Άποικοι στη Δύση

Χρειάζονταν μεγάλη ψυχική δύναμη, αδάμαστη ενεργητικότητα απεριόριστη αναζήτηση του νέου οι Έλληνες ναυτικοί που πρώτοι από μια κοινότητα προχωρούσαν τόσο βαθιά στο άγνωστο, υπερνικώντας φυσικούς νόμους και τον φόβο υπερφυσικών δυνάμεων. Από αίσθημα ασφάλειας οι παλαιότεροι Έλληνες άποικοι στη Δύση διάλεξαν ένα νησί, τις Πιθηκούσσες, για να εγκατασταθούν αρκετά κοντά στην ξηρά, ώστε να μπορούν να εμπορεύονται με τους ιθαγενείς και αρκετά μακριά, ώστε να μην είναι εκτεθειμένοι σε ξαφνικές επιθέσεις μεγάλου αριθμού εχθρών.

Άποικοι στη Δύση

Δεν είχαν περάσει παρά δέκα έως είκοσι χρόνια, όταν μερικοί Πιθηκούσσιοι ξεθάρρεψαν σε βαθμό να αποκτήσουν οι ίδιοι στην ήπειρο και να καλέσουν συντοπίτες τους από τις παλαιές πατρίδες τους να τους μιμηθούν. Οι ιδρυτές της Κύμης και των μεταγενέστερων αποικιών διάλεγαν θέσεις φυσικά οχυρές και τις ενίσχυαν με τείχη. Οι καλλιεργήσιμες γαίες, τα λειβάδα, τα δάση, τα μεταλλεία δεν μπορούσαν να προστατευθούν με αμυντικά έργα: φαίνεται λοιπόν ότι αρκετά γρήγορα οι Έλληνες κατάλαβαν ότι υπερείχαν από τους ιθαγενείς στρατιωτικά και οι ιθαγενείς απέκτησαν την αντίθετη εμπειρία. Οι λαοί της Ιταλίας θα αρχίσουν να είναι επικίνδυνοι από τον 60π.Χ. αιώνα και έπειτα.

Η μία αποικία έφερε την άλλη. Οι άποικοι, όταν διαπίστωναν ότι κάπου αλλού υπήρχε περιοχή το ίδιο καλή ή καλύτερη από τη δική τους, ίδρυαν εκεί αποικία, καλώντας καμιά φορά και ενισχύσεις από τη μητρόπολη.

Οι Ευβοείς που εγκαταστάθηκαν στις Πιθηκούσσες ανάμεσα στο 770 και το 760π.Χ. πλούτισαν από την ευφορία του ηφαιστειογενούς εδάφους, από την εκμετάλλευση του χρυσού και από το εμπόριο. Το νησί ήταν αρκετά μεγάλο και μπορούσε να θρέψει σημαντικό πληθυσμό. Έξω από την ελληνική πόλη υπήρχαν οικισμοί ιθαγενενών, ένας από τους οποίους καλύφθηκε από την έκρηξη του ηφαιστείου στο τέλους του 8ου π.Χ. αιώνα.

Η θέση της Κύμης που ιδρύθηκε στα μέσα του 8ου π.Χ. αιώνα από Πιθηκούσσιους και αποικίσθηκε από την Εύβοια και την Τανάγρα, ήταν μια φυσική ακρόπολη, απρόσιτη από τρεις πλευρές, με πρόσθετη ασφάλεια από τη θάλασσα και από ελώδεις εκτάσεις, η οποία ήλεγχε μέρος από τη μεγάλη πεδιάδα της Καμπανίας. Χάρη στα αγροτικά προϊόντα της και στο εμπόριο της η Κύμη απέκτησε μεγάλο πληθυσμό.

Από τις Πιθηκούσσες και στην Κύμη περνούσαν τα ελληνικά προϊόντα που προρίζονταν για την Καμπανία, το Λάτιο και την Ετρουρία, και οι πρώτες ύλες έπαιρναν τον αντίστροφο δρόμο. Μαζί με τα εμπορεύματα έφθαναν ως τους αποδέκτες και ποικίλες ελληνικές παραδόσεις.

Η Νάξος, η αρχαιότερη ευβοϊκή (και γενικότερα ελληνική) αποικία στη Σικελία είχε εύφορο ηφαιστειακό έδαφος, αλλά περιβαλλόταν από βουνά και ήταν αλίμενη. Γι’ αυτό, αφήνοντας ήσυχους τους ιθαγενείς που κατοικούσαν σε κοντινό ύψωμα, στη θέση του μελλοντικού Ταυρομενίου, έστειλε το μεγαλύτερο μέρος από τον πληθυσμό της, μόλις έξι χρόνια από την ίδρυσή της, σε γειτονικεές περιοχές που συγκέντρωναν περισσότερα πλεονεκτήματα

Ένα μέρος από αυτούς οδηγήθηκε στους Λεοντίνους από τον Θεοκλή, που είχε χτίσει τη σικελική Νάξο. Ένα άλλο μέρο κατευθύνθηκε στην Κατάνη με αρχηγό τον Εύαρχο. Και οι δύο πόλεις ιδρύθηκαν στην πιο μεγάλη πεδιάδα της Σικελίας, ανάμεσα στην Αίτνα και στο Ιόνιο, που σχηματίσθηκε από προσχώσεις του Συμαίθου και άλλων ποταμών και χειμάρρων. Η Κατάνη είχε φυσικό λιμάνι. Οι Λεοντίνοι χτίστηκαν σε οχυρή θέση, που πρόσφερε δύο ακροπόλεις, δέκα χιλιόμετρα μακρά από τη θάλασσα.

Οι Μεγαρείς που ακολούθησαν τους Χαλκιδείς στη Σικελία δεν εγκαταστάθηκαν μαζί τους στη Νάξο, αλλά κατέλαβαν μια θέση κοντά σε αυτή. Όταν χτίστηκαν οι Λεοντίνοι ζήτησαν να γίνουν δεκτοί ως συμπολίτες. Ο Θεοκλής συγκατένευσε με τον όρο να εκτοπίσουν από την πόλη τους ιθαγενείς που ο ίδιος είχε αφήσει εκεί έπειτα από συμφωνία μαζί τους. Αφού όμως οι Μεγαρείς εξετέλεσαν αυτήν την αποστολή, αφοπλίσθηκαν και διώχθηκαν από την πόλη με τη σιερά τους.

Τότε αποσύρθηκαν στην Θάψο, χαμηλή χερσόνησο, κατάλληλη για άμυνα, αλλά χωρίς νερό. Εκεί, έμειναν λίγο καιρό, γιατί ένας Σικελός βασιλιάς, ο Ύβλων, τους ξεχώρισε ένα μέρος από την επικράτεια του, όπου έχτισαν τα Υβλαία Μέγαρα (727π.Χ.). Η θέση, ανάμεσα σε δύο χειμάρρους, ήταν οχυρή, αλλά δεν είχε αρκετή και εύφορη γη, ούτε λιμάνι. Για αυτούς τους λόγους, τα Υβλαία Μέργαρα δεν θα αναπτυχθούν, αλλά θα ιδρύσουν μια μεγάλη αποικία, τον Σελινούντα.

Οι Κορίνθιοι που αποβιβάστηκαν στην Ορτυγία το 733π.Χ. εξετόπισαν από εκεί μια εγκατάσταη των Σικελών. Γρήγορα όμως το μικρό αυτό νησί έπαψε να επαρκεί για τον πληθυσμό που αυξήθηκε με νέες αφίξεις, όχι μόνο Κορινθίων, αλλά και Ηλείων. Έτσι η πόλη επεκτάθηκε στην απέναντι ξηρά, η οποία είχε ένα όνομα που οι Έλληνες απέδωσαν ως Συρακούσαι ή Συρακόσαι. Ο στενός πορθμός, που χώριζε την Ορτυγία από τις Συρακούσες καταχώθηκε και τα δύο τμήματα της πόλης ενώθηκαν.

Από τα εκτεμένα και παραγωγικά εδάφη που κατέλαβαν οι άποικοι σχημάτισαν μεγάλους και υψηλής απόδοσης κλήρους, στους οποίους απέσπασαν ιθαγενείς πληθυσμούς ως δουλοπαροίκους: τους Κυλυρίους ή Κιλλιρίους ή Καλλικυρίους ή Κιλλικιρίους. Ανάμεσα στην Ορτυγία και στην παλαιά στεριά, από τις δύο πλευρές του ισθμού που τις ένωσε, διαμορφώθηκαν δύο λιμάνια. Οι Συρακούσες θα αρχίσουν να εφοδιάζουν τη μητρόπολη με αγροτικά προϊόντα και θα αποτελέσουν το μοναδικό κέντρο διακίνησης των ανταλλαγών μεταξύ Κορίνθου και Δύσης, οι οποίες θα γνωρίσουν ταχύτατη άνοδο.

