Αιρέσεις

Οι αιρέσεις ως προσωπικές θέσεις χαρακτήριζαν παλαιότερα κάθε διδασκαλία. Ο Ιππόλυτος στο έργο του «Κατά πασών αιρέσεων» περιέλαβε και τις σχετικές διδασκαλίες των παλαιότερων φιλοσόφων. Στην έσω φιλοσοφία ο σκοπός της επί της Γης παρουσίας του ανθρώπου συνίσταται στην προετοιμασία, μέσω των έργων και της χάριτος, για να απολαύσει κανείς την μακαρία αιωνιότητα.

Αιρέσεις
Άρειος

Κρίθηκε ότι ο σωστός τρόπος για την τελείωση είναι η Κυριακή και αποστολική διδασκαλία, στις οποίες προστέθηκε η ιερή παράδοση. Η αντίληψη περί της θεότητας, του ανθρώπου, της σωτηρίας κ.λπ. συνιστά ορθή δόξα, ορθή γνώμη, για τα ζητούμενα.

Στην αντίθετη περίπτωση αυτός που θα χαράξει έναν ξεχωριστό δρόμο, που αποκλίνει από την ορθοδοξία, εφόσον η διδασκαλία του φανερώνει την προσωπική του άποψη, ονομάστηκε αιρετικός και κατ΄ αντιστοιχία η διδασκαλία του αίρεση. Οι αιρετικοί διακρίνονται σε δύο κατηγορίες: αυτοί που ακολούθησαν τον Άρειο και όσοι ονομάστηκαν Μονοφυσίτες.

Αιρέσεις

Αρειανιστές

Ο Άρειος καταγόταν από τη Λιβύη και σπούδασε στην Αντιόχεια. Ο Άρειος στράφηκε κατά της ουσίας, της συνοχής και της σχέσεως των προσώπων της Αγίας Τριάδας. Ο Άρειος υποστήριζε ότι υπάρχει ένας και μοναδικός υπερβατικός Θεός, κατά συνέπεια παντελώς ακατάληπτος. Από τα έργα του έχει σωθεί «Η προς Ευσέβιον Νικομηδείας επιστολή», που γράφτηκε το 320, στην οποία παραπονιέται γιατί διώκεται, συγχρόνως όμως παρουσιάζει την άποψη του συνισταμένη στην άρνηση του ανάρχου επί του Χριστού.

Σε μία άλλη επιστολή του, που εστάλη το 321 «Προς Αλέξανδρον Αλεξανδρείας», και την υπογράφει μαζί με άλλους συνεξόριστους, πέντε πρεσβύτερους, έξι διακόνους και τρεις επισκόπους, για να χρησιμεύσει ως απολογία του στην σύνοδο της Νικομήδειας. Εδώ ο Χριστός παρουσιάζεται ως να έχει γεννηθεί προ αιώνων, αλλά «κατέστη άτρεπτον και αναλλοίωτον κτίσμα του Θεού τέλειον». Έτσι, συνεχίζει ο Άρειος, υπάρχει η Τριάς, αλλά ο μεν Θεός είναι Πατήρ άναρχος, ο Υιός όμως «ουκ ην προ του γεννηθήναι… ουδέ εστίν αΐδιος ή συναΐδιος».

Ένα άλλο έργο του έχει τίτλο «Ομολογία Πίστεως», όπου επαναλαμβάνει την άποψη του. Η συγκάλυψη της αίρεσης του γίνεται με τη χρήση του ρήμα «γίγνομαι», αντί «γεννιέμαι», των οποίων οι μετοχές παρακειμένου διαφέρουν κατά ένα «ν» (γίγνομαι>γεγενημένος, γεννιέμαι>γεγεννημένος). Το γίνομαι σημαίνει δημιουργία, η οποία έχει λάβει αρχή και δεν αναφέρεται με κανένα τρόπο σε άχρονη γέννηση.

Ο Άρειος με τη διδασκαλία του στερεί από τον άνθρωπο τη δυνατότητα της θέωσης δεδομένου ότι ο Χριστός, εφόσον δεν ήταν, κατά τον Άρειο, εξ αρχής Θεός, ώστε να δύναται να θεώσει τους ανθρώπους, αφού και ο ίδιος εθεώθηκε μετά την ενανθρώπηση του, επειδή αποδείχθηκε ενάρετος.

