Άνγκορ

Άνγκορ σημαίνει απλώς «πόλη». Ο όρος προέρχεται από το σανσκριτικό ναγκάρα, που σημαίνει «πόλη». Η Άνγκορ ήταν μια πόλη που έμελλε να είναι πρωτεύουσα ανά τους αιώνες. Ελάχιστοι ήταν οι πολιτισμοί που εμπνεύστηκαν από αυτή και αναζήτησαν μια ανάλογη μορφή αθανασίας και φιλοτέχνησαν μνημεία εφάμιλλα της πλούσιας βλάστησης της Καμπότζης. Παραδόξως, η πρωτεύουσα στο πέρασμα του χρόνου διατήρησε αμετάβλητο αυτό το όνομα στις επιγραφές, σαν να επρόκειτο για ένα χαρακτηριστικό που υποδήλωνε ότι τίποτα άλλο δεν μπορούσε να είναι ανάλογης μεγαλοπρέπειας. Η Άνγκορ Τομ («Μεγάλη Πρωτεύουσα») αποτέλεσε το πιο λαμπρό κέντρο και ένα μνημείο όπως το Άνγκορ Βατ (η «πόλη-ναός») είναι το σύμβολο αυτού.

Άνγκορ
Αγγείο από την Ταϊλάνδη,
10ος-5ος π.Χ. αιώνας

Η Άνγκορ καταλαμβάνει έκταση μεγαλύτερη από 160 τετραγωνικά χιλιόμετρα στη Βόρεια Καμπότζη και, μολονότι η ιστορία της είναι πλέον γνωστή, η αρχαία ιστορία των πεδιάδων της Τονλέ Σαπ και των λόφων που σήμερα χωρίζουν στα δυτικά και στα βόρεια την Καμπότζη από την Ταϊλάνδη εξακολουθεί να καλύπτεται από ένα πέπλο μυστηρίου.

Λίγα γνωρίζουμε και για την ζωή των κατοίκων της. Αν και οι πηγές μας πληροφορούν ότι είχαν έθιμα παρόμοια με εκείνα των σημερινών κατοίκων της Καμπότζης, είναι πασιφανές ότι ένα περίπου εκατομμύριο άνδρες και γυναίκες -μεταξύ των οποίων υπήρχαν και σκλάβοι- που έζησαν στην Άνγκορ την περίοδο της ακμής της, εκτός από ιδιαίτερα διευρυμένους ορίζοντες, είχαν απόλυτη επίγνωση ότι ήταν μέλη μιας αυτοκρατορίας που δεν είχε μέτρο σύγκρισης καθ’ όλη τη διάρκεια της, από την ίδρυση της (8ος αιώνας) ως την κατάρρευση της (14ος αιώνας).

Κάνοντας μια αναδρομή στους προϊστορικούς χρόνους και εξερευνώντας τις κοντινές της Άνγκορ περιοχές, μπορεί κανείς να σχηματίσει μια γενική εικόνα για την εξέλιξη του πολιτισμού της στο πέρασμα των αιώνων. Οι καιρικές συνθήκες και συγκεκριμένα οι μουσώνες που χαρακτηρίζουν αυτόν τον τόπο, δεν επέτρεψαν τη διατήρηση των ευρημάτων.

Μπορούμε να υποθέσουμε ότι για μεγάλο διάστημα οι μόνοι κάτοικοι των περιοχών στο μέσο και κατά μήκος του Μεκόνγκ ήταν κυνηγοί τροφοσυλλέκτες ή γεωργοί. Ο αρχαιότερος οικισμός εντοπίστηκε στο Λονγκ Σπιν, επαρχία της Μπαταμπάνγκ, και χρονολογείται στον 6ο π.Χ. αιώνα. Πρόκειται για ένα σύμπλεγμα σπηλαίων όπου ανακαλύφθηκαν λίθινα σκεύη και αγγεία με ελικοειδή διακόσμηση. Η ζωή τους ήταν μια συνεχής προσπάθεια εκμετάλλευσης των υδάτινων πόρων, και συγκεκριμένα του νερού των μουσώνων, γεγονός που δεν επέτρεψε την παραγωγή μεγάλης κλίμακας. Η τοποθεσία και η κατάσταση στων αρχαιολογικών θέσεων που χρονολογούνται πριν από τον 2ο π.Χ. αιώνα οδηγούν στην υπόθεση ότι οι πρόγονοι των Χμερ αντιμετώπιζαν τεράστιες δυσκολίες.

Στην Εποχή του Χαλκού στην περιοχή της Καμπότζης αποδίδονται τύμπανα, καμπάνες, διακοσμήσεις και αντικείμενα καθημερινής χρήσης που συχνά συνδέονται με άλλα λίθινα ευρήματα και επιγραφές. Τα περισσότερα από αυτά προέρχονται από αρχαιολογικούς χώρους έξω από την Άνγκορ, κοντά στα σύνορα της, αλλά ό,τι είχε ανακαλυφθεί ανάγεται στα πρώιμα στάδια του πολιτισμού της. Η καλλιέργεια του ρυζιού, η εξημέρωση των βοοειδών, οι τελετές γονιμότητας και η συγκρότηση της κοινωνίας έθεσαν τις βάσεις ώστε να αναπτυχθεί η περιοχή αυτή που επρόκειτο να γίνει το κέντρο των Χμερ και να γνωρίσει τη σημαντική ινδική επιρροή.

Από την Μιάνμαρ στην περιφέρεια της Κινεζικής Αυτοκρατορίας και από το Θιβέτ στον Ινδικό Ωκεανό, η Ινδία, χρησιμοποιώντας τους δρόμους του εμπορίου και εκείνους των προσκυνητών, εισήγαγε για αιώνες στην νοτιοανατολική Ασία τον πολιτισμό, τη θρησκεία, καθώς και τους κοινωνικούς, πολιτιστικούς και πολιτικούς θεσμούς της.

Μετά την 1η μ.Χ. χιλιετία βασίλεια και πριγκιπάτα ινδικής επιρροής είχαν ήδη σχηματίσει στο νότιο τμήμα της ινδοκινεζικής περιοχής, καθώς και τη χερσόνησο της Μαλαισίας, στη Σουμάτρα και στην Ιάβα. Μαζί με αυτά είχε αρχίσει να διαμορφώνεται ο θεσμός του μονάρχη που συγκέντρωνε ανθρώπινες και θεϊκές ιδιότητες. Όπως συνάγεται από τα αρχαιολογικά ευρήματα της μαλαισιανής χερσονήσου της Μιανμάρ, της Ταϊλάνδης και της Καμπότζης, που ήταν εύκολα προσβάσιμες, ο ινδουισμός και ο βουδισμός, διαδόθηκαν μεταξύ του 1ου και του 3ου μ.Χ. αιώνα μέσω των οδών που συνέδεαν την Ινδία με τη νότια Μιανμάρ, το κεντρικό-νότιο Σιάμ και την ακτογραμμή του Βιετνάμ, σε συνδυασμό με την ανάπτυξη των πρώτων κρατιδίων. Αρχικά ήταν μικρά εμπορικά κέντρα που στη πορεία εξελίχτηκαν σε ευρύτερες πολιτικές οντότητες, εν συγκρίσει με τα μικρά φυλετικά βασίλεια της Εποχής του Χαλκού.

Τους πρώιμους χριστιανικούς αιώνες είχε σημειωθεί σημαντική πρόοδος στη γεωργία, στην κτηνοτροφία, στην κεραμική και στις κατασκευές, και τέθηκαν οι βάσεις για την ανάπτυξη των πολιτισμών της Φουνάν και της Τσένλα, που προετοίμασαν το έδαφος για τον πολιτισμό της Άνγκορ.

Με πληροφορίες από: nationalgeographic