Η Αθήνα ονομάζεται σήμερα Αθήνη και δεν παύει να είναι σημαντική τόσο στην έκταση της όσο και στον αριθμό των κατοίκων της. Σε αυτήν απολαμβάνει κανείς την ευχάριστη θερμοκρασία τα και το γαλήνιο ουρανό της. Ο αέρας της είναι καθαρός και υγιεινός, αν και λιγότερο γλυκός και ευχάριστος από της Ιωνίας.
Η πόλη απλώνεται κάτω από την Ακρόπολη, χωρίς να περιλαμβάνει, όπως άλλοτε, το βράχο. Αντίθετα, επεκτείνεται προς την πεδιάδα, κυρίως δυτικά και βορειοδυτικά. Καθώς συνεχώς τη λεηλατούσαν οι πειρατές, επιχείρησαν να προστατεύσουν τις διόδους από κάθε εχθρική επίθεση. Το 1676 έκλειναν τακτικά τις πόρτες μετά τη δύση του ηλίου. Η πόλη παραμένει και πάλι ανοιχτή σήμερα, μολονότι υπάρχουν πολλές πύλες και η τούρκικη φρουρά αρέσκεται σε μεταμεσονύχτιες περιπολίες. Είναι πιθανόν κάποιοι όγκοι από τούβλα, που απλώνονται σκόρπια έξω από την πόλη, να ανήκαν στο αρχαίο τείχος του οποίου βρίσκουμε ακόμη και άλλα ίχνη. Γενικά τα σπίτια είναι χωρίς ενδιαφέρον, χωρίς οικοδομική γραμμή. Ωστόσο, κάποια από αυτά έχουν αρκετά μεγάλες αυλές μπροστά. Οι στενοί και ιδιαίτερα ακανόνιστοι δρόμοι περιστοιχίζονται από υψηλά τείχη όπου, όντας κατά το σύνηθες ασπρισμένοι, αντανακλούν οι καυτές ακτίνες του ήλιου με τέτοιο τρόπο, ώστε δεν μπορείς να τους διασχίσεις χωρίς αν ενοχληθείς από τη ζέστη. Εξάλλου και παλαιότερα δεν ήταν καλύτερα σχεδιασμένοι, δεν υπήρξαν ποτέ ούτε ωραίοι ούτε ομοιόμορφοι.
Στην Αθήνη δεν υπάρχει άλλο νερό πέρα από αυτό που κατεβαίνει από το όρος Υμηττός σε αυλάκια, και αυτό βγάζει μία μεγάλη πηγή στο κέντρο του «παζαριού» -στην πλατεία της αγοράς. Οι Τούρκοι διέθεταν πολλά τζαμιά και δημόσια λουτρά. Οι Έλληνες έχουν και αυτοί ανδρικά και γυναικεία μοναστήρια και σημαντικό αριθμό εκκλησιών, όπου η λειτουργία τελείται κανονικά. Ανεξάρτητα δε από αυτά τα κτίσματα, διαθέτουν επίσης αναρίθμητα παρεκκλήσια και τόπους προσευχής, τμήματα των οποίων ορισμένα ερειπωμένα έχουν χρησιμοποιηθεί στα τείχη. Προσέρχονται εκεί την ημέρα της εορτής των Αγίων στους οποίους είναι αφιερωμένα, τοποθετούν πάνω σε ένα τραπέζι μια εικόνα ή ένα άγαλμα του εορτάζοντος Αγίου και το αποσύρουν με το πέρας της τελετής.
Η Ακρόπολις, το Άστυ, αποτελούσε την πόλη που ίδρυσε ο Κέκροπας. Σήμερα δεν είναι πια παρά ένα απλό φρούριο, το οποίο περιβάλλει ένα παχύ άνισο τείχος, απλώνεται ως το χείλος των γκρεμών, εσωκλείοντας μία ευρεία τοποθεσία, σχεδόν δύο φορές το μήκος και το πλάτος της. Στο εξωτερικό της, και ιδίως στις δύο ακραίες γωνίες της, βρίσκονται ακόμη τμήματα από τα αρχαία τείχη, που σε διάφορα σημεία, επισκευάστηκαν με κομμάτια από κολόνες και μάρμαρα που ανασύρθηκαν από τα ερείπια.
Λίγο μετά την άφιξή μας, είχαμε ξοδέψει ένα αξιοσέβαστο ποσό για να επισκευαστεί η πλευρά προς τον Υμηττό, είχαμε ήδη μεταφέρει το συνεργείο στο άκρο προς το Πεντελικόν, αλλά ελλείψει χρημάτων, υποχρεωθήκαμε να απολύσουμε τους εργάτες. Τη φρουρά αποτελούσαν ελάχιστοι Τούρκοι με τις οικογένειες τους, αποκαλούμενοι από τους Έλληνες Καστριανοί, στρατιώτες του κάστρου. Κάθε βράδυ, οι σκοποί φωνάζουν από το πόστο τους, πάνω από την πόλη, για να ακουστεί πως πράγματι είναι εκεί. Τα καταλύματά τους ξεχωρίζουν στην πολιτεία, την πεδιάδα, τον κόλπο, μα όσο ελκυστικό κι να είναι αυτό το σημείο, ο δυνατός αέρας και η έκθεση σε άλλα απρόοπτα, ωθούν όσους έχουν την ελευθερία και τη δυνατότητα να ζουν κάτω, όταν δεν είναι υπηρεσία. Ο βράχος, που έχει κάποιο ύψος, είναι απόκρημνος, απροσπέλαστος από παντού, πλην της μπροστινής πλευράς που κοιτάζει τον Πειραιά. Από τούτη την πλευρά υψώνεται, περίπου σε απόσταση κανονιοβολής, μία μακρά οροσειρά. Η Ακρόπολη στερείται πλήρως πόσιμου νερού και προς αναπλήρωση αυτής της έλλειψης καθημερινώς μουλάρια και γάιδαροι μεταφέρουν πήλινα σταμνιά, που είναι υποχρεωμένοι να γεμίζουν από κάποιον αγωγό μες στην πόλη.
Η Ακρόπολη άλλοτε αποτελούσε ευρύ αντικείμενο παρατηρήσεων για λάτρεις και περίεργους. Πλήρης από δοξαστικά μνημεία των Αθηναίων, παρουσίαζε επίσης μια αληθινά θαυμαστή συγκέντρωση πολύτιμων αντικειμένων, όπου η ομορφιά, ο πλούτος, η μεγαλοπρέπεια και η τέχνη έλαμπαν το ίδιο, έμοιαζαν μάλιστα να διεκδικούν, σε ευγενή άμιλλα, την υπεροχή. Με μια λέξη, έμοιαζε σπονδή στην προστάτιδα θεά Αθηνών, όντας τόσο αξιολάτρευτη χάρη στην τελειότητα όλων των χώρων όσο και εκπληκτική χάρη στα αμύθητα πλούτη που είχαν αφιερώσει. Έτσι, ο Ηλιόδωρος, ο επονομαζόμενος Περιηγητής, χρειάστηκε δεκαπέντε βιβλία για την πλήρη περιγραφή τους. Ήταν τόσο πολλά και τόσο όμορφα τα αγάλματα, τα σπαράγματα ζωγραφικής και γλυπτικής, τα αξιοθέατα κάθε είδους, που προμήθευαν στον Πολέμονα τον Περιηγητή υλικό ικανό να γεμίσει τέσσερις τόμους. Μάλιστα ο Στράβων βεβαιώνει ότι θα χρειάζονταν άλλοι τόσοι αν ήθελε κανείς να μιλήσει κατά τον ίδιο τρόπο για τα άλλα μέρη της Αθήνας και της Αττικής. Ιδιαίτερα ο αριθμός των αγαλμάτων ήταν εκπληκτικός.
Ο Τιβέριος Νέρων, παθιασμένος με παρόμοια έργα τέχνης, λεηλάτησε την Ακρόπολη, καθώς και τους Δελφούς και την Ολυμπία. Ωστόσο παρέμεναν τουλάχιστον τρεις χιλιάδες μέσα στην Αθήνα και σε αυτές τις δύο πόλεις, την εποχή του Πλινίου, και μάλιστα λέγεται ότι ο Παυσανίας έμεινε έκθαμβος από το πλήθος των αντικειμένων που είχε να περιγράψει. Αυτό το θεσπέσιο συμπόσιο των αισθήσεων έχει εξαφανιστεί πολύ καιρό τώρα, και σήμερα δεν απομένει παρά η αφήγηση ενός ονείρου. Παρ’ όλ’ αυτά, ο θεατής βλέπει ακόμη με ενδιαφέρον αυτά τα κομμάτια από μάρμαρο ανάκατα σε παλιοκαλύβες με επίπεδη οροφή και κτισμένες πάνω τα ερείπια. Θλιβερά απομεινάρια του λαμπρότερου των λαών. Είναι ωστόσο πάλι αυτά τα υπολείμματα, που, ορατά από τη θάλασσα, έκαναν γνωστή τη σύγχρονη Αθήνα. Όσο γι’ αυτούς που ανέφεραν ότι αυτή η αρχαία πόλη δεν ήταν πια παρά ένα μικρό χωριό, πρέπει, χωρίς αμφιβολία, χάριν αστειότητας, όταν κοιτούσαν την Ακρόπολη να είχαν στρέψει το κιάλι τους προς την πλευρά που μικραίνει τα αντικείμενα.
Όταν αναλογιστεί κανείς τα χρόνια που κύλησαν και τις άπειρες μεταβολές που δοκίμασαν την Αθήνα, δεν μπορεί να μην εκπλαγεί από το ότι έστω και ένα μέρος αυτής της πόλης μπόρεσε να ξεφύγει από τις φθορές του χρόνου, και η τοποθεσία της να προσφέρει ακόμη ένα ανεξάντλητο θησαυρό πραγμάτων άξιου ενδιαφέροντος. Ο Κικέρων μας παρουσιάζει τον Αττικό να συγκινείται περισσότερο με την ανάμνηση των λαμπρών ανδρών που γέννησε η πόλη, παρά με τη θέα των υπέροχων κτισμάτων και των θαυμάσιων έργων, όσον αφορά την τέχνη και την παλαιότητα, με τα οποία ήταν τότε γεμάτη, και μπορώ προσωπικά να σας βεβαιώσω πως ο ταξιδιώτης, στη θέα και μόνο της Αθήνης, δεν χρειάζεται να διεγείρει, τη φαντασία του για να γευτεί, ακόμη και σήμερα, ανείπωτη χαρά και ευχαρίστηση.
Μπορούμε να δούμε τους σημερινούς Έλληνες ως εκπροσώπους των αρχαίων Αθηναίων. Κατά την αποβίβαση μας στον Πειραιά, ένας άρχοντας ήρθε από την πόλη να μας υποδεχτεί. Ίσως φανταστεί κανείς ότι αυτό το αξίωμα διατηρεί ακόμη και σήμερα κάποιο μερίδιο αίγλης με την οποία είχε ιστορικά περιβληθεί. Μα η αλήθεια είναι πως οι άρχοντες δεν φέρουν παρά ένα μάταιο όνομα, δεν ξεχωρίζουν από τους άλλους παρά από το μεγάλο γούνινο σκούφο, την ποιοτικότερη και πλουσιότερη σχετικά με την κατωτέρων τάξεων ένδυσή τους. Ορισμένοι μάλιστα κρατούν κατάστημα στην αγορά, άλλοι είναι έμποροι ή κτηματίες με κοινά εισοδήματα. Οι αρχοντικές οικογένειες, δηλαδή αυτές από τις οποίες επιλέγονται οι άρχοντες, είναι οχτώ ή δέκα τον αριθμό, οι περισσότερες σε φθίνουσα κατάσταση. Ο άρχοντας που ήρθε προς προϋπάντηση μας ήταν από μια οικογένεια που θέλει να συγκαταλέγεται στις παλαιότερε, και που κατ’ αυτόν εγκαταστάθηκε στην Αθήνη τριακόσια χρόνια πριν, δηλαδή μετά τη βασιλεία του του Μωάμεθ του Β΄. Η περιουσία τους είχε πληγεί πολύ από τους εκβιασμούς ενός βοεβόδα, αλλά είχαν καλύψει τις απώλειες μέσω του εμπορίου και της μονιμοποίησης τους σε μικρές διοικητικές θέσεις.
Η απλή λαϊκή ενδυμασία είναι η τόκα από κόκκινο ύφασμα, ένα είδος γιλέκου, μια ζώνη που καλύπτει τη μέση, φαρδιές βράκες -είδος παντελονιού- που δένονταν με χοντρό κόμπο μπροστά, καθώς και ένα μακρύ ρούχο ριγμένο στην πλάτη μάλλινο ή γούνινο, χρήσιμο για τα κρύα. Άδικα επιδίδονται στις πιο ευτελείς και ταπεινές εργασίες, πρέπει να κοπιάσουν πολύ ακόμα για να κερδίσουν τόσο όσα χρειάζονται για να επιβιώσουν, να πληρώσουν το φόρο τους και να αγοράσουν ρούχα για τις γιορτινές μέρες, τότε που ο καθένας θέλει να παρουσιαστεί καλύτερα ντυμένος από τους άλλους, μιας και η υπερηφάνεια ξεπερνά τη φτώχεια τους.