Μονοφυσίτες

Κατά τον 5ο αιώνα φάνηκε και άλλος αιρετικός, ο επίσκοπος Κωνσταντινούπολης Νεστόριος. Μετά την άνοδο του στον πατριαρχικό θρόνο υποστήριξε ότι βρήκε δύο αντιμαχόμενες παρατάξεις, εκ των οποίων η μία ονόμαζε τη Μητέρα το Κυρίου «Θεοτόκον», η άλλη «ανθρωποτόκον». Ο Νεστόριος για να επιβάλει την ειρήνη πρότεινε τη χρήση του όρου «Χριστοτόκος». Ο Νεστόριος υποστήριξε ότι η ένωση της θείας και της ανθρώπινης φύσης, λόγω της διαφοράς των ιδιοτήτων μιας εκάστης αποκλείεται. Θα επικρατούσε η θεία φύση της ανθρώπινης ή η ανθρώπινη της θείας. Κατ΄αυτόν τον τρόπο χώριζε τον Χριστό στα δύο, εκ των οποίων ο ένας είναι ο Χριστός, χωρίς την ανθρώπινη φύση και ο άλλος άνθρωπος, χωρίς την θεότητα.

Συνεργάτης του Κυρίλλου στην εναντίον του Νεστόριου πολεμική ήταν ο Ευτύχιος, αρχιμανδρίτης σε μια μονή της Κωνσταντινούπολης, ο οποίος έγινε αρχηγέτης ενός άκρατου μονοφυσιτισμού. Δίδασκε ότι μετά την ενναθρώπιση του Χριστού δεν υπήρχαν οι δύο φύσεις, που αποδεχόταν ο Νεστόριος, αλλά μόνο η θεία, η οποία προήλθε από την ανάμειξη και σύγκραση αμφοτέρων. Προφανώς και η διδασκαλία του Ευτυχούς αποστερεί από τον άνθρωπο την σωτηρία και την θέωση. Καταδικάσθηκε από την Δ’ Οικουμενική Σύνοδο της Χαλκηδόνας, το 451μ.Χ. Η Σύνοδος στην Χαλκηδόνα δογμάτισε ότι ο Χριστός είναι τέλειος θεός και τέλειος άνθρωπος «εν δύο φύσεσι γνωριζόμενος, ασυγχύτως, αδιαιρέτως και αχωρίστως».

Τέλος, επίσης μονοφυσίτης ήταν και ο Σευήρος, ο οποίος εξελέγη πατριάρχης Αντιοχείας, αρχές του 6ου αιώνα. Ήταν οπαδός των απόψεων του Ευτύχιου. Καταδικάσθηκε το 536 και προεγράφηκαν τα έργα, όπως γινόταν κάθε φορά με τους αιρετικούς.

Γενικά, οι αιρέσεις ξεκινούν κυρίως από την περί του θεού αντίληψη της αρχαίας φιλοσοφίας, σύμφωνα με την οποία ο Θεός και ο άνθρωπος διαφέρουν και είναι διά παντός ασύμβατοι. Με την έννοια αυτή ο Χριστός δεν γίνεται δεκτός ως Θεός, αλλά άλλοτε θεωρείται ότι γίνεται μετά τη γέννηση του, άλλοτε μετά το πάθος του. Σε αυτές τις διδασκαλίες κρύπτονται ιουδαϊκές μονοθεϊστικές αντιλήψεις, γεγονός που οδηγεί μερικούς αιρετικούς να μη δέχονται την Μητέρα του Χριστού ως Θεοτόκο.

Οι αιρέσεις κινούνται στον χώρο του αποκλεισμού του ανθρώπου από τη δυνατότητα ομοίωσης του με τον Θεό, γεγονός που σημαίνει ότι δεν έγινε αντιληπτός από τους αιρετικούς ο ανθρωπολογικός χαρακτήρας της χριστιανικής διδασκαλίας.

4 Σχόλια

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *