Τόσο οι Αρμένιοι κατά τη διάρκεια των ελληνικών διωγμών, όσο και οι Έλληνες κατά την Αρμενική Γενοκτονία δεν επέδειξαν σημαντική αλληλεγγύη. Μερικοί απέδωσαν το γεγονός αυτό στο παραδοσιακό οικονομικό και κοινωνικό τους ανταγωνισμό. Αλλά ο ανταγωνισμός αυτός -που είχε επηρεάσει σε μερικές μόνο περιπτώσεις τη στάση των Ελλήνων κατά τις αρμενικές σφαγές του 1890 ή ακόμα και του 1909- δεν είχε πια θέση κατά τη δραματική δεκαετία 1913-1922.

Η έκταση των ελληνικών διωγμών και κυρίως η φρικαλεότητα της Αρμενικής Γενοκτονίας δεν άφηνα πια προοπτικές για ειρηνική και παραγωγική διαβίωση των δύο χριστιανικών λαών μέσα στην τουρκική επικράτεια. Στο σύνολο εξάλλου του ελληνικού πληθυσμού δεν παρουσιάστηκαν κρούσματα συμμετοχής στις καθημερινές εκποιήσεις της κινητής και ακίνητης περιουσίας των αφανισμένων πια Αρμενίων ιδιοκτητών τους, στις οποίες όμως συμμετείχαν άλλες θρησκευτικές κοινότητες.
Συνεπώς τα αίτια της γενικής αδράνειας της μιας εθνότητας κατά τη διάρκεια των παθημάτων της άλλης θα πρέπει να τα αναζητήσουμε στις αδυσώπητες ανάγκες της αυτοπροστασίας τους. Εξάλλου, την περίοδο αυτή έλειπε η δυνατότητα κάποιας αποτελεσματικής παρέμβασης της ηγεσίας τους προς την Υψηλή Πύλη. Το αρμενικό πατριαρχείο είχε ουσιαστικά κλείσει μετά την εξορία του πατριάρχη Ζαβέν και οι Αρμένιοι εκπρόσωποι στο οθωμανικό Κοινοβούλιο, μαζί με τους πνευματικούς ταγούς του αρμενικού στοιχείου της αυτοκρατορίας , είχαν εξολοθρευθεί ευθύς εξαρχής.
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο με προκαθήμενο τον γέροντα και ανήμπορο Γερμανό Ε’ δεν ήταν σε θέση να αντιδράσει ούτε καν για τις διώξεις του δικού του ποιμνίου. Με το τέλος άλλωστε των Βαλκανικών Πολέμων η Πύλη είχε εκκαθαρίσει σχεδόν εξ ολοκλήρου τις πολιτικές της υπηρεσίες από τους αξιωματικούς ελληνικής και αρμενικής καταγωγής.
Ειδικότερα για τους Έλληνες υπήρχε ο φόβος ότι με την παραμικρή αφορμή θα συμπεριλαμβάνονταν και αυτοί στο ίδιο «τρέχον πρόγραμμα» των σφαγών. Εξάλλου οι απελάσεις και οι διώξει των Ελλήνων δεν ανεστάλησαν ούτε κατά τη διάρκεια της Αρμενικής Γενοκτονίας, άσχετα αν εν τω μεταξύ είχαν ατονήσει οι φόβοι σε βάρος των εκτοπισμένων ελληνικών πληθυσμών.
Τον άμεσο κίνδυνο της γενικής σφαγής των Ελλήνων της Τουρκίας επέσειαν και οι εντολές από την Αθήνα, που υπογράμμιζαν την ανάγκη για αυτοσυγκράτηση από οποιαδήποτε πράξη θα προκαλούσε τις νεοτουρκικές αρχές σε νέες αιματηρές επιδόσεις, τη φορά αυτή σε βάρος των ομογενών. Ο γενικός φόβος των Ελλήνων -διάχυτος σε προξενικά έγγραφα- καταγράφηκε και σε μαρτυρίες ανθρώπων που έζησαν από κοντά τη Γενοκτονία.
Παρ’ όλα αυτά δεν έλειψαν και οι λαμπρές εξαιρέσεις: πέρα από τις επανειλημμένες επίσημες και ανεπίσημες διαμαρτυρίες επωνύμων εκκλησιαστικών αξιωματούχων όπως του μητροπολίτη Τραπεζούντος Χρύσανθου, προς τις οθωμανικές αρχές και τους τοπικούς παράγοντες του νεοτουρκικού κομιτάτου, έχουμε και τις προσπάθειες ανωνύμων ανθρώπων να ανακουφίζουν με ποικίλους τρόπους τους διωκόμενους συνανθρώπους τους ή ακόμα και να τους σώσουν- άλλοτε κρύβοντας τους στα σπίτια τους και άλλοτε φυγαδεύοντας τους σε ασφαλέστερα μέρη.
Στη διάρκεια των διωγμών τους οι δύο εθνότητες ανέβηκαν στο Γολγοθά τους χωρίς κοινές και, πολύ λιγότερο συντονισμένες αντιδράσεις. Υπάρχουν βέβαια κάποια δείγματα απεγνωσμένης κοινή ένοπλης αντίστασης, όπως αυτή του Ιουνίου 1915, στη διάρκεια εξέγερσης Ελλήνων κα Αρμενίων φυγόστρατων στο Καραχισάρ του Πόντου ή του Νοεμβρίου του ίδιου χρόνου με την ανταρτική δράση τουλάχιστον δύο ελληνοαρμενικών ομάδων σε ορεινές περιοχές της επαρχίας Αμισού.
Αλλά οι σημαντικότερες περιπτώσεις κοινής αντίστασης ανήκουν χρονολογικά στη μετά τη Γενοκτονία περίοδο. Τα ελληνοαρμενικά ανταρτικά σώματα που είχαν συγκροτηθεί στα ορεινά του Πόντου το φθινόπωρο του 1915 από λιποτάκτες του τουρκικού στρατού και κυρίως από φυγάδες των «ταγμάτων εργασίας», έδρασαν μετά τον Ιανουάριο του 1917. Κοινή εξάλλου αντιτουρκική στρατιωτική δράση υπήρχε στις συνοριακές περιοχές της Τουρκίας μετά τη διάλυση του ρωσικού μετώπου στον Καύκασο και τη δημιουργία της νεαρής Αρμενικής Δημοκρατίας (1918). Στα 1920 θα αρχίσει επίσης κοινή δράση Ελλήνων και Αρμενίων ατάκτων στην περιοχή της Νικομήδειας και στη συνέχεια, λίγο πριν από την ελληνική κατάρρευση, ανατολικά της Σμύρνης.
Κάπως διαρκέστερη ήταν η ευρεία ελληνοαρμενική συνεργασία στο πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο, που άρχισε με τις ευλογίες του Βενιζέλου αμέσως μετά τη ανακωχή του Μούδρου, τον Οκτώβριο του 1918, και έληξε άδοξα και τραγικά με τη μικρασιατική καταστροφή.