Ανθρωπογονικοί μύθοι: Ερμηνεία

Οι θεογονικοί και ανθρωπογονικοί μύθοι που αναφέρονται σε όντα γεννημένα από γη, χώμα, πηλό, πέτρα ακόμα και πετρωμένο καρπό, δηλαδή σπόρο και αυγό με κέλυφος από πέτρωμα (Γίγαντες, Σπαρτοί, η σπορά του Δευκαλίωνα και ο κοσμογονικός Έρως), βασίζονται στην πρωταρχική διαπίστωση της γεννητικής δύναμης της γης, που σε κοινωνίες με μητριαρχικά πρότυπα εκφράζεται προεπιστημονικά με την πίστη στην παμμήτειρα Γη.

Ανθρωπογονικοί μύθοι: Ερμηνεία

Ειδικά για τον ανθρωπογονικό μύθο του τύπου της Πανδώρας, η ανάμειξη της κεραμεικής προϋποτίθεται: Οι θεοί, που πλάθουν ανθρώπινα πλάσματα κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν τους, έχουν πρότυπο τους ανθρώπους, που δίνουν τη δική τους μορφή στους θεούς τους, όταν πάνω στο κεραμικό τροχό κατασκευάζουν τα λατρευτικά τους ομοιώματα.

Ο μύθος της Πανδώρας έχει πρότυπο τον μύθο της Γης. Στην καταγωγή της η Πανδώρα ως μυθική ηρωίδα, πρώτη θνητή, δεν είναι άλλη από την ίδια τη Γη, που την λάτρευαν ως Πανδότειρα, Πανδώρα και Ανησιδώρα, γιατί αυτή, όπως πίστευαν, δωρίζει τα πάντα στα πλάσματα της. Σστο ανθρωπογονικό πεδίο η ιδέα ακολουθεί εξελικτικά τη γραμμή: Γη-Θεά της Γης-Πρώτη γυναίκα. Σε κοσμογονικό πεδίο η δημιουργία της Πανδώρας έχει πρότυπο την ιδέα ενός δημιουργικού θεού της φωτιάς, που πλαστουργεί τη θεά της Γης, της Πανδώρα και που ενώνεται μαζί της όπως ο Ουρανός με τη Γη , πρότυπο που λειτουργεί ως τον μύθο του Πυγμαλίωνα.

Στον Ησίοδο, με το μισογυνικό κριτήριο και το αυστηρά πατριαρχικό πρότυπο της δωρικής κυρίως κοινωνίας, η Πανδώρα έχει καταντήσει το κακέκτυπο του μύθου της Γης, στην πιο μισαλλόδοξη ερμηνεία του μητριαρχικού προτύπου μια προολυμπιακής λατρείας αυτής της θεάς.

Ο μύθος της δημιουργίας του ανθρώπου από τη γη, στη βάση της κεραμεικής και με συντελεστή τη φωτιά, φάνηκε πρόσφορος στο να αναπτυχθούν δύο διαμετρικά αντίθετες θεωρήσεις του πολιτισμού, δηλαδή μια αισιόδοξη και μια απαισιόδοξη. Στον ελληνικό πολιτισμό κατά την πρώτη, που χαρακτηρίζει τον Αισχύλο, τον Δημόκριτο, τους Σοφιστές και τον Αριστοτέλη, αναγνωρίζεται στη φωτιά η «θεία δωρεά» και η «θεία δύναμη», που την καθιστά πρώτο όπλο του ανθρώπου και πρώτο παράγοντα του πολιτισμού, ενώ κατά τη δεύτερη, που χαρακτηρίζει τον Ησίοδο και τους Κυνικούς, η φωτιά και η χρήση της θεωρείται ως αρχή του κακού, ως «θεία οργή», «θεία τιμωρία» και πηγή δυστυχίας για το ανθρώπινο γένος.

Η απαισιόδοξη θεώρηση ενισχύθηκε και με προσθήκες από άλλους μύθους. Έτσι, με τη συνεπικουρία από θεολογικές διδασκαλίες για ενοχή του ανθρώπου, οργή του θεού και για θεία τιμωρία, όπως και με απογοητευτικές διατυπώσεις πάνω στην αθλιότητα της ζωής και στην ατέλεια της δημιουργίας, με λάθη στον τύπο Προμηθέας-Επιμηθέας, προσαρτήθηκαν στον μύθο της Πανδώρας και ο μύθος της οριστικά χαμένης για τον άνθρωπο αθανασίας ή ευτυχίας και ο μύθος με το πιθάρι που περιέχει τα κακά ή τα καλά και τα κακά ανάμεικτα.

Ο μύθος του κατακλυσμού έχει συνδεθεί με μαγικές τελετουργίες γύρω από τις καλλιέργειες, την αρχή του νέου χρόνου και τον ετήσιο κύκλο των εργασιών της κοινότητας. Έτσι εδώ η σπορά θεολογείται με τη δημιουργία ενός λαού από τα λιθάρια της γης και σύμφωνα με τις οδηγίες του θεού, ενώ σε άλλες περιπτώσεις υποδηλώνεται με τους Σπαρτούς, τους Γίγαντες και άλλες ομοειδείς γαιογέννητες μορφές ή αυτόχθονες ήρωες, γενάρχες και οικιστές. Τέτοιες μυθοπλασίες έχουν αφετηρία την πρωταρχική εμπειρία της γεννητικής δύναμης της γης, ενώ η επιχειρούμενη ετυμολογική σχέση λιθάρια-λαοί (λάες-λαοί), πέρα από το λεκτικό ενδιαφέρον της, έχει πρόσβαση και στην αρχέγονη γλώσσα του μύθου, εφόσον σπόρος, πετρωμένος καρπός, λιθάρι, χώμα, γη αποτελούν νοηματική ενότητα.

Οι πολλές εκδοχές για τον άνθρωπο είναι παραλλαγές ενιαίου ανθρωπογονικού μύθου, αλλά ποικίλες αυθυπόστατες τοπικές παραδόσεις, που βρίσκονται στην αφετηρία των μεγάλων και πολύ γνωστών εθνικών μύθων. Γενικά, μπορεί να λεχθεί ότι κάθε τόπος είχε από την αρχή τη δική του Γένεση, δηλαδή τη βασισμένη στα δεδομένα του άμεσου φυσικού περιβάλλοντος δική του ερμηνεία για την καταγωγή του κόσμου και του ανθρώπου, και ότι από αυτές τις τοπικές παραδόσεις εξελίχθηκαν οι επισημότερες εθνικές θεογονίες και ανθρωπογονίες, όταν οι φορείς τους επικράτησαν πολιτικά και επιβλήθηκαν σε ευρύτερα γεωγραφικά και κοινωνικά όρια.

Έτσι, όπως το μυθικό σύμπαν κάθε τοπικής παράδοσης διαμορφώνεται με κύρια στοιχεία του οικιστικού χώρου των φορέων της, δηλαδή το βουνό, το ποτάμι ή την κοιλάδα της περιοχής, τα ίδια φυσικά σώματα θεωρούνται ως πρώτοι θεοί, και οι γενάρχες, που τα εποικίζουν, θεωρούνται ως έκγονά τους, δηλαδή παιδιά της Γης, όπως ο Ώγυγος και ο Κέκροψ, ή του τοπικού ποταμού ο Φορωνέας και ο Αλαλκομενέας.

Η ιδέα της καταγωγής του ανθρώπου από άλλο ον συνδέεται μυθικά με δοξασίες γύρω από την πρακτική της φυσικής εξόντωσης του εχθρού, της θυσίας ή του ευνουχισμού ανθρώπου ή ζώου και τις τερατογονικές εμπειρίες. Στον ελληνικό μυθόκοσμο, εκτός από την εκδοχή της προέλευσης του ανθρώπου από την στάχτη των Τιτάνων ή το αίμα των Γιγάντων, τη γέννηση της Αφροδίτης με ευνουχισμό του Ουρανού, είναι γνωστές και τερατογονικές μορφές όπως ο Εριχθόνιος (άνθρωπος-φίδι), ο Κένταυρος (άνθρωπος-άλογο), ο Μινώταυρος (άνθρωπος-ταύρος).

Ο σταθερός σε παγκόσμια κλίμακα αριθμός των τεσσάρων γενών, που παρομοιάζονται με τα τέσσερα γνωστότερα μέταλλα ή αντίστοιχα χρώματα σε φθίνουσα αξιολογική κλίμακα, φαίνεται να συνδέεται με πανανθρώπινες και πρωταρχικές δομές σκέψης, όπως τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα και οι τέσσερις εποχές του χρόνου, δομές με καίρια σημασία για κάθε κοσμογονικό και ανθρωπογονικό μύθο.

Μόνο στον ελληνικό μύθο στην εκδοχή του Ησιόδου, που είναι η αρχαιότερη, η εγκυρότερη και η αρχετυπική για την ελληνική πνευματική παράδοση, τα τέσσερα γένη έχουν γίνει πέντε.Αυτό εξηγείται από το γεγονός ότι ο ποιητής, όντας χρονικά και ψυχολογικά πολύ κοντά στην ηρωική ποίηση, δεν μπορούσε να αντιταχθεί στη λαϊκή συνείδηση, βάζοντας στα τελευταία σκαλοπάτια της παρακμής τους γενικά καθιερωμένους και χιλιοτραγουδισμένους ήρωες του μυκηναϊκού πολιτισμού, που είχε προηγηθεί. Έτσι αναγκάστηκε να επινοήσει το ηρωικό γένος, να αποσιωπήσει την προέλευση του από τα μέταλλα, για να αποφύγει την ταύτισή του με το χάλκινο, και να το παρεμβάλει ανάμεσα στο χάλκινο και το σιδερένιο, διασπώντας με αυτόν τον τρόπο σε καίριο σημείο και τη φθίνουσα κλίμακα των μετάλλων και την αύξουσα της απαισιοδοξίας του.

Ο μύθος των διαδοχικών γενών στην ησιόδεια εκδοχή του είναι η αρχαιότερη ελληνική απόπειρα θεώρησης της ιστορίας του ανθρώπου. Με το χρυσό γένος απεικονίζεται μια περίοδος πριν από κάθε κοινωνική οργάνωση και τεχνολογία, όταν οι άνθρωποι, χωρίς τη φωτιά και τις εξαρτημένες από αυτήν τέχνες, χωρίς τη γεωργία και τη ναυτιλία, ζούσαν απλά μέσα στη φύση, όπως και τα άλλα ζώα, και τρέφονταν με ό,τι η γη πρόσφερε μόνη της χωρίς καλλιέργεια. Με το αργυρό γένος υποδηλώνεται μια περίοδος μητριαρχίας, ωστόσο η περιγραφόμενη κατάσταση δεν μπορεί να νοηθεί κατά γράμμα, διαφορετικά θα έμενε ανεξήγητο πώς οι μητέρες, μετά την ενηλικίωση τους, ζούσαν τουλάχιστον άλλα εκατό χρόνια, όσα, κατά την περιγραφή, ήταν απαραίτητα για να αναθρέψουν τα παιδιά τους, ενώ δηλώνεται γενικά ότι οι άνθρωποι του αργυρού γένους, μόλις έφταναν στην ήβη, πέθαιναν.

Με το χάλκινο γένος περιγράφονται οι πρώιμοι Έλληνες, που ήξεραν να επεξεργάζονται τον χαλκό. Σε αυτούς ανήκουν οι ήρωες του μυκηναϊκού πολιτισμού. Τέλος, με το σιδερένιο γένος αναγνωρίζεται η εποχή που αρχίζει με τους Δωριείς, όταν η χρήση του σιδήρου γενικεύεται. Αυτονόητο είναι ότι ο μύθος με τα γένη από μέταλλα προϋποθέτει σε παγκόσμια κλίμακα την ανάπτυξη της μεταλλοτεχνίας, όπως ο μύθος για την δημιουργία του ανθρώπου από χώμα προϋποθέτει την ανάπτυξη της κεραμεικής.

Έχει διατυπωθεί ότι η γνώμη τα πέντε γένη δεν είναι πέντε διαφορετικές εποχές της ανθρωπότητας, αλλά μόνο πέντε θεωρήσεις του παρελθόντος. Αυτό μπορεί να αληθεύει μόνο ως ένα σημείο γιατί τουλάχιστον τα τελευταία γένη αντιστοιχούν σε πραγματικές ιστορικές περιόδους. Θα μπορούσε λοιπόν να λεχθεί ότι σε αυτό το μύθο έχουν αποθησαυριστεί γενικά μνήμες τόσο από την παιδική ηλικία της ανθρωπότητας όσο και από το πιο πρόσφατο παρελθόν της. Ο μύθος στο σύνολό του κυριαρχείται από την ιδέα ότι η ζωή είναι άθλια, τόσο από υλική όσο και από ηθική άποψη, και αποδίδει την καταγωγή του κακού σε ξεπεσμό του ανθρώπου από την αρχική του κατάσταση.

Αυτή η βαθιά απαισιόδοξη αντίληψη της ζωής στηρίζεται στην αφελή πίστη ότι ο άνθρωπος είναι από τη φύση του μόνο καλός και ότι κάποτε τα πράγματα ήταν διαφορετικά από ό,τι παρουσιάζονται στο παρόν. Έτσι, ο μύθος για τα πέντε γένη και από αυτόν πιο πολύ η ιδέα του χρυσού και της παραδεισιακής εποχής του, έγινε στοιχείο αγαπητό στην αρχαία λογοτεχνία και φιλοσοφία και έδωσε το πρότυπο σε κάθε πολιτική ουτοπία. Ίχνη αυτού του στοιχείου είναι εμφανή στους Καθαρμούς του Εμπεδοκλή, στην διδασκαλία των Κυνικών, που είχαν ιδανικό την επιστροφή στη φύση και στην πολιτική θεωρία του Πλάτωνα, που ταύτιζε την χρυσή εποχή με το ιδανικό κράτος, αντίθετα από τον Δημόκριτο, τους Σοφιστές και τον Αριστοτέλη, που δεν θεωρούσαν καθόλου ιδανική την αρχική κατάσταση των ανθρώπων πάνω τη γη.

Με πληροφορίες από: Παγκόσμια Μυθολογία