Περίπου τον ίδιο καιρό έφθασαν στην Ζάγκλη άποικοι από ευβοϊκές πόλεις. Πιθανόν η νέα πόλη να δέχθηκε μετανάστες και από την Σικελική Νάξο. Όχι πολύ αργότερα Χαλκιδείς και άλλοι Ευβοείς ίδρυσαν στην ιταλική πλευρά του στενού το Ρήγιον και δέχονταν ως συνοίκους πρόσφυγες Μεσσηνιούς (714π.Χ.). Από αυτό το στενό περνούσαν υποχρεωτικά οι συγκοινωνίες των ευβοϊκών πόλεων με τις αποικίες τους στις Πιθηκούσσες και την Κύμη, καθώς και διά μέσου αυτών, με τους Ετρούσκους και άλλους λαούς της δυτικής παραλίας της Ιταλίας.

Έτσι, η Ζάγκλη και το Ρήγιον είχαν ως αποστολή να παρεμποδίσουν την κατάληψη του στενού από άλλες δυνάμεις, καθώς και την εισχώρηση σε αυτό πειρατών και να παρέχουν στους ναυτιλομένους Ευβοείς, Πιθηκουσσίους και Κυμαίους της Ιταλίας καταφύγιο, ανάπαυση, δυνατότητες ανεφοδιασμού και επισκευών.

Οι Ζαγκλαίοι, που δεν είχαν αρκετή περιοχή, γιατί αμέσως πίσω από την πόλη τους υψώνεται βουνό, ίδρυσαν από την άλλη πλευρά του, στα βόρεια παράλια της Σικελίας, τις Μύλες. Η νέα αποικία χτίστηκε στη βάση μιας στενής βραχώδους χερσονήσου και είχε εύφορη περιοχή.

Κατά το τέλος του 8ου π.Χ, αιώνα, ιδρύθηκαν οι τρεις πρώτες ελληνικές αποικίες σε παράλια του κόλπου του Τάραντα: ο Κρότων, η Σύβαρις και ο Τάρας. Οι κάτοικοι είχαν αποκλειστικά αγροτικά ενδιαφέροντα: οι θέσεις που διάλεξαν ήταν παράμερες σε σχέση με τις γραμμές επικοινωνίας μεταξύ Ελλάδας και Τυρρηνικού πελάγους, αλλά παρουσίαζαν εξαιρετικά πλεονεκτήματα από άποψη φυσικών πόρων.

Ο Κρότων και η Σύβαρις χτίστηκαν από μετανάστεες που εγκατέλειψαν την Αχαΐα της Πελοποννήσου, αφού παρουσιάστηκαν εκεί, όπως φαίνεται, οι συνθήκες που αποτέλεσαν το κυριότερο κίνητρο του ελληνικού αποικισμού. Στον Κρότωνα, που πρόσφερε μικρό και όχι ασφαλές λιμάνι, αλλά καλές γαίες και το πιο υγιεινό κλίμα της δυτικής πλευράς του κόλπου, η οποία μαστιζόταν από ελονοσία, εγκαταστάθηκαν άποικοι που ήρθαν από τις Ρύπες με αρχηγό τον Μύσκελο.

Η Σύβαρις, η οποία διέθετε απλόχωρη εύφορη πεδιάδα και δυνατότητες ελλιμενισμού στις κοινές εκβολές δύο μεγάλων ποταμών, προκάλεσε την προσοχή αποίκων από την Ελίκη, τη Βούρα και τις Αιγές. Ο οικιστής, που λεγόταν Ις, και οι περισσότεροι μετανάστες ήταν Ελικείς. Αλλά η αποικία ονομάστηκε Σύβαρις από μια πηγή της Βούρας. Το ίδιο όνομα δόθηκε και σε ένα από τα δύο ποτάμια της περιοχής, στη συμβολή των οποίων χτίστηκε η πόλη, Το άλλο ονομάστηκε Κράθις, από το όνομα ποταμού που διασχίζει την περιοχή των Αιγών. Η Σύβαρις παρήγε μεγάλες ποσότητες δημητριακών, λαδιού, κρασιού, ξυλείας, και είχε μεταλεία αργύρου.

Οι άποικοι που εγκατέλειψαν την Σπάρτη οδηγήθηκαν από τον αρχηγό τους Φάλανθο στον Τάραντα, θέση που συγκέντρωνε εξαιρετικά πλεονεκτήματα: το μεγαλύτερο και ασφαλέστερο λιμάνι ανάμεσα στα ελληνικά παράλια στο στενό της Μεσσήνης, φυσική οχυρότητα, άφθονα γευστικά αλιεύματα, μια εσωτερική θάλασσα κατάλληλη για την καλλιέργεια οστρέων και γη αποδοτική, παρά την ασβεστολιθική σύνθεση του εδάφους και την ξηρότητά του.

Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους