Αθανάσιος Διάκος: Λιβαδειά και Αταλάντη

Στις 26 Μαρτίου 1821 οι κάτοικοι της Λιβαδειάς αποφάσισαν να επαναστατήσουν. Στις 27 Μαρτίου στη μονή του Οσίου Λουκά έγινε επίσημη έναρξη του Αγώνα με συγκινητική δοξολογία, στην οποία χοροστάτησαν ο επίσκοπος Σαλώνων Ησαΐας και ο επίσκοπος Ταλαντίου (Αταλάντης) Νεόφυτος. Αμέσως άρχισαν οι επαναστατικές ενέργειες. Ο Αθανάσιος Διάκος επιδόθηκε σε στρατολογία αγωνιστών, περνώντας πρώτα από τη Δαύλεια και έπειτα από την Χαιρώνεια. Από εκεί έστειλε επιστολή στην Αράχωβα, με την οποία καλούσε τους κατοίκους να στείλουν ενόπλους στο Λυκούρεσι.

Αθανάσιος Διάκος, ο απελευθερωτής της Λιβαδειάς
Ο Αθανάσιος Διάκος στρατολογεί αγωνιστές για να απελευθερώσει την Λιβαδειά, Peter von Hess

Παράλληλα οι μοναχοί του Οσίου Λουκά, με αρχηγό τον Μελέτιο Μελισσάρη, ανέλαβαν τη σύλληψη Τούρκων αιχμαλώτων, όπως τους είχε ζητήσει ο Διάκος, ώστε να μπορεί να τους ανταλλάξει με Έλληνες ομήρους, αν χρειαζόταν. Οι καλόγεροι κατευθύνθηκαν στο Δίστομο, όπου ζαμπίτης ήταν ο αδελφός του διοικητή της Λιβαδειάς, και ύστερα από σύντομη συμπλοκή τον συνέλαβαν μαζί με τους άλλους. Μετά από αυτή την επιχείρηση οι καλόγεροι πήγαν στο Λυκούρεσι, όπου είχαν αρχίσει να συγκεντρώνονται ένοπλοι αγωνιστές από διάφορες περιοχές. Τα μεσάνυχτα της 28ης Μαρτίου έφτασαν εκεί και οι Αραχωβίτες με αρχηγό τον Νικόλαο Σιμαρέση.

Οι ειδήσεις για την επανάσταση στη Δωρίδα δεν άργησαν να έρθουν στην Λιβαδειά. Οι Τούρκοι και οι Αλβανοί κάτοικοι της κλείσθηκαν οι περισσότεροι στο οχυρό ενετικό κάστρο της, αφού πήραν σαν ομήρους, εγγυητές για την ησυχία του τόπου τον Νικόλαο Νάκο και τον Ιωάννη Λογοθέτη. Άλλοι προτίμησαν τον οχυρό πύργο Ώρα, που βρισκόταν στο κέντρο της πόλης, και λίγοι, που καθυστέρησαν, κλείσθηκαν στα «κονάκια» τους με την απόφαση να αμυνθούν από εκεί.

Τη νύχτα της 28ης προς την 29η Μαρτίου ξεκίνησαν από το Λυκούρεσι οι Έλληνες επαναστάτες και έφθασαν στον λόφο του Προφήτη Ηλία απέναντι από το φρούριο. Ο Αθανάσιος Διάκος επιθυμώντας να καταλάβει γρήγορα τη Λιβαδειά πρότεινε όρους παράδοσης της. Ο Τούρκος διοικητής Χασάν αγάς αρχικά τους απέρριψε. Αργότερα, όμως, επειδή φοβήθηκε για τη ζωή του αδελφού του, όταν ο Διάκος απείλησε ότι θα σφάξει όλους τους αιχμαλώτους, δέχτηκε να γίνει ανταλλαγή με τους Έλληνες ομήρους.

Μετά την απελευθέρωση των ομήρων ο Διάκος αποφάσισε να επιτεθεί εναντίον των Τούρκων της Λιβαδειάς. Οι επιχειρήσεις άρχισαν τη νύχτα. Πρώτα έπρεπε να εξουδετερωθούν οι οχυρωμένοι σε κονάκια Τούρκοι, που αποτελούσαν εμπόδιο για τις επιθέσεις των Ελλήνων εναντίον των οχυρών. Η αντίσταση των Τούρκων ήταν ισχυρή και για να εξουδετερώσει την αντίσταση αυτή ο Αθανάσιος Διάκος διέταξε και έβαλαν φωτιά στο σεράι του Μερ αγά. Αναγκάστηκαν τότε να παραδοθούν όλοι οι Τούρκοι που ήταν οχυρωμένοι στα κονάκια. Έμεινε μόνο το Διοικητήριο που το φρουρούσαν Αλβανοί. Ο Διάκος τους πρότεινε να παραδοθούν. Δέχθηκαν με τον όρο να αναχωρήσουν ασφαλείς και με τα όπλα τους.

Την ώρα, όμως, της συμπλοκής ένα τυχαίο γεγονός προκάλεσε σοβαρή συμπλοκή με 15 Αλβανούς νεκρούς και 10 Έλληνες. Οι υπόλοιποι Αλβανοί τράπηκαν σε φυγή. Απερίσπαστοι πια οι επαναστάτες επικεντρώθηκαν στην κατάληψη των δύο οχυρών. Η άλωση του κάστρου, που περιβαλλόταν με δύο τείχη, δεν ήταν καθόλου εύκολη. Επανειλημμένες επιθέσεις των Ελλήνων απέτυχαν. Ο Διάκος ανέθεσε στον Ιωάννη Λογοθέτη που είχε επιρροή στους Αλβανούς, που φρουρούσαν το πρώτο τείχος, να επικοινωνήσει μαζί τους και να τους προτείνει να εγκαταλείψουν τις θέσεις τους, με την υπόσχεση ότι θα τους αφήσουν να ζουν ελεύθεροι στη Λιβαδειά με τα όπλα τους, όσο ήθελαν. Εκείνοι δέχτηκαν θέτοντας όμως τον όρο να τους παραδοθεί μετά την παράδοση της Ώρας ο Ντεμήρ Βελή μπέης.

Ο Λογοθέτης συμφώνησε και έτσι τη νύχτα της 30ης προς την 31η Μαρτίου 1821 οι Έλληνες έγιναν κύριοι του πρώτου τείχους του κάστρου. Τα ξημερώματα της ίδιας μέρας παραδόθηκε και ο Χασάν Αγάς, που έκρινε ότι η παραπέρα αντίσταση ήταν μάταιη. Επακολούθησε και η παράδοση των Τούρκων των κλεισμένων στον πύργο Ώρα. Οι Αλβανοί ζήτησαν τότε από τον Λογοθέτη την εκπλήρωση της υπόσχεσης του. Εκείνος όμως ανέβαλε την παράδοση του Ντεμήρ Βελή μπέη γνωρίζοντας την τύχη που τον περίμενε. Οι Αλβανοί όρμησαν τότε να συλλάβουν μόνοι τους τον εχθρό τους με αποτέλεσμα να επακολουθήσει αλληλοσκοτωμός Αλβανών και Τούρκων.

Την επόμενη μέρα, 1η Απριλίου, έγινε πανηγυρική δοξολογία στην εκκλησία της Αγίας Παρασκευής. Εκτός από τους επισκόπους Σαλώνων και Ταλαντίου χοροστάτησε ο επίσκοπος Αθηνών Διονύσιος. Οι τρεις επίσκοποι ευλόγησαν την σημαία του Αθανασίου Διάκου. Το πρώτο αυτό κεφάλαιο της Εθνεγερσίας στη Λιβαδειά και ευρύτερα στο χώρο της Ανατολικής Στερεάς Ελλάδας ολοκληρώθηκε με την εμπνευσμένη ομιλία του Αθανασίου Διάκου, ο οποίος επισήμανε την ανάγκη της αλληλεγγύης και της αυταπάρνησης για την επιτυχία του Αγώνα διατρανώνοντας το επαναστατικό πρόσταγμα του Ρήγα: «Κάλλιο ‘ναι μιας ώρας ελεύθερη ζωή, παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή!».

Την 31η Μαρτίου παραδόθηκαν και οι Τούρκοι που αμύνονταν στο Ταλάντι (Αταλάντη). Ο Αθανάσιος Διάκος μετά την ορκωμοσία των οπλαρχηγών και προκρίτων της Λιβαδειάς στον Όσιο Λουκά στις 27 Μαρτίου, είχε αναθέσει στον ξάδελφό του οπλαρχηγό Αντώνιο Κοντοσόπουλο να απελευθερώσει το Ταλάντι. Οι Λοκροί κάτοικοι της περιοχής είχαν δεχτεί με ενθουσιασμό τους επαναστάτες. Οι Τούρκοι όμως είχαν προλάβει να κλεισθούν σε οχυρές οικίες, από όπου αντιστέκονταν πεισματικά στις επιθέσεις των Ελλήνων. Μόλις που πληροφορήθηκαν την παράδοση του κάστρου της Λιβαδειάς, σταμάτησαν την αντίσταση. Έτσι άλλη μια πόλη της Στερεάς ελευθερώθηκε ως το τέλος Μαρτίου.

Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών

Ένα σχόλιο

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *