Είναι αξιοσημείωτα τα αγάλματα που κοσμούν το πίσω αέτωμα του ναού Α στους Πύργους, στην Ετρουρία, και τα οποία είναι εμπνευσμένα από το μυθολογικό θέμα των Επτά επί Θήβας και χρονολογούνται τον 5ο π.Χ. αιώνα. Η σύνθεση επικεντρώνεται στις σχεδόν ξαπλωμένες μορφές του Τυδέα και του Μελάνιππου, με τον πρώτο να δαγκώνει με μανία το κεφάλι του δεύτερου. Συγχρόνως ο Δίας στο πίσω μέρος επιτίθεται στον Καπανέα. Η σκηνή ολοκληρώνεται με έναν ακόμη πολεμιστή, που πιστεύεται πως είναι ο Αμφιάραος και με την Αθηνά που φορά περικεφαλαία και θώρακα και κρατά ένα ρωμαϊκό αγγείο.

Αφού έχασαν την κυριαρχία τους στην Τυρρηνία, οι πόλεις της νότιας Ετρουρίας σχεδόν αποκλείστηκαν από την επιρροή των νέων τάσεων της ελληνικής γλυπτικής, ενώ στις πόλεις της ενδοχώρας παρατηρείται μια σχετική ζωτικότητα, κυρίως σε εκείνες που βρίσκονται κατά μήκος του Τίβερη. Στο Ορβέτιο, εργαστήρια παρήγαγαν πήλινα αντικείμενα υψηλής ποιότητας, στην οποία είναι φανερή η ελληνική επιρροή.

Μεταξύ αυτών υπάρχουν κάποια θραύσματα τα οποία σχετίζονται με δεκαπέντε αγάλματα που κοσμούσαν το ναό του Μπελβεντέρε. Επίσης, στο κέντρο του Ορβιέτο βρέθηκε το διάσημο μπρούντζινο άγαλμα του Άρη του Τόντι, το οποίο χρονολογείται στα τέλη του 5ου π.Χ. αιώνα. Ανακαλύφθηκε το 1835 και αναπαριστά ένα πολεμιστή που φορά πανοπλία και κοντό χιτώνα. Στο ένα χέρι κρατά ένα τάσι και στο άλλο δόρυ. ενώ στο κεφάλι αρχικά πρέπει να είχε περικεφαλαία που σήμερα έχει χαθεί. Η στάση του σώματος, με το ένα πόδι σχεδόν να βαδίζει και με το άλλο ελαφρώς λυγισμένο, καθώς και τα σταυρωμένα χέρια και η βαριά πανοπλία που καθιστά άκαμπτο το πάνω μέρος του σώματος, είναι σαφέστατα χαρακτηριστικά της ελληνικής κλασικής γλυπτικής.
Η παραγωγή πήλινων αγαλμάτων με κεφάλια που μπορούσαν να αποσπαστούν και προορίζονταν για την τέφρα του νεκρού αποδίδεται στο Κιούζι. Ένα από τα αντιπροσωπευτικά δείγματα είναι εκείνο ενός συμποσίου ανδρών με τη μία καθιστή γυναικεία μορφή, που μπορεί να είναι η σύζυγος του νεκρού ή μια φτερωτή θεότητα του Κάτω Κόσμου (Λάσα).
Άλλα κέντρα που παρουσιάζουν μια σχετική ενεργητικότητα είναι οι Φαλέριοι, για τις πήλινες διακοσμήσεις, και η Μπολόνια, όπου παράγονται χαρακτηριστικές επιτύμβιες στήλες σε σχήμα πετάλου και με ανάγλυφη διακόσμηση.

Τον 4οπ.Χ. αιώνα ξαναρχίζει η ανοικοδόμηση ναών, γεγονός που οδηγεί στην άνθηση των εργαστηρίων που παράγουν πήλινες αρχιτεκτονικές διακοσμήσεις. Πολύ υψηλού καλλιτεχνικού επιπέδου είναι τα φτερωτά άλογα του ναού Άρα στην περιοχή Ρετζίνα της Ταρκουίνια, η καινούργια διακόσμηση του ναού Α στους Πύργους και οι διάφοροι διάκοσμοι των ιερών στο Φαλέρι, από τους οποίους ο διασημότερος είναι το άγαλμα του Απόλλωνα από το ναό του Σκασάτο.
Το Βούλτσι και η Ταρκουίνια θεωρούνται τα δύο κέντρα όπου ξεκίνησε η παραγωγή νέου τύπου σαρκοφάγων και μάλλον προοριζόταν για τα μέλη οικογενειών που κατά τον 4ο π.Χ. αιώνα κατόρθωσαν να ανακτήσουν την οικονομική τους δύναμη, ξεπερνώντας την κρίση του προηγούμενου αιώνα.
Τα αριστουργήματα της περιοχής είναι δύο σαρκοφάγοι που σήμερα διατηρούνται στη Βοστώνη και στις πλάκες απεικονίζονται τα συζυγικά ζευγάρια που έφυγαν από τη ζωή, τρυφερά αγκαλιασμένα, ξαπλωμένα στην κλίνη και σκεπασμένα με τον ίδιο μανδύα. Οι σαρκοφάγοι ανήκουν σε δύο διαφορετικές γενιές της ίδιας οικογένειας και έτσι μπορούμε να θεωρήσουμε ως εξέλιξη της γλυπικής τις διαφορές που παρατηρούνται ανάμεσα στα δύο αντικείμενα.
Η υψηλή ποιότητα που εξασφάλιζαν τα εργαστήρια της Ταρκουίνια αποδεικνύεται από τις δύο σαρκοφάγους της οικογένειας Παρτούνους, επίσης για δύο διαφορετικές γενιές. Στην αρχαιότερη εκείνη του Ιερέα, ο νεκρός απεικονίζεται σε ύπτια θέση, σαν να επρόκειταο να κάνει σπονδή. Στην πιο πρόσφατη, εκείνη του Βαρόνου, ο νεκρός αναπαρίσταται μισοκαθισμένος, στην τυπική στάση του συνδαιτημόνα συμποσίου.
Εντελώς διαφορετικού τύπου είναι η σαρκοφάγος των Αμαζόνων, η οποία φέρει σκηνές μάχης ανάμεσα σε Έλληνες και Αμαζόνες και στις τέσσερις πλευρές της, γεγονός που μαρτυρεί την έντονη επιρροή της ελληνικής τέχνης.
Με πληροφορίες από: nationalgeographic