Έλληνας και Γραικός

Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, η περιοχή της Αρχαίας Δωδώνης και των σημερινών Ιωαννίνων είναι η κοινή κοιτίδα αφενός των Ελλήνων αφετέρου των ονομάτων Έλληνας και Γραικός.

Έλληνας και Γραικός

Έλληνες ονομάζονταν αρχικά μόνον οι κάτοικοι μιας μικρής περιοχής της κεντρικής Eλλάδας, της Θεσσαλικής Φθίας. Aυτή γνωρίζει ο Όμηρος ως Ελλάδα. Aχαιοί, Παναχαιοί, Δαναοί, Aρ­­γείοι είναι τα ονόματα που χαρακτηρίζουν τους Έλληνες στον Όμηρο, καθώς επίσης και το όνομα Πανέλληνες.

Tον 7ο αι. η ονομασία Πανέλληνες έχει επικρατήσει, κάτι που συναντάμε στο έργο του Ησίοδου και του Αρχίλοχου. Από το Παν-έλληνες αποσπάστηκε και γενικεύθηκε η ονομασία Έλληνες / Έλλην, εξ ού και ο τονισμός Έλλην αντί Ελλήν / Ελλάν.

Ο Θουκυδίδης, σχολιάζοντας την ποικίλη ονομασία των Eλλήνων, αναφέρει (A΄, 3): «πολλῷ γὰρ ὕστερον ἔτι καὶ τῶν Tρωικῶν γενόμενος [ενν. ο Όμηρος] οὐδαμοῦ τοὺς ξύμπαντας ὠνόμασεν [ενν. Έλληνες] οὐδ’ ἄλλους ἢ τοὺς μετ’ Ἀχιλλέως ἐκ τῆς Φθιώτιδος, οἵπερ καὶ πρῶτοι Ἕλληνες ἦσαν, Δαναοὺς δὲ ἐν τοῖς ἔπεσι καὶ Ἀργείους καὶ Ἀχαιοὺς ἀνακαλεῖ».

Ο Αριστοτέλης γράφει ότι κοντά στη Δωδώνη «ώκουν οι Σελλοί και οι καλούμενοι τότε μεν Γραικοί, νυν δε Έλληνες. Οι Αλεξανδρινοί θεώρησαν τις δύο ονομασίες ταυτόσημες. Οι Λατίνοι υιοθέτησαν τη λέξη Γραικός. Για τους λόγους αυτής της προτίμησης τους είχαν αναπτύξει ποικίλες θεωρίες. Παλαιότερα είχε υποστηριχθεί ότι από την ευβοϊκή πόλη Γραία μεταφέρθηκε το όνομα στην Κύμη, αποικία στην Ιταλία, από όπου διαδόθηκε ευρύτερα. Όμως νεότερες έρευνες έδειξαν ότι το όνομα μεταδόθηκε στην Ιταλία από τις ηπειρωτικές ακτές της Αδριατικής.

Περαιτέρω, η γενίκευση τής ονομασίας Έλληνες (από τον 6ο αι.) έγινε μέσα από τους θεσμούς που ένωναν και χαρακτήριζαν όλους τους κατοίκους τής Eλλάδας, δηλ. μέσα από τα κοινά ιερά (Δελφών και Oλυμπίας) και τους πανελλήνιους αγώνες, ιδίως τους Ολυμπιακούς, μέσα από την αίσθηση της κοινής για όλους τους Έλληνες γλώσσας, από την ενιαία ταύτιση των Ελλήνων στις πολυάριθμες αποικίες που ίδρυσαν εκτός Eλλάδος και, γενικά, μέσα από χαρακτηριστικά εθνικά, πολιτιστικά, θρησκευτικά, ηθικά, μορφωτικά, που ξεχώριζαν τους Έλληνες ως ενιαίο εθνικό σύνολο από άλλα έθνη, όπως ήταν οι λεγόμενοι βάρβαροι.

Στους αλεξανδρινούς χρόνους Έλληνες και Eλληνίζοντες και Eλληνιστές ονομάζονται αυτοί που μιλούν την ελληνική γλώσσα και μάλιστα, από τον 1ο αι. π.X., την απλοποιημένη Αλεξανδρινή Kοινή έναντι της Aττικής (αττικισμός), που άρχισαν να γράφουν και να μιλούν τότε οι λόγιοι.

Το όνομα Γραικός απέκτησε καθολική χρήση κατά τους βυζαντινούς χρόνους. Μάλιστα στη Σύνοδο της Φλωρεντίας, λίγο πριν τη άλωση της Κωνσταντινούπολης, αναφέρεται ότι συνήλθαν «Λατίνοι τε και Γραικοί», όπου το Γραικός είναι συνώνυμο του ελληνορθόδοξου.

Μέχρι της επικρατήσεως του χριστιανισμού το όνομα Έλληνες είναι απλό εθνικό. Με τον χριστιανισμό το Έλληνες παίρνει αρχικώς τη σημασία «ειδωλολάτρες, εθνικοί», αυτοί που πι­­στεύουν σε πολλούς θεούς, άρα οι μη (μονοθεϊστές) χριστιανοί και Iου­δαίοι. Αργότερα το όνομα Έλληνες σημαίνει γενικότερα τους «μη χριστιανούς» (Έλληνες και άλλους), ενώ οι κάτοικοι της Ελλάδας καλούνται Ελλαδικοί.

Οι Bυζαντινοί Έλληνες χριστιανοί, ιδίως ο κλήρος, τηρούν συχνά και για πολλούς αιώνες στάση καχυποψίας και δυσπιστίας προς την ελληνική παιδεία, που κατά βάθος τη θεωρούν αντιχριστιανική. Ωστόσο, ήδη στο Βυζάντιο, ιδίως από τον 7ο αι. κ. εξ. αρχίζει να χρησιμοποιείται σποραδικά ο όρος Έλλην.

Μετά την Επανάσταση του 1821, όλο και αποκλειστικότερα χρησιμοποιήθηκε το όνομα Έλληνας, όχι μόνο στο εσωτερικό του ελληνικού κράτους, αλλά και διεθνώς.

Πηγή: https://www.babiniotis.gr

1 Σχόλιο

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *