Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη

Τα Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη είναι παράθεση γεγονότων της ζωής του οπλαρχηγού αλλά, και της Ελληνικής Επανάστασης του 1821. Σε κάποια σημεία του έργου του ο Μακρυγιάννης εφορμείται από προσωπικά πάθη (ιδίως για την περίοδο των εμφυλίων πολέμων) που κάνουν το έργο του υποκειμενικό, χωρίς, όμως, να χάνει ιδιαίτερα την αξία του ως πηγή για τα γεγονότα της εποχής.

Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη
Ο Ιωάννης Μακρυγιάννης

Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη

Η πατρίς της γεννήσεως μου είναι από το Λιδορίκι, χωριό του Λιδορικίου ονομαζόμενον Αβορίτη, τρεις ώρες είναι από το Λιδορίκι μακρυά το άλλο χωριό, πέντε καλύβια. Οι γοναίγοι μου πολύ φτωχοί και η φτώχεια αυτείνη ήρθε από την αρπαγή των ντόπιων Τούρκων και των Αρβανίτων του Αλήπασσα. Πολυφαμελίτες οι γοναίγοι μου και φτωχοί και όταν ήμουνε ακόμα εις την κοιλιά της μητρός μου, μίαν ημέρα πήγε διά ξύλα εις τον λόγκον. Φορτώνοντας τα ξύλα στον ώμο της, φορτωμένη εις τον δρόμο, εις την ερημιά, την έπιασαν οι πόνοι και γέννησε εμένα, μόνη της η καϊμένη και αποσταμένη εκιντύνεψε και αυτείνη τότε και εγώ. Ξελεχώνεψε μόνη της και συγυρίστη, φορτώθη ολίγα ξύλα και έβαλε και χόρτα απάνου εις τα ξύλα και από πάνου εμένα και πήγε εις τον χωρίον. Σε κάμποσον καιρόν έγινα τρία φονικά εις το σπίτι μας και χάθη και ο πατέρας μου. Οι Τούρκοι του Αλήπασσα θέλαν να μας σκλαβώσουνε. Τότε διά νυχτός όλη η φαμελιά και όλο μας το σόι σηκώθηκαν και έφυγαν και θα παγαίνουν εις την Λιβαδειά να ζήσουνε εκεί. Θα πέρναγαν απόνα γιοφύρι του Λιδορικιού ονομαζόμενον Στενό, δεν πέρναγε από άλλο μέρος το ποτάμι. Εκεί φύλαγαν οι Τούρκοι να περάσουν να τους πιάσουνε και δεκαοχτώ ημέρες γκιζερούσαν εις τα δάση όλοι κι’ έτρωγαν αγριοβέλανα και εγώ βύζαινα κι’ έτρωγα αυτό το γάλα. Μην υποφέροντας πλέον την πείνα, αποφάσισαν να περάσουνε από το γεφύρι και ως βρέφος εγώ μικρό, να μην κλάψω και χαθούνε όλοι, αποφάσισαν να με πετάξουν εις το δάσος, εις το Κόκκινον ονομαζόμενον, και προχώρησαν διά το γιοφύρι. Τότε μετανογάει η μάνα μου και τους λέγει: «Η αμαρτία του βρέφου θα μας χάση, τους είπε, περνάτε εσείς και σύρτε εις το τάδε μέρος και σταθήτε. Το παίρνω κι’ αν έχω τύχη και δεν κλάψη, διαβαίνουμε». η μητέρα μου και ο Θεός μας έσωσε. Αυτά όλα τα έλεγε η μητέρα μου και οι άλλοι συγγενείς. Σηκωθήκαμεν όλη η φαμελιά και συγγενείς και πήγαμεν εις Λιβαδειά και μας περασπίστηκαν οι φιλάνθρωποι άρχοντες εκεί κάμποσον καιρόν, όσο όπου πιαστήκαμεν και κάμαμεν εκεί σπίτια, υποστατικά.

Εγώ έγινα ως εφτά χρονών. Με έβαλαν να εργάζωμαι σε έναν εκατό παράδες το χρόνον, τον άλλον χρόνον πέντε γρόσια. Αφού έκανα πολλές δουλειές, ήθελαν να κάνω κι άλλες δουλειές ταπεινές του σπιτιού και να περιποιώμαι τα παιδιά. Τότε αυτό ήταν ο θάνατός μου. Δεν ήθελα να κάμω αυτό το έργον και μ’ έδερναν και οι αφεντάδες και οι συγγενείς. Σηκώθηκα και πήρα και άλλα παιδιά και πήγαμε εις Φήβα. Η κακή τύχη και εκεί οι συγγενείς ήρθαν και μας πιάσανε και με φέραν πίσω εις την Λιβαδειά και εις τον ίδιον αφέντη. Και την ίδια ‘πηρεσία ξακολουθούσα κάμποσον καιρόν. Τότε διά να γλιτώσω από αυτήν την ‘πηρεσίαν, ότι η φιλοτιμία μου δεν μ’ άφηνε ήσυχον ούτε μέρα ούτε νύχτα, άρχισα ξύλο, τρύπημα κεφάλια των παιδιών και της ίδιας μου της μητέρας και έφευγα μέσα τις ράχες. Και μ’ αυτό βαρέθηκαν και με λευτέρωσαν, ότι αυτείνη η ‘πηρεσία μ’ είχε καταντήση να χαθώ.

……………………………………………………………………………..

3 Σχόλια

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *