Στην Πελοπόννησο δεν υπήρχαν οι προϋποθέσεις, όπως στις άλλες ελληνικές χώρες, για την συντήρηση μαχητικών κατά τόπους πυρήνων. Οι Τούρκοι δεν είχαν εφαρμόσει το αρματολικό σύστημα, που είχε καθιερωθεί στην ηπειρωτική χώρα ως τον Ισθμό και το οποίο έγινε η αιτία δημιουργίας μιας στρατιωτικής τάξεως. Η ένοπλη δράση στην Πελοπόννησο ήταν, και εκεί, ένα συνηθισμένο φαινόμενο. Δεν είχε όμως την εξάπλωση και την ένταση που είχε στη Ρούμελη, ίσως γιατί στα μεγάλα και δυνατά κατά τόπους κάστρα έδρευαν μόνιμα ισχυρές φρουρές που ήταν εύκολο να αναστείλουν ή και να καταπνίξουν στο αίμα τη δράση μεγάλων σχετικά κλέφτικων ομάδων.
Παρ’ όλα αυτά, σε περιόδους πολεμικής αναταραχής, όπως τα Ορλωφικά (1770), παρουσιάστηκαν και εδώ φημισμένοι κλέφτες, ο Παναγιώτης Βενετσανάκης, ο Κωνσταντίνος Κολοκοτρώνης, πατέρας του Θεόδωρου, ο Θανάσης Καράμπελας, σύντροφος των Κολοκοτρωναίων, ο Ζαχαριάς, ο οποίος πολλές φορές ή είχε νικήσει τα τουρκικά στρατεύματα που είχαν σταλεί εναντίον του ή είχε κατορθώσει να μην πέσει στα χέρια τους.
Παράλληλα, όμως, προς την εμφάνιση των κλεφτών αυτών, μετά το 1780 αρχίζει να δημιουργείται μια αρκετά ισχυρή τάξη χριστιανών μεγαλοκτηματιών που είχαν στην υπηρεσία τους παλιούς κλέφτες (τους ονομαζόμενους κάπους) τους οποίους χρησιμοποιούσαν εναντίον των παλαιών συντρόφων τους.
Αλλά και εδώ συνέβαινε ό,τι με τους αρματολούς και κλέφτες στη Ρούμελη. Έτσι ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης που υπηρετούσε ως κάπος των Δεληγιανναίων, γράφει, γέρος πια, στα απομνημονεύματα του με κάποιο εύθυμο ύφος, εξιστορώντας τις συγκρούσεις με τον κλέφτη Ζαχαριά, ότι πολεμούσαν και «έσμιγαν» μετά από τη σύγκρουση. Οι πυρήνες όμως αυτοί εκμηδενίστηκαν στις αρχές του 19ου αιώνα.
Ο κατατρεγμός και η εξόντωση των κλεφτών στέρησε την Πελοπόννησο από στρατιωτικούς αρχηγούς. Παρ’ όλα αυτά την κλέφτική παράδοση και πείρα την διέσωσε, την ενσάρκωσε και την διέδωσε κατά τη διάρκεια της επανάστασης ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και οι λίγοι σύντροφοι του. Αναπολώντας εκείνες τις παλαιές δύσκολες μέρες γράφει στα Απομνημονεύματα του: «Αυτό το είδος ζωής που εκάναμε μας βοήθησε πολύ εις την επανάσταση, διότι ηξεύραμεν τα κατατόπια, τους δρόμους, τις θέσεις, τους ανθρώπους. Εσυνηθίσαμεν να καταφρονούμεν τους Τούρκους, να υποφέρωμεν την πείναν, την δίψαν, την κακοπάθειαν, την λέραν και καθεξής».
Η Πελοπόννησος, όμως, είχε τους Μανιάτες, όπως η Ήπειρος τους Σουλιώτες. Η Μάνη ήταν σπουδαία εστία έμπειρων πολεμιστών. Τη χώρα αυτή η ίδια η φύση την είχε προορίσει για καταφύγιο των καταδιωγμένων Ελλήνων επί τουρκοκρατίας και για ορμητήριο τους σε εποχές επαναστατικών κινήσεων τους.
Σε αυτήν την ορεινή και άγονη χώρα έζησαν αιώνες ολόκληρους μέσα σε πρωτόγονες συνθήκες, συνωστισμένοι και στερημένοι, οι κάτοικοι της, τους οποίους η φτώχεια ήταν επόμενο να σπρώχνει προς την ένοπλη δράση, την πειρατεία και τη ληστεία. Τα ευρωπαϊκά κράτη, κάθε φορά που ήταν σε εμπόλεμη κατάσταση με την οθωμανική αυτοκρατορία, υπολόγιζαν στη συμμαχία και βοήθεια των Μανιατών, γιατί οι τελευταίοι ήταν πάντοτε πρόθυμοι να ξεσηκωθούν εναντίον των σκληρών κατακτητών και να απαιτήσουν την ελευθερία τους.
Η Μάνη λοιπόν πρόβαλλε στα μάτια των Τούρκων σαν ισχυρή εστία μιας μελλοντικής εξόρμησης των Ελλήνων για την απελευθέρωση τους. Είναι αλήθεια ότι οι Τούρκοι στις αρχές του 19ου αιώνα κατέβαλλαν μεγάλες προσπάθειες να εκμηδενίσουν τον πυρήνα αυτό της μόνιμης αντίστασης, σπείροντας τη διχόνοια ανάμεσα στους καπετάνιους της, αλλά δεν κατόρθωσαν ποτέ να εξουδετερώσουν την επαναστατικότητα τους.
Στους Μανιάτες στήριζαν οι Έλληνες, και προπάντων οι Πελοποννήσιοι, πολλές ελπίδες για την απελευθέρωση τους. Έλεγαν «το τουφέκι του Μανιάτη βροντά σαν κανόνι». Γι’ αυτούς τους λόγους, όπως και στο Σούλι το επαναστατικό κήρυγμα της Φιλικής Εταιρείας βρήκε πρόσφορο έδαφος για την εξάπλωση του.
Με πληροφορίες από: https://www.ekdotikeathenon.gr/istopia-toy-ellhnikoy-ethnoys-p16.html
[…] στρατιωτικές δυνάμεις των αρματολών, Σουλιωτών και Μανιατών, που ήταν σκορπισμένες σε ορισμένα σημεία της […]