Αλαμάνα: Η μάχη του Διάκου

Αρχές Απριλίου όλη σχεδόν η Ανατολική Στερεά ήταν επαναστατημένη. Ο Διάκος και ο Δυοβουνιώτης προσπάθησαν στις 18 Απριλίου να πάρουν τις Νέες Πάτρες (Υπάτη Φθιώτιδας) αλλά δεν κατάφεραν κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα. Έτσι αποχώρησαν και τράβηξαν για την Αλαμάνα.

Αλαμάνα: η μάχη του Διάκου
Η μάχη της Αλαμάνας

Οι τρεις οπλαρχηγοί, Διάκος, Δυοβουνιώτης και Πανουργιάς, συναντήθηκαν στους Κομποτάδες και από εκεί στις 20 Απριλίου έφθασαν στη Χαλκωμάτα. Μοναδική τους σκέψη ήταν με ποιον τρόπο θα αντιμετώπιζαν αποτελεσματικότερα τα τουρκικά στρατεύματα. Η γνώμη του Δυοβουνιώτη ήταν να κατατμηθούν πολύ οι ελληνικές δυνάμεις (1.500 ήταν όλοι κι όλοι), αλλά να τοποθετηθούν σε δύο οχυρώματα κοντά στον Γοργοπόταμο. Αντίθετα ο Πανουργιάς μαζί του και ο Διάκος υποστήριζαν ότι έπρεπε οπωσδήποτε να καταληφθούν οι δύο δρόμοι που οδηγούσαν, ο πρώτος στη Λοκρίδα και στη Βοιωτία και ο δεύτερος στη Φωκίδα. Με αυτή τη γνώμη τελικά αναγκάστηκε να συμφωνήσει και ο Δυοβουνιώτης.

Ο Δυοβουνιώτης κατέλαβε με 400 άνδρες τη γέφυρα του Γοργοποτάμου και ο Πανουργιάς με 600 κατευθύνθηκε στο χωριό Μουσταφάμπεη και στη Χαλκωμάτα (στο δρόμο των Σαλώνων). Στο Μουσταφάμπεη οχυρώθηκαν δύο άνδρες υπό τον Κομνά Τράκα και τον Παπαντρέα Κοκκοβιστιανό, ενώ ο ίδιος ο Πανουργιάς με τον επίσκοπο Σαλώνων, Ησαΐα, κατέλαβε τη Χαλκωμάτα. Όσο για τον Διάκο με 500 περίπου άνδρες ανέλαβε να υπερασπισθεί τη γέφυρα της Αλαμάνας και τα Πουριά, από όπου περνούσε ο δρόμος που οδηγούσε στις Θερμοπύλες. Στους έμπιστους του, Καλύβα και Μπακογιάννη, ανέθεσε τη φύλαξη της γέφυρας με λίγους άνδρες, ενώ ο ίδιος οχυρώθηκε στη Δαμάστα που δέσποζε στη ράχη για να ελέγχει τον δρόμο.

Στις 23 Απριλίου, μόλις είχαν οχυρωθεί οι ελληνικές δυνάμεις φάνηκε η στρατιά του Ομέρ Βρυώνη που ερχόταν από το Λιανοκλάδι. Από τη Λαμία ερχόταν και ο Κιοσέ Μεχμέτ. Ο Ομέρ Βρυώνης αποφάσισε να επιτεθεί ταυτόχρονα εναντίον των ελληνικών θέσεων. Το σώμα του Δυοβουνιώτη μπροστά στην τεράστια δύναμη του εχθρικού πεζικού και ιππικού γρήγορα υποχώρησε στη θέση Δέμα, αλλά και από εκεί καταδιώχθηκε.

Αντίθετα στο Μουσταφάμπεη, όπου οι λίγοι άνδρες του Κομνά Τράκα είχαν οχυρωθεί στα σπίτια και στα άλλα επίκαιρα σημεία του χωριού, η αντίσταση υπήρξε σθεναρή. Οι εχθροί οπισθοχώρησαν και αφού ενώθηκαν με την δύναμη του Ομέρ όρμησαν κατά του Πανουργιά στη Χαλκωμάτα, ενώ συγχρόνως άλλο τμήμα χτυπούσε τον Διάκο. Μετά από λίγο έφτασε και η δύναμη του Κιοσέ Μεχμέτ και ρίχθηκε και αυτή εναντίον των υπερασπιστών της Αλαμάνας. Το σώμα του Πανουργιά μετά από αρκετή αντίσταση άρχισε να κάμπτεται και να υποχωρεί, ιδίως μετά από τον σοβαρό τραυματισμό του Πανουργιά που μαχόταν στην πρώτη γραμμή. Η υποχώρηση ήταν δραματική. Πολλοί ήταν οι νεκροί και ανάμεσα τους και ο επίσκοπος Ησαΐας.

Πεισματική, εν τω μεταξύ, εξακολουθούσε να είναι η αντίσταση στην Αλαμάνα. Βλέποντας ο Διάκος ότι λιγόστευε η δύναμη των μαχητών πάνω στη γέφυρα, τους έστειλε βοήθεια. Μετά από λίγο οι ηρωικοί Καλύβας και Μπακογιάννης κλείσθηκαν με ελάχιστους συντρόφους τους σε ένα χάνι κοντά στη γέφυρα για να απασχολήσουν τους εχθρούς και να ανακουφίσουν τους συμπολεμιστές τους. Βλέποντας οι άνδρες του Διάκου ότι δεν ωφελούσε η παραπέρα αντίσταση, εφόσον τα σώματα του Δυοβουνιώτη και του Πανουργιά είχαν υποχωρήσει, προσπάθησαν να τον πείσουν να απομακρυνθεί για να γλιτώσει. Ήδη λίγοι, περίπου 50, είχαν παραμείνει πολεμώντας κοντά του. Απτόητος όμως εκείνος συνέχιζε τον μάταιο αγώνα, ώσπου τραυματίστηκε στον ώμο και συνελήφθη από πέντε Αλβανούς. Τα παλικάρια του είχαν φονευθεί όλα και μαζί τους και ο Καλύβας και ο Μπακογιάννης, που ορμώντας από το χάνι για να τρέξουν κοντά στον αρχηγό τους, έπεσαν νεκροί.

Στη Λαμία, όπου μεταφέρθηκε ο Διάκος, εξέπληξε τους δύο πασάδες με το θάρρος και τη γενναιότητα του. Ο Ομέρ Βρυώνης μάλιστα τόσο εντυπωσιάστηκε από τον άφοβο οπλαρχηγό, που θέλησε να τον προσλάβει στην υπηρεσία του. Περήφανη ήταν η άρνηση του Διάκου: «Ούτε σε δουλεύω πασά, ούτε σ’ ωφελώ κι αν δε δουλεύσω». Το ίδιο περήφανα και γενναία δέχτηκε τον θάνατο με ανασκολοπισμό. Ο θάνατος του Αθανασίου Διάκου άφησε δυσαναπλήρωτο κενό στην πατρίδα του που στερήθηκε στον πρώτο κιόλας μήνα της Επανάστασης αυτόν τον εξαίρετο στρατιωτικό αρχηγό και πατριώτη.

Μετά τη μάχη στην Αλαμάνα, στην οποία θυσιάστηκαν 200 περίπου Έλληνες, ο δρόμος για τη Βοιωτία ήταν πια ανοιχτός για τους δύο πασάδες. Η εκστρατεία τους στη Ανατολική Στερεά φαινόταν ότι σύντομα θα είχε αίσιο τέλος και θα πραγματοποιόταν ο αντικειμενικός σκοπός τους, δηλαδή η κάθοδος στην Πελοπόννησο.

Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών

2 Σχόλια

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *