Αγωνία και πανικός επικράτησαν στις μικρασιατικές πόλεις που εκκενώνονταν από τον ελληνικό στρατό. Όσοι από τους χριστιανούς κατοίκους δεν είχαν φύγει, ακολουθούσαν τον στρατό, με αποτέλεσμα μέσα σε ελάχιστες μέρες πόλεις και κωμοπόλεις που έσφυζαν έως τότε από ζωή, όπως η Κιουτάχεια, το Αλαγιούντ, το Σιμάβ, το Σαλιχλί και πολλά άλλα, να παρουσιάζουν εικόνα πλήρους ερήμωσης. Συγκινητικές σκηνές διαδραματίστηκαν όταν η ανεξάρτητη μεραρχία πέρασε από την κωμόπολη Σιντιρτζί, όπου ο μισός πληθυσμός ήταν ελληνικής, σε σύνολο 2.500 κατοίκων.

Η ανεξάρτητη μεραρχία έφτασε στην κωμόπολη στις 25 Αυγούστου και ο ελληνικός πληθυσμός ζήτησε να την ακολουθήσει. Τελικά, το βράδυ της ίδιας μέρας η μεραρχία δέχθηκε το αίτημα των κατοίκων που, εγκαταλείποντας τα σπίτια τους, συγκεντρώθηκαν μαζί με τις γυναίκες και τα παιδιά τους για να περιμένουν το ξεκίνημα της μεραρχίας το πρωί της 26ης Αυγούστου. Αλλά την αυγή της ημέρας αυτής η μεραρχία αναγκάστηκε να ανακαλέσει την άδεια που είχε δώσει στους Έλληνες του Σιντιρτζί να την ακολουθήσουν γιατί στο μεταξύ διαπιστώθηκε ότι θα περνούσαν από εχθρικό έδαφος, γεγονός που συνεπαγόταν μεγάλο κίνδυνο για τον πληθυσμό. Οι στρατιωτικοί θεώρησαν ότι ήταν λιγότερο επικίνδυνο οι Έλληνες να μείνουν στον τόπο τους. Λίγους μήνες αργότερα έγινε γνωστό στην Ελλάδα ότι σφαγιάστηκαν οι Έλληνες του Σιντιρτζί.
Το απόγευμα της 27ης Αυγούστου η ανεξάρτητη μεραρχία μπήκε στο Κιρκαγάτς, όπου υπήρχε αρκετός ελληνικός πληθυσμός. Έλληνες και Αρμένιοι ζήτησαν να ακολουθήσουν τη μεραρχία στην πορεία της προς τη θάλασσα, αίτημα που τελικά δέχτηκε η μεραρχία. Έτσι συγκεντρώθηκαν πάνω από 4.000 άτομα, γιατί στο μεταξύ είχαν προστεθεί και αρκετοί Έλληνες από τα γύρω χωριά και τις κωμοπόλεις. Τελευταίος προσήλθε ο αρχιερατικός επίτροπος, Στ. Κολοκοτρώνης, αφού πρώτα βεβαιώθηκε ότι δεν έμενε πια κανένας Έλληνας στην πόλη.
Έτσι τη νύχτα της 27ης Αυγούστου, κατά την 1 μετά τα μεσάνυχτα αναχώρησαν με κατεύθυνση προς το Σόμα, το Κινίκ και την Πέργαμο. Άλλοι ακολούθησαν με αραμπάδες, άλλοι πεζοί, φορτωμένοι με μπόγους και με βρέφη. Στον δρόμο προστίθεντο και άλλοι χριστιανοί που είχαν κρυφτεί σε βουνά και χαράδρες. Παντού από όπου περνούσαν παρουσιαζόταν η ίδια εικόνα της ερήμωσης και της καταστροφής.
Στις 28 Αυγούστου η ανεξάρτητη μεραρχία βρισκόταν στην κωμόπολη Σόμα, όπου άλλοτε ανθούσε η ελληνική κοινότητα. Τώρα οι χριστιανοί κάτοικοι της είχαν τραπεί σε φυγή στο Δεκέλι και οι λίγες οικογένειες που κρύβονταν ενώθηκαν με τη φάλλαγγα των προσφύγων. Ανάλογη ήταν και η φυγή των χριστιανών κατοίκων της Περγάμου προς το Δικελί. Λίγοι και μόνο μετά την διέλευση της ανεξάρτητης μεραρχίας από εκεί, στις 29 Αυγούστου, παρέμειναν στην πόλη, όπου τελικά εξοντώθηκαν από τους Τούρκους.
Το Δικελί είχε αμιγή ελληνικό πληθυσμό, όπως σχεδόν ολόκληρη η γύρω περιοχή. Εκεί, ακολουθώντας τις ελληνικές αρχές, είχαν συρρεύσει περισότεροι από 4.000 πρόσφυγες που δεν είχαν όμως μπορέσει να επιβιβασθούν σε πλοία, γιατί δεν υπήρχαν μεταφορικά μέσα. Έτσι η πόλη είχε καταληφθεί από τους Τούρκους και οι Έλληνες πρόσφυγες καθώς και οι Αρμένιοι υφίσταντο τις βιαιοπραγίες των τσετών. Η κατάσταση αυτή συνεχίστηκε ως τις 30 Αυγούστου, οπότε έφτασε στο Δικελί η ανεξάρτητη μεραρχία με τη φάλαγγα των προσφύγων.
Από το απόγευμα της ίδιας μέρας άρχισε η επιβίβαση των ελληνικών δυνάμεων σε δύο ακτοπλοϊκά. Την άλλη μέρα κατέπλευσε το τορπιλλοβόλο «Θέτις» και στη συνέχει άλλα τρία πολεμικά. Ακολούθησε, κάτω από τα φώτα των προβολέων του τορπιλλοβόλου, η επιβίβαση των προσφύγων Ελλήνων και Αρμενίων, που ανέρχονταν σε 6000-8.000 περίπου, καθώς και των Ελλήνων κατοίκων του Δικελί, ενώ τα μεσάνυχτα πραγματοποιήθηκε και η επιβίβαση της οπισθοφυλακής.