που εκδικάστηκαν πρωτόδικα στην Ιταλία και στις επαρχίες από τους τοπικούς διοικητές.

Βυζαντινό Δίκαιο

Στην πρωτοβυζαντινή περίοδο στην κορφή της δικαιοσύνης ήταν ο αυτοκράτορας, δίκαζε αυτοπροσώπως σε δεύτερο και τρίτο βαθμό. Κατηγορία των αυτοκρατορικών διατάξεων αποτελούσαν τα decreta, η επίλυση δηλαδή ένδικων διαφορών που είχαν τεθεί υπό την κρίση του ίδιου του αυτοκράτορα. Σε γενικότερα θέματα επικουρούσε τον αυτοκράτορα ο κοιαίστωρ του ιερού παλατίου (αντίστοιχος με τον σημερινό Υπουργό Δικαιοσύνης). Από την εγκατάσταση της πρωτεύουσας στην Κωνσταντινούπολη, ανώτατη δικαστική αρχή ήταν ο ανθύπατος και. Λίγο μετά τα μέσα του 4ου αιώνα, ο φορέας αυτού του αξιώματος είχε τον τίτλο έπαρχος της πόλεως με δικαιοδοσία που κάλυπτε όλες τις ιδιωτικές διαφορές. Στη νέα πρωτεύουσα δίκαζαν επίσης και οι πραίτορες με ανάλογες αρμοδιότητες, όπως οι ομώνυμοι άρχοντες στη Ρώμη. Εκτός πρωτεύουσας τα όργανα απονομής δικαιοσύνης και οι διάφοροι βαθμοί δικαιοδοσίας προσδιορίστηκαν με βάση τη διοικητική διάρθρωση του κράτους σε επαρχίες, διοικήσεις και υπαρχίες. Σε πρώτο βαθμό δίκαζαν οι διοικητές των επαρχιών και σε δεύτερο οι επικεφαλής των διοικήσεων (βικάριοι) ή ο ύπαρχος. Οι αποφάσεις των βικαρίων προσβάλλονταν από τον αυτοκράτορα, όχι όμως και του υπάρχου. Στην εκδίκαση ένδικων μέσων μπορούσε να αναπληρωθεί ο αυτοκράτορας από τον έπαρχο πραιτορίων της Ανατολής και τον κοιαίστορα του ιερού παλατίου.

Κατά τη μέση περίοδο κάνουν την εμφάνιση τους δύο ανώτατα δικαστήρια με έδρα την Κωνσταντινούπολη: το δικαστήριο επί του Ιπποδρόμου και το δικαστήριο του Βήλου. Τα δύο δικαστήρια λειτουργούσαν παράλληλα και δίκαζαν σε πολυμελή ή μονομελή σύνθεση, τόσο αστικές όσο και ποινικές υποθέσεις. Δεν έχει όμως εξακριβωθεί η μεταξύ τους σχέση. Ο αριθμός των δικαστών και στα δύο δικαστήρια πρέπει να ήταν 12.

Στην Ύστερη περίοδο, από Νεαρά που εξέδωσε ο Μανουήλ Α’ Κομνηνός συνάγεται ότι η κορυφή των δικαιοδοτικών οργάνων της αυτοκρατορίας τον 12ο αιώνα βρίσκονταν 4 δικαστήρια που υπάγονταν απευθείας στον αυτοκράτορα: του μεγάλου δρουγγάριου της βίγλας, του προκαθήμενου των δημοσιακών δικαστηρίων, του πρωτασηκρήτεως και του δικαιοδότου. Τα παραπάνω δικαστήρια δεν είχαν πάγια συγκρότηση, έτσι ώστε συχνά ήταν αδύνατη η λειτουργία ενός ή περισσοτέρων, επειδή οι διορισμένοι σ’ αυτά δικαστές είτε συγκεντρώνονταν όλοι σε ένα δικαστήριο είτε δεν βρίσκονταν στη θέση τους, γιατί ασκούσαν τα καθήκοντα τους ευκαιριακά. Ορίστηκε λοιπόν ότι οι πρόεδροι των τεσσάρων δικαστηρίων όφειλαν με κοινή απόφαση τους να κατανείμουν τους δικαστές ισομερώς και ότι οι τελευταίοι αυτοί είχαν υποχρέωση να δικάζουν τρεις φορές την εβδομάδα.

Ο νομικός βίος της ύστερης περιόδου χαρακτηριζόταν, σε σύγκριση με τις προηγούμενες περιόδους, από αυξημένη συμμετοχή του κλήρου. Η έντονη όμως δραστηριότητα των εκκλησιαστικών δικαστηρίων όλων των βαθμών (επισκοπικών, αρχιεπισκοπικών ή μητροπολιτικών και του πατριαρχικού) στον τομέα της επίλυσης αστικών διαφορών δεν περιοριζόταν σε θέματα οικογενειακού δικαίου, που από τον 11ο αιώνα είχαν υπαχθεί στην αποκλειστική δικαιοδοσία της Εκκλησίας, αλλά επεκτεινόταν σε μεγαλύτερα έκταση και σε διαφορές άλλων κλάδων του ιδιωτικού δικαίου, ακόμη και του εμπορικού.

Πηγή: http://www.enet.gr

2 Σχόλια

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *