Ακρόπολη

Η Ακρόπολη άρχισε να πολιορκείται την 25η Απριλίου 1821, οπότε μπήκαν μέσα οι Τούρκοι μετά την έφοδο των επαναστατών από το Μενίδι. Αρχικά όμως η κατάσταση εκεί ήταν ρευστή, γιατί οι Έλληνες εναλλάσσονταν στις θέσεις των πολιορκητών, ενώ οι Τούρκοι μπορούσαν με προφυλάξεις να βγαίνουν από το φρούριο για ανεφοδιασμό.

Ακρόπολη
Πολιορκία της Ακρόπολης
Πίνακας των Π. Ζωγράφου- Ι.Μακρυγιάννη

Τους πρώτους μήνες του 1822 η πολιορκία είχε γίνει στενότερη με την άφιξη καινούργιων δυνάμεων, όχι μόνο από τα χωριά της Αττικής, αλλά και από τα Επτάνησα και τις Κυκλάδες. Στο τέλος Φεβρουαρίου έφθασε ο Γάλλος φιλέλληνας Λιβιέρ Βουτιέ, που κρίνοντας από τα μέτρα που είχε λάβει η τοπική κυβέρνηση, δηλαδή ο Άρειος Πάγος, θεωρούσε ότι η «Ακρόπολις των Αθηνών δεν θέλει βραδύνει να πέσει» και ζητούσε στις 12 Μαρτίου οδηγίες από το υπουργείο του Πολέμου για τις προτάσεις που θα γίνονταν στους πολιορκημένους Τούρκους «αν θελήσωσι να παραδοθώσιν εις τα ελληνικά όπλα».

Οι αισιόδοξες προβλέψεις ήταν γενικές και έτσι ο Άρειος Πάγος, στις 10 Μαρτίου, γράφοντας στο Υπουργείο Εσωτερικών διατύπωνε τη γνώμη ότι «ογρήγορα θέλουν βιασθεί οι εχθροί εις παράδοσιν». Οι πολιορκημένοι όμως, παρά τις δυσμενέστατες συνθήκες που επικρατούσαν στο φρούριο από την έλλειψη νερού και τις επιδημικές αρρώστιες, ήταν αποφασισμένοι να αντισταθούν. Ο Υψηλάντης στις αρχές Μαρτίου, στο πέρασμα του από την Αθήνα, επιχείρησε έφοδο εναντίον της Ακρόπολης, αλλά οι Τούρκοι ειδοποιήθηκαν γι’ αυτήν εγκαίρως και την απέκρουσαν με σφοδρούς κανονιοβολισμούς. Τότε ο Υψηλάντης πρότεινε στους Τούρκους «να παραδοθώσι με συνθήκας» και αυτοί «μετά μίαν ώραν απεκρίθησαν ότι η απόφασις των είναι να εγκαρτερήσωσι μέχρι θανάτου».

Το πυροβόλο που είχε μεταφέρει και οργανώσει ο Βουτιέ άρχισε να βάλει εναντίον της Ακρόπολης από την τελευταία ημέρα του Φεβρουαρίου, ενώ ο Κώστας Χορμόβας άρχισε να κατασκευάζει υπόνομο κάτω από την τρίτη πύλη του φρουρίου, που τον ανατίναξε στις 18 Απριλίου, αφού έγινε πρώτα πρόταση στους Τούρκους να παραδοθούν.

Με την ανατίναξη αυτή κατέρρευσε και αυτή η πύλη του φρουρίου και, μετά από πεισματική μάχη γύρω της, οι Έλληνες έγιναν κύριοι του εσωτερικού της χώρου και απέκλεισαν έτσι τους Τούρκους στο στενό μέρος του καθαυτό φρουρίου της Ακρόπολης. Παρά τις σημαντικές ζημιές των Τούρκων και τούς νεκρούς τους, οι Έλληνες δεν μπόρεσαν να εκμεταλλευθούν όσο έπρεπε τη σύγχυση και τον πανικό που επικράτησε στις γραμμές των αντιπάλων και η πολιορκία συνεχίσθηκε.

Στις 22 Μαΐου ο Υψηλάντης, από τη Βελίτσα όπου βρισκόταν, έγραψε στο Βουλευτικό ότι ετοιμάζεται να πάει στην Αθήνα για να ενεργήσει «όλα τα δυνατά διά την ταχείαν και εύτακτον παράδοσιν του φρουρίου». Ζητούσε «διά την τιμήν της Διοικήσεως να φυλαχθώσι απαράβατοι αι συνθήκαι» που κατά τη γνώμη του θα «πρέπει να είναι αι αυταί με τα των εντοπίων της Κορίνθου».

Δέκα μέρες αργότερα, στις 2 Ιουνίου, οι Τούρκοι, στερημένοι από τρόφιμα και νερό, με τα γυναικόπαιδα που ήταν κλεισμένα μαζί τους να θερίζονται από την πείνα και την αρρώστια, αναγκάστηκαν να ζητήσουν, με τη μεσολάβηση των προξένων της Αυστρίας και της Γαλλίας, έναρξη διαπραγματεύσεων για παράδοση. Στις 6 Ιουνίου οι Έφοροι των Αθηνών Παναγής Ζαχαρίστας, Σπυ. Πατούσας, Διονύσιος Πετράκης και άλλοι, οι καπεταναίοι της πολιορκίας και ο αντιπρόσωπος της κυβέρνησης Ανδρέας Καλαμογδάρτης εγγυήθηκαν για την ασφάλεια των δύο Τούρκων που θα έβγαιναν από την Ακρόπολη για διαπραγμάτευση.

Στις 9 Ιουνίου υπογράφηκε ενώπιον των ξένων προξένων από τους επιτρόπους της Υπέρτατης Διοίκησης Αλέξανδρο Αξιώτη, Αρεοπαγίτη, Ανδρέα Καλαμογδάρτη, Γερουσιαστή, από τους Εφόρους των Αθηνών και τους καπεταναίους η συνθήκη παράδοσης.

Οι όροι της παράδοσης περιελάμβαναν τους εξής όρους: Οι Τούρκοι να παραδώσουν τα όπλα κα όλα τα πράγματα που βρίσκονταν στην Ακρόπολη, οι Έλληνες να προστατεύσουν την ζωή και την τιμή των Τούρκων, το τρίτο και το τέταρτο άρθρο αναφέρονταν στην κινητή περιουσία που θα μπορούσαν να πάρουν μαζί τους οι Τούρκοι: λίγο ρουχισμό και κουβέρτες και τα μισά από τα πολύτιμα αντικείμενα τους και το πέμπτο όριζε ότι όσοι Τούρκοι ήθελαν να μείνουν στην Αθήνα, να τους επιτραπεί η κατοικία. Όσοι δεν ήθελαν να πάνε στην Ανατολή αλλά στην Ευρώπη, η κυβέρνηση θα τους πλήρωνε τα ναύλα.

Την επομένη 10 Ιουνίου στις 8 το πρωί παραδόθηκαν οι 1.160 Τούρκοι της Ακρόπολης που είχαν απομείνει από τους 2.500 που είχαν κλεισθεί σε αυτήν πριν από μήνες. Αμέσως μετά μπήκαν στην Ακρόπολη οι Έλληνες. Η Αθήνα μετά από 366 χρόνια δουλείας ήταν και πάλι ελεύθερη.

Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών

Ένα σχόλιο

